Τετάρτη 29 Ιανουαρίου 2014

Γιατί πιστεύουμε στην Mεταβολή του άρτου και του οίνου σε πραγματικό Σώμα και Αίμα Χριστού

Γιατί πιστεύουμε στην Mεταβολή του άρτου και του οίνου σε πραγματικό Σώμα και Αίμα Χριστού
Γιατί πιστεύουμε στην μεταβολή.
Σε αυτό το πρώτο άρθρο θα επιχειρήσουμε να δώσουμε μια σύντομη απάντηση σχετικά με την πίστη μας στην μεταβολή του άρτου και του οίνου σε πραγματικό Σώμα και Αίμα Χριστού, μέσα από την Αγία Γραφή και την Πατερική μαρτυρία.
Όπως γράφει ο π. Ν. Σκρέττας· «Αυτής της Εκκλησίας είναι ανενδοίαστη διαχρονικά η πίστη ότι τα καθαγιασμένα δώρα, κατά την άκτιστη ενέργεια της Αγίας Τριάδος, είναι αυτό το Σώμα και το Αίμα του Κυρίου, στα οποία μετέχουν οι πιστοί με τη Θεία μετάληψη. Αυτή δε η μετουσία και η ένωση δεν είναι ούτε νοερή, ούτε εγκεφαλική, ούτε φανταστική, ούτε ενοραματική, ούτε μία οποιαδήποτε, δια των δυνατοτήτων του νου, μυστηριώδης θέαση του Χριστού, αλλά οντολογική και υπαρξιακή, σωματοειδής και πνευματική, περιγραπτή και απερίγραπτη, πραγματική πάντως ένωση και σύγκραση με το σχηματόγραπτον Σώμα και Αίμα του Χριστού» («Η Θεία Ευχαριστία και τα προνόμια της Κυριακής», σελ. 68).
Στο δεύτερο άρθρο που θα ακολουθήσει, θα εξηγήσουμε γιατί χρησιμοποιείτε ο όρος «αντίτυπα» στα Πατερικά κείμενα περί των τιμίων δώρων, ο οποίος δεν έχει καμία σχέση με δήθεν σύμβολα, όπως επίσης γιατί λέγεται το Σώμα και το Αίμα του Χριστού «πνευματικό».
Η πίστη στην μεταβολή των τιμίων δώρων σε αληθινό Σώμα και Αίμα Χριστού στηρίζεται στην ενανθρώπηση του Λόγου. Ο Λόγος του Θεού έγινε πραγματικά άνθρωπος για την σωτηρία μας. Με το σώμα Του έπαθε, με το Σώμα Του πέθανε, και με τον ένδοξο Σώμα της Αναστάσεως (το οποίο και κοινωνούμε) εγέρθηκε εκ νεκρών. Η σωτηρία μας, εν ολίγοις, οφείλεται στην ενανθρώπηση του Λόγου. «Επειδή λοιπόν τα παιδία εμέθεξαν από σαρκός και αίματος, και αυτός παρομοίως μετέλαβεν από των αυτών, διά να καταργήση διά του θανάτου τον έχοντα το κράτος του θανάτου, τουτέστι τον διάβολον, και ελευθερώση εκείνους, όσοι διά τον φόβον του θανάτου ήσαν διά παντός του βίου υποκείμενοι εις την δουλείαν» (Εβραίους, β 14-15).
Ο καθηγητής Χρήστος Ανδρούτσος, αναφέρει στην δογματική του· «…η μεν ευχαριστία δια την πραγματικήν παρουσίαν υπελήφθη ως συνέχεια άμα και επέκτασις του μυστηρίου της ενανθρωπήσεως, αποτελούσα μετά του δόγματος της αγίας Τριάδας και του της ενσαρκώσεως το ύψιστον και αγιώτατον της Χριστιανικής θρησκείας μυστήριον» (Δογματική της Ορθοδόξου Ανατολικής Εκκλησίας, σελ. 346).
Έτσι, ο άγιος Ιγνάτιος, του οποίου η θεολογία «φέρει τη σφραγίδα του μεγάλου έργου, είναι γνήσια κι έγινε φρόνημα, ήθος και Παράδοση της Εκκλησίας’’ (Α’ τόμος Πατρολογίας Παπαδόπουλου, σελ. 174), αντιμετωπίζοντας τους Γνωστικούς Δοκήτες οι οποίοι δεν δέχονταν ότι ο Ιησούς έλαβε πραγματικά σώμα, γράφει· «Καταμάθατε τους ετεροδοξούντας εις την χάρην Ιησού Χριστού την εις ημάς ελθούσα, πως ενάντιοι εισί τη γνώμη του Θεού. Περί αγάπης ου μέλει αυτοίς, ου περί χήρας, ου περί ορφανού, ου περί θλιβομένου, ου περί δεδεμένου ή λελυμένου, ου περί πεινώντος ή διψώντος. Ευχαριστίας και προσευχής απέχονται δια το μη ομολογείν, την ευχαριστίαν σάρκα είναι του Σωτήρος ημών Ιησού Χριστού, την υπέρ ημών παθούσα, ην τη χρηστότητι ο Πατήρ ήγειρε…» (Αποστολικοί Πατέρες άπαντα τα έργα, τόμος 4ος, προς Σμυρναίους, VI- VII).
Οι ετεροδοξούντες Δοκήτες, δεν πίστευαν ότι η Ευχαριστία είναι η αναστημένη Σάρκα του Κυρίου διότι δεν πίστευαν στην ενανθρώπησή Του. Ο καθηγητής πατρολογίας Στ. Παπαδόπουλος αναφέρει σχετικά· «…στη θεολογία του ευχαριστιακού ρεαλισμού φθάνει ο Ιγνάτιος, αντιμετωπίζοντας τις δοκητικές αντιλήψεις, που είχαν εισχωρήσει σε κύκλους εκκλησιαστικούς και που σύμφωνα με τις οποίες ο Χριστός έπαθε φαινομενικά μόνο. Η πραγματικότης του πάθους και της αναστάσεως του Κυρίου είναι απαραίτητη προϋπόθεση της πραγματικής παρουσίας αυτού στην Ευχαριστία». (Α’ τόμος πατρολογίας Στ. Παπαδόπουλου, σελ. 175).
Τα ίδια αναφέρει στην Δογματική του και ο Ανδρούτσος· «Προς τους Δοκήτας αρνουμένους μετά της σωματικής φύσεως του Κυρίου και την Ευχαριστίαν οι Πατέρες παρατηρούσιν ότι η Ευχαριστία είναι η σάρξ η εκ Μαρίας συλληφθείσα…» (Δογματική της Ορθοδόξου Ανατολικής Εκκλησίας, σελ. 350).
Ο άγιος Ειρηναίος της Λυών, στηρίζει επίσης την μεταβολή στην ενανθρώπηση του Λόγου, χάρη στην οποία υπάρχει Ανάσταση σωματική. Ο μεγάλος αυτός Πατέρας της Εκκλησίας, ο οποίος αποτελεί έναν από τους «γνησιώτερους και σημαντικώτερους θεολογικούς σταθμούς στην πορεία της Παραδόσεως των δύο πρώτων μεταποστολικών αιώνων», κατά τον Στ. Παπαδόπουλο
(Ά τόμος πατρολογίας, σελ. 294), γράφει: «…και προσλαμβανόμενα τον λόγον του Θεού, ευχαριστία γίνεται, όπερ εστί το σώμα και αίμα του Χριστού• ούτω και τα ημέτερα σώματα εξ αυτής τρεφόμενα, και τεθέμενα εις την γην, και διαλυθέντα εν αυτή, αναστήσεται εν τω ιδίω καιρώ, του Λόγου του Θεού την έγερσιν αυτοίς χαριζομένου εις δόξαν Θεού και Πατρός» (ΒΕΠΕΣ 5, σελ.161).
Όπως σχολιάζει ο Παπαδόπουλος για την θεολογία του αγίου Ειρηναίου, «Ο ρεαλισμός του Ειρηναίου εκτείνεται σε όλα τα θέματα που αφορούν την σωτηρία, ακριβώς διότι βασίζεται στο πρόσωπο του Χριστού. Έτσι πχ, η Θεία Ευχαριστία συνιστά γεγονός απόλυτα ρεαλιστικό, γι’ αυτό και καθιστά δυνατή την ανάσταση των νεκρών. Διότι δηλαδή γίνεται πραγματική μεταβολή του άρτου και του οίνου σε σώμα και αίμα Χριστού κατά την Ευχαριστία και διότι ο άνθρωπος κοινωνεί και μετέχει του πραγματικού Χριστού, είναι αληθινή η ανάσταση των νεκρών» (Α’ τόμος πατρολογίας Στ. Παπαδόπουλου, σελ. 298- 299).

Αλλά και ο άγιος Ιουστίνος ο Μάρτυρας ομολογεί ότι η Θεία Ευχαριστία είναι πραγματικά το Σώμα και το Αίμα του Χριστού, στηριζόμενος και αυτός στην ενανθρώπηση. «Ον τρόπον δια λόγου Θεού σαρκοποιηθείς Ιησούς Χριστός, ο σωτήρ ημών και σάρκα και αίμα υπέρ σωτηρίας ημών έσχεν, ούτως και την δι’ ευχής λόγου του παρ’ αυτού ευχαριστηθείσαν τροφήν, εξ ης αίμα και σάρκες κατά μεταβολήν τρέφονται ημών, εκείνου του σαρκοποιηθέντος Ιησού και σάρκα και αίμα εδιδάχθημεν είναι [Α' Απολογία, 66]».
Κατά τον ιερό Χρυσόστομο, τον μεγαλύτερο ερμηνευτή της αρχαίας Εκκλησίας, ο Χριστός μας τρέφει με το ίδιο Του το Σώμα για να μας πείσει ότι έλαβε την δική μας σάρκα.
«Ενί εκάστω των πιστών αναμίγνυσιν εαυτόν δια των μυστηρίων, και ους εγέννησεν, εκτρέφει δι’ εαυτού, και ουκ άλλω εκδίδωσι, και τούτω σε πείθων, ότι σάρκα έλαβε την σην». Και συνεχίζει· «Ουκ εστί ανθρωπίνης δυνάμεως έργα τα προκείμενα. Ο τότε ταύτα ποιήσας εν εκείνω τω δείπνω, ούτος και νυν αυτά εργάζεται, Ημείς υπηρετών τάξιν επέχομεν, ο δε αγιάζων αυτά και μετασκευάζων, αυτός». Δηλαδή, «Δεν είναι έργα ανθρωπίνης δυνάμεως όσα προτίθενται. Εκείνος ο οποίος έκαμε αυτά τότε εις εκείνο το Δείπνον, αυτός τελεί και τώρα τα μυστήρια αυτά. Εμείς επέχομεν θέσιν υπηρετών, ενώ εκείνος που τα αγιάζει και τα μεταβάλλει είναι Αυτός» (Ομιλία πβ στο κατά Ματθαίον ευαγγέλιο, αγίου Ιωάννη του Χρυσοστόμου, ΕΠΕ 12).

Το χωρίο του ευαγγελιστή Ιωάννη  «η γαρ σάρξ μου αληθής εστί βρώσις και το αίμα μου αληθής εστί πόσις», ερμηνεύεται από τον Χρυσόστομο ως εξής:
«πιστώσασθαι αυτούς περί των ειρημένων, ώστε μη νομίζειν αίνιγμα είναι το ειρημένον και παραβολήν, αλλ’ ειδέναι ότι πάντως δει φαγείν το σώμα».
Μετάφραση: «θέλει να τους κάμει να πιστεύσουν εις τα λόγια του, ώστε να μη νομίζουν ότι αυτά είναι αίνιγμα και παραβολή, αλλ’ ότι πρέπει να ξεύρουν, ότι θα φάγουν το σώμα του οπωσδήποτε» (Έργα Χρυσοστόμου, ΕΠΕ 13 Α, Ομιλία ΜΖ).

Αλλά και κατά τον μεγάλο νηπτικό μας Πατέρα, άγιο Γρηγόριο Νύσσης, πιστεύουμε ότι ο άρτος μεταποιείτε σε Σώμα Χριστού επειδή ενανθρώπησε ο Λόγος. «Καλώς ουν και νυν τον τω λόγω θεού αγιαζόμενον άρτον εις σώμα του Θεού Λόγου μεταποιείσθαι πιστεύομεν. Και γαρ εκείνο το σώμα άρτος τη δυνάμει ην, ηγιάσθη δε τη επισκηνώσει του λόγου σκηνώσαντος εν τη σαρκί. Ουκούν όθεν ο εν εκείνω τω σώματι μεταποιηθείς άρτος εις θεία μετάστη δύναμιν, δια του αυτού και νυν το ίσον γίνεται» (37ο κατηχητικός λόγος).
Η φράση του Κυρίου Ιησού Χριστού, όταν παρέδιδε το Μυστήριο στους αποστόλους, «λαβετε φαγετε τουτο εστιν το σωμα μου» και « τούτο γαρ εστιν το αίμα μου» (Ματθαίος, κη 26-28), κατανοείται από την αρχαία Εκκλησία ακριβώς όπως ειπώθηκε από τον Κύριο. «Αυτό είναι το Σώμα μου, αυτό είναι το Αίμα μου». Δεν είπε ότι είναι σύμβολα, ούτε είπε ότι είναι ‘’δια της πίστεως’’, αλλά είναι πραγματικά το Σώμα και το Αίμα του Κυρίου. Όταν λέμε ότι κάτι είναι, σημαίνει ότι είναι πραγματικά.
Ο άγιος Κύριλλος Αλεξανδρείας, «μια από τας μεγάλας μορφάς της αρχαίας Εκκλησίας, των οποίων η επίδρασις εις τον εκκλησιαστικόν βίον και την χριστιανικήν διδασκαλίαν υπήρξε αποφασιστική», κατά τον καθηγητή πατρολογίας Π. Χρήστου (Δ’ τόμος πατρολογίας, σελ. 339), γράφει: «Δεικτικώς είπε, τούτο μου εστί το σώμα και τούτο μου εστί το αίμα, ίνα μη νομίσεις τύπον είναι τα φαινόμενα, αλλά δια τινός αρρήτου του πάντα ισχύοντος Θεού μεταποιείσθαι εις σώμα και αίμα Χριστού κατά το αληθές τα παρενηνεγμένα» (Άγιος Κύριλλος Αλεξανδρείας-Υπόμνημα Εις το Κατά Ματθαίον, Π Τρεμπέλα, σελ. 461- 462).
Ο ιερός Χρυσόστομος ερμηνεύει: «Επεί ουν ο λόγος φησί, «τούτο εστί το σώμα μου», και πειθώμεθα και πιστεύωμεν, και νοητοίς αυτό βλέπωμεν οφθαλμοίς. Ουδέν γαρ αισθητόν παρέδωκεν ημίν ο Χριστός· αλλ’ εν αισθητοίς μεν πράγμασι, πάντα δε νοητά». Δηλαδή, «Όταν λοιπόν λέγει «τούτο εστιν το σωμά μου’’ (Ματθαίος, κστ 26), ας πειθώμεθα και ας πιστεύωμεν και ας το βλέπομεν με τους νοητούς οφθαλμούς μας. Διότι τίποτε το αισθητόν δεν μας παρέδωκεν ο Χριστός, αλλά με αισθητά μεν πράγματα, όλα όμως νοητά». Και στην συνέχεια αναφέρει: «Πόσοι νυν λέγουσι, εβουλόμην αυτού την μορφήν ιδείν, τον τύπον, τα ιμάτια, τα υποδήματα. Ιδού αυτόν οράς, αυτού άπτη, αυτόν εσθίεις. Και συ μεν ιμάτια επιθυμείς ιδείν, αυτός δε εαυτόν σοι δίδωσιν, ουκ ιδείν μόνον, αλλά και άψασθαι, και φαγείν, και λαβείν ένδον», που σημαίνει: «Πόσοι τώρα λέγουν· «ήθελα να ιδώ την μορφήν Του, τα χαρακτηριστικά Του, τα ενδύματα, τα υποδήματα! Να, τον βλέπεις, τον εγγίζεις, τον τρώγεις. Και συ μεν επιθυμείς να ιδείς ενδύματα, ενώ αυτός σου δίδει τον εαυτό Του, όχι μόνον να τον ιδής, αλλά και να τον πιάσεις και να τον φάγης και να τον πάρης μέσα σου». (Χρυσόστομος, ΠΒ ομιλία εις τον Ματθαίον, ΕΠΕ 12).
Ο άγιος Κύριλλος Ιεροσολύμων, που κατά τον καθηγητή Π. Χρήστου είναι «ο πλέον διακεκριμένος επίσκοπος Ιεροσολύμων κατ’ αυτήν την περίοδον, τα δε συγγράμματα του τον τοποθετούν εις την πρώτην σειράν των οικουμενικών διδασκάλων» (Δ’ τόμος της πατρολογίας, σελ. 480), σχολιάζει το χωρίο ως εξής: «Αυτού αποφηναμένου και ειπόντος περί του άρτου· Τούτο μου εστί το σώμα, τις τολμήσει αμφιβάλλειν λοιπόν; Και αυτού βεβαιωσαμένου και ειρηκότος· Τούτο μου εστί το αίμα, τις ενδοιάσει ποτέ λέγων μη είναι αυτού το αίμα;» (Άγιος Κύριλλος Ιεροσολύμων, Δ’ Μυσταγωγική Κατήχηση, PG 33, 1097).
Τέλος, ο Θεοφύλακτος Βουλγαρίας και ο Ζηγαβηνός, αναφέρουν: «Ου γαρ είπε, τούτο εστίν αντίτυπον, αλλά τούτο εστί το σώμα μου• αρρήτω γαρ ενεργεία μεταποιείται, καν φαίνηται ημιν άρτος. Επεί γαρ ασθενείς έσμεν και ουκ αν εδεξάμεθα κρέας εσθίειν ωμόν και ανθρώπου σάρκα, δια τούτο άρτος μεν ημίν φαίνεται, σάρξ δε τω όντι εστί» (Θεοφύλακτος Βουλγαρίας-Υπόμνημα Εις το Κατά Ματθαίον, Π Τρεμπέλα, σελ. 461- 462).
«Ταύτα εισίν αυτό το σώμα και αυτό το αίμα. Ώσπερ γαρ υπερφυώς εθέωσε την προσληφθείσα σάρκα• ούτως απορρήτως μεταποιεί και ταύτα εις αυτό το ζωοποιών αυτού σώμα και εις το τίμιον αυτού αίμα» (Ζηγαβηνός-Υπόμνημα Εις το Κατά Ματθαίον, Π.Τρεμπέλα, σελ. 461- 462).
πηγη

Η ΕΥΧΑΡΙΣΤΙΑΚΗ ΕΝΟΤΗΤΑ ΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ ΚΑΤΑ ΤΟΝ ΙΓΝΑΤΙΟ ΤΟ ΘΕΟΦΟΡΟ

Η ΕΥΧΑΡΙΣΤΙΑΚΗ ΕΝΟΤΗΤΑ ΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ ΚΑΤΑ ΤΟΝ ΙΓΝΑΤΙΟ ΤΟ ΘΕΟΦΟΡΟ
1Του Θεοδώρου Ρόκα Θεολόγου, Υπ. Μ.Δ.Ε. Ερµηνείας Παλαιάς Διαθήκης

Όπως αναφέρει το Συναξάρι της 29ης Ιανουαρίου, «τω αὐτώ μηνί, Ἰανουαρίω 29η ἡ Ανακομιδή των λειψάνων του Αγίου Ἱερομάρτυρος Ιγνατίου του Θεοφόρου».

Πέρασε ένας και πλέον μήνας από την ημέρα που η αγία µας Εκκλησία γιόρτασε τη μνήμη του αγίου Ιγνατίου του θεοφόρου, (20 Δεκεμβρίου) και τώρα έφθασε η στιγμή να εορτάσει την ανακομιδή των σεπτών του λειψάνων.

Ο άγιος Ιγνάτιος ο θεοφόρος κατέστη διάδοχος των Αποστόλων.

Εχρημάτισε δεύτερος επίσκοπος Αντιοχείας, µε πρώτο τον Εύοδο και μαθήτευσε μαζί µε τον άγιο Πολύκαρπο Σμύρνης κοντά στον Ευαγγελιστή Ιωάννη τον Θεολόγο(1). Το όνομά του, το οποίο στα λατινικά εκφέρεται ως ignis, σημαίνει φωτιά και φανερώνει τον πόθο που τον έφλεγε για το Χριστό, σε τέτοιο βαθμό που έλαβε την προσωνυμία θεοφόρος.
Ο άγιος Ιγνάτιος μαρτύρησε στη Ρώμη επί αυτοκράτορα Τραϊανού, όταν ο Τραϊανός ξεκίνησε ένα τοπικό διωγμό κατά των Χριστιανών της Αντιόχειας ενώ εκστράτευε κατά των Μήδων και των Πάρθων. Εκεί ο άγιος παρουσιάστηκε μπροστά στον αυτοκράτορα και ομολόγησε την πίστη του στο Χριστό.

Το μαρτύριό του πραγματοποιήθηκε στην αρένα του σταδίου της Ρώμης, όπου και τον κατασπάραξαν άγρια λιοντάρια αφήνοντας µόνο τα μεγάλα οστά ως κατάλοιπο(2), τα οποία κάποιοι πιστοί τα συνέλεξαν μεταφέροντας τα στην Αντιόχεια, όπου οι χριστιανοί τα υποδέχτηκαν πανηγυρικά και τα τίμια αυτά λείψανα αναδείχθηκαν πηγή θαυμάτων και πνευματικής παρηγοριάς(3).

Προτού φθάσει στο τέλος της ζωής του έγραψε 7 επιστολές, οι οποίες σώζονται µέχρι σήµερα:

α) η προς Εφεσίους,
β) η προς Μαγνησιείς,
γ) η προς Τραλλιανούς,
δ) η προς Ρωμαίους,
ε) η προς Φιλαδελφείς,
στ) η προς Σμυρναίους
και ζ) η προς Πολύκαρπον επιστολή.

Οι έξι από αυτές έχουν ως κεντρικό θέμα την ενότητα της Εκκλησίας, την οποία επισημάνει ένεκα του κινδύνου των αιρέσεων και τονίζει την ενότητα και συσπείρωση του πλήθους των πιστών γύρω από τον επίσκοπο(4).

Με τον Ιγνάτιο το Θεοφόρο η Εκκλησία προχωρεί στη θεολογική θεμελίωση της πορείας της. Η θεολογία του Ιγνατίου έγινε φρόνημα, ήθος και Παράδοση της Εκκλησίας, διότι συνιστά έκφραση και συνέχεια της αποστολικής παράδοσης.

Η θεολογία του Ιγνατίου μπορεί να διαιρεθεί σε τρία σημεία:

α) θεολογία του επισκοπικού λειτουργήματος,
β) θεολογία της ενότητας της Εκκλησίας
και γ) θεολογία του ευχαριστιακού ρεαλισμού(5).

Η παρουσία του επισκόπου και η μνημόνευση του ονόματός του κατά την τέλεση της Θείας Ευχαριστίας αποτελεί απαραίτητη προϋπόθεση για τη βεβαίωση της γνησιότητας του μυστηρίου.

Στην πρώτη τέλεση του μυστηρίου της Θείας Ευχαριστίας κατά το Μυστικό Δείπνο, αυτουργός της σωτηρίας µας και τελετουργός ήταν ο ίδιος ο Ιησούς Χριστός, ο οποίος μετά την Ανάληψή του άφησε διαδόχους του τους Αποστόλους και αυτοί µε τη σειρά τους, τους επισκόπους που χειροτόνησαν αφήνοντάς τους διαδόχους τους στις τοπικές εκκλησίες(6).

Ο άγιος Ιγνάτιος προτρέπει τους πιστούς να συσπειρώνονται γύρω από τον επίσκοπο της τοπικής Εκκλησίας και να µη γίνεται τίποτα χωρίς την έγκρισή του, διότι ο επίσκοπος αποτελεί το επίκεντρο της Θείας Ευχαριστίας, στο όνοµα του οποίου τελείται. Μάλιστα επισημάνει ότι όπου βρίσκεται ο επίσκοπος εκεί βρίσκεται και τα µέλη της Εκκλησίας(7).

Τη διδασκαλία αυτή του αγίου Ιγνατίου περί συσπειρώσεως του σώµατος της τοπικής εκκλησίας γύρω από τον επίσκοπο τη βιώνουµε στη Θεία Ευχαριστία κάθε φορά που ακούµε την αίτηση «Ὑπέρ τοῦ Πατρὸς καὶ Ἀρχιεπισκόπου ἡμῶν (τοῦ δεῖνος)»(8).

Το μυστήριο είναι έγκυρο όταν τελείται από τον κανονικώς κεχειροτονηµένο επίσκοπο ή από τον πρεσβύτερο που ο ίδιος ο επίσκοπος έχει ορίσει να το τελεί. Στην αρχαία Εκκλησία όλα τα Μυστήρια (Γάµος, Βάπτισµα, Χρίσµα κ.λ.π.) τελούνταν μέσα στη Θεία Ευχαριστία γι' αυτό ο επίσκοπος παρέχει την άδεια στους ιερείς όχι µόνο για την τέλεση της Θείας Ευχαριστίας αλλά και των λοιπών Μυστηρίων(9).

Τονίζει δε ο άγιος Ιγνάτιος, στην προς Σµυρναίους επιστολή του, ότι κανένα από τα µυστήρια δεν επιτρέπεται να τελείται χωρίς την άδεια του επισκόπου(10). Και επισηµάνει, συνεχίζοντας τις προτροπές του, ότι πρέπει να υπάρχει ομόνοια των µελών της Εκκλησίας, µε προκαθήμενο τον επίσκοπο και τους πρεσβυτέρους να αποτελούν το επιτελείο του.

Η προτροπή αυτή φυσικά δεν μεταφράζεται ως επισκοποκρατία, δηλ. υπεροχή ενός προσώπου μέσα στο σύνολο των µελών της Εκκλησίας, αλλά µέσω της διδασκαλίας του αγίου Ιγνατίου προβάλλεται ο θεσμός του επισκόπου ως του κατ εξοχήν φύλακα του λογικού ποιμνίου της Εκκλησίας του Χριστού.

Ο επίσκοπος όπως σημειώνει ο άγιος Ιγνάτιος στην προς Φιλαδελφείς επιστολή του γνωρίζει ότι το αξίωμα που κατέχει δεν το φέρει αφ' εαυτού αλλά αξιώθηκε να δεχτεί αυτή τη διακονία λόγω της αγάπης του Ιησού Χριστού.

Παραγγέλλει επίσης το ευσεβές πλήρωμα να ακολουθεί σύσσωμο τον επίσκοπο, τον οποίο χαρακτηρίζει ως ποιμένα διότι έξω από την Εκκλησία υπάρχουν πολλοί μεταμφιεσμένοι λύκοι που προσπαθούν να δημιουργούν συνεχώς διχόνιες, σχίσματα και φατρίες που αποσκοπούν στο διαμελισμό της Εκκλησίας.

Όταν όμως τα µέλη της Εκκλησίας παραμένουν ενωμένα και συσπειρωμένα γύρω από τον ποιμένα τους τότε οι εχθροί της Εκκλησίας δεν μπορούν να εισχωρήσουν και να διαπράξουν το φθοροποιό τους έργο.

1 Ο Μέγας Συναξαριστής της Ορθοδόξου Εκκλησίας, τόμος Α’ Ιανουάριος, έκδοσις έκτη, Αθήναι 1984, σ. 713.

2 Νέος Συναξαριστής της Ορθοδόξου Εκκλησίας, Τόμος Τέταρτος: Δεκέμβριος, υπό Ιερομονάχου Μακαρίου Σιμωνοπετρίτου, ΙΝΔΙΚΤΟΣ, Αθήναι 2005, σ. 231-235.

3 Νέος Συναξαριστής της Ορθοδόξου Εκκλησίας, Τόμος Πέμπτος: Ιανουάριος, υπό Ιερομονάχου Μακαρίου Σιμωνοπετρίτου, ΙΝΔΙΚΤΟΣ, Αθήναι 2005, σ. 365.

4 Παναγιώτου Κ. Χρήστου, Εκκλησιαστική Γραμματολογία: Πατέρες και Θεολόγοι του Χριστιανισμού Τόμος Α', εκδοτικός οίκος Κυροµάνος, Θεσσαλονίκη 2005, σ. 51.

5 Στυλιανού Γ. Παπαδόπουλου, Πατρολογία Α', έκδοση Δ', Αθήνα 2000, σσ. 173-179.

6 Ιεροµονάχου Γρηγορίου, Η Θεία Λειτουργία, Ιερόν Κοτλουµουσιανόν Κελλίον: Άγιος Ιωάννης Θεολόγος, Άγιον Όρος 2000, σ. 143.

7 Ιγνατίου Αντιοχέως, Επιστολή προς Σμυρναίους, P.G. 5,713.

8 Ιωάννου Μ. Φουντούλη, Λειτουργική Α’: Εισαγωγή στη Θεία Λατρεία, Θεσσαλονίκη 2004, σ. 214.

9 Ιωάννου Ζηζιούλα Μητροπολίτου Περγάµου, «Ο Επίσκοπος ως Προεστώς της Ευχαριστίας», Ευχαριστίας Εξεμπλάριον, έκδοσις Β’ επηυξηµένη, εκδ. Ευεργέτις Μέγαρα 2011, σσ. 57-58.

10 Ιγνατίου Αντιοχέως, Επιστολή προς Σμυρναίους, P.G. 5,713. 11 Ιγνατίου Αντιοχέως, Επιστολή προς Σμυρναίους, P.G. 5,764. 12 Ιγνατίου Αντιοχέως, Επιστολή προς Φιλαδελφείς, P.G. 5,820

Ποιός εἶναι ὁ Παλαιός Τῶν Ἡμερῶν τῆς ὅρασης τοῦ Προφήτου Δανιήλ;

Ποιός εἶναι ὁ Παλαιός Τῶν Ἡμερῶν τῆς ὅρασης τοῦ Προφήτου Δανιήλ;


Ὁ Κύριος ἠμῶν Ἰησοῦς Χριστός
Ἡ ὑμνολογία τῆς Ἐκκλησίας καί ἡ πλειονότητα τῶν Ἁγίων Πατέρων εἶναι ὁμόφωνοι στήν ἀπάντηση αὐτοῦ τοῦ ἐρωτήματος, ὅπως καί ἡ Ἀποκάλυψη τοῦ Ἰωάννου. Μήπως ὅμως ὑπάρχει καί κάποια "παραφωνία";

1. Τα χωρία γιά τόν "Παλαιό τῶν Ἡμερῶν"

Ὁ Παλαιός τῶν Ἡμερῶν, ἐμφανίζεται στήν Ἁγία Γραφή σέ δυό βιβλία της. Τό πρῶτο εἶναι τοῦ Δανιήλ, καί τό δεύτερo της Ἀποκάλυψης. Ξεκινώντας ἀπό τό βιβλίο τοῦ Δανιήλ, θά δοῦμε ἀρχικά τήν περιγραφή τῆς ὅρασης αὐτῆς, ὅπου ἐμφανίζεται ὁ Παλαιός τῶν Ἡμερῶν: 
Δανιήλ ζ/7: 9,10,22:

 Ἀρχαῖο Ἑλληνικό κείμενο τών Ο΄
«Ἐθεώρουν ἕως ὅτου οἱ θρόνοι ἐτέθησαν, καί παλαιός ἡμερῶν ἐκάθητο, καί τό ἔνδυμα αὐτοῦ λευκόν ὡσεί χιῶν, καί ἡ θρῖξ τῆς κεφαλῆς αὐτοῦ ὡσεί ἔριον καθαρόν, ὁ θρόνος αὐτοῦ φλόξ πυρός, οἱ τροχοί αὐτοῦ πῦρ φλέγον·
10 ποταμός πυρός εἶλκεν ἔμπροσθεν αὐτοῦ· χίλιαι χιλιάδες ἐλειτούργουν αὐτω, καί μύριαι μυριάδες παρειστήκεισαν αὐτω· κριτήριον ἐκάθισε, καί βίβλοι ἠνεώχθησαν...
...22 ἕως οὐ ἦλθεν ὁ παλαιός ἡμερῶν καί τό κρίμα ἔδωκεν ἁγίοις Ὑψίστου, καί ὁ καιρός ἔφθασε καί τήν βασιλείαν κατέσχον οἱ ἅγιοι ».

Μετάφραση ἀπό τό Ἑβραϊκό
Θωροῦσα, μέχρις ὅτου τέθηκαν οἱ θρόνοι, καί ὁ Παλαιός τῶν ἡμερῶν κάθησε, τοῦ ὁποίου τό ἔνδυμα ἦταν λευκό σάν χιόνι, καί οἱ τρίχες τοῦ κεφαλιοῦ του σάν καθαρό μαλλί· ὁ θρόνος του ἦταν σάν φλόγα φωτιᾶς· οἱ τροχοί του σάν φωτιά πού κατέφλεγε.
10. Ποταμός φωτιᾶς ἔβγαινε καί διαχεόταν ἀπό μπροστά του. Χίλιες χιλιάδες τόν ὑπηρετοῦσαν, καί χίλιες μυριάδες παραστέκονταν μπροστά του· τό κριτήριο κάθησε, καί τά βιβλία ἀνοίχτηκαν...
...μέχρις ὅτου ἦρθε ὁ Παλαιός τῶν ἡμερῶν, καί ἡ κρίση δόθηκε στούς ἁγίους του Ὑψίστου· καί ὁ καιρός ἔφτασε, καί οἱ ἅγιοι πῆραν τή βασιλεία.
Κατ' ἀρχήν, παρατηρώντας τά παραπάνω χωρία, βλέπουμε ὅτι δέν ὑπάρχουν σημαντικές διαφορές στό Ἑβραϊκό ἀπό τό Ἑλληνικό κείμενο, ὅσον ἀφορᾶ τόν Παλαιό τῶν Ἡμερῶν. Ἔχουμε λοιπόν ἕνα ἔγκυρο καί καθαρό κείμενο, γιά νά ἐρευνήσουμε τήν ταυτότητα τοῦ Παλαιοῦ τῶν Ἡμερῶν.


2. Η ἀποκάλυψη τῆς Ἀποκάλυψης

Προτοῦ ὅμως δοῦμε πῶς κατανόησε τήν ταυτότητα αὐτή ἡ Ἐκκλησία, ἄς δοῦμε πῶς τήν ἀπεκάλυψε ὁ Θεός στόν Ἰωάννη, δίνοντάς του μία σχετική ὅραση τοῦ βιβλίου τῆς Ἀποκάλυψης. Η Αποκάλυψη φανερώνει ὅτι στήν πραγματικότητα ὁ Παλαιός τῶν Ἡμερῶν, εἶναι ὁ Ἴδιος ὁ Υἱός τοῦ Ἀνθρώπου!  Προσέξτε τήν περιγραφή: 

Ἀποκάλυψις 1/α΄12-18: 
12 Καὶ ἐκεῖ ἐπέστρεψα βλέπειν τὴν φωνὴν ἥτις ἐλάλει μετ' ἐμοῦ· καὶ ἐπιστρέψας εἶδον ἑπτὰ λυχνίας χρυσᾶς, 13 καὶ ἐν μέσῳ τῶν ἑπτὰ λυχνιῶν ὅμοιον υἱῷ ἀνθρώπου, ἐνδεδυμένον ποδήρη καὶ περιεζωσμένον πρὸς τοῖς μαστοῖς ζώνην χρυσῆν· 14 ἡ δὲ κεφαλὴ αὐτοῦ καὶ αἱ τρίχες λευκαὶ ὡς ἔριον λευκόν, ὡς χιών, καὶ οἱ ὀφθαλμοὶ αὐτοῦ ὡς φλὸξ πυρός, 15 καὶ οἱ πόδες αὐτοῦ ὅμοιοι χαλκολιβάνῳ, ὡς ἐν καμίνῳ πεπυρωμένοι, καὶ ἡ φωνὴ αὐτοῦ ὡς φωνὴ ὑδάτων πολλῶν, 16 καὶ ἔχων ἐν τῇ δεξιᾷ χειρὶ αὐτοῦ ἀστέρας ἑπτά, καὶ ἐκ τοῦ στόματος αὐτοῦ ῥομφαία δίστομος ὀξεῖα ἐκπορευομένη, καὶ ἡ ὄψις αὐτοῦ ὡς ὁ ἥλιος φαίνει ἐν τῇ δυνάμει αὐτοῦ. 17 Καὶ ὅτε εἶδον αὐτόν, ἔπεσα πρὸς τοὺς πόδας αὐτοῦ ὡς νεκρός, καὶ ἔθηκε τὴν δεξιὰν αὐτοῦ χεῖρα ἐπ' ἐμὲ λέγων· Μὴ φοβοῦ· ἐγώ εἰμι ὁ πρῶτος καὶ ὁ ἔσχατος 18 καὶ ὁ ζῶν, καὶ ἐγενόμην νεκρὸς, καὶ ἰδοὺ ζῶν εἰμι εἰς τοὺς αἰῶνας τῶν αἰώνων, καὶ ἔχω τὰς κλεῖς τοῦ θανάτου καὶ τοῦ ᾅδου.
Δεῖτε τήν κοινή περιγραφή τοῦ Δανιήλ καί τῆς Ἀποκάλυψης, ἡ ὁποία μας ἀποκαλύπτει ποιός ἦταν ὁ Παλαιός τῶν Ἡμερῶν. Και στά δυό βιβλία βλέπουμε τόν Υἱό τοῦ Ἀνθρώπου, καί στά δυό βλέπουμε ἄσπρα μαλλιά μέ τίς ἴδιες περιγραφές, βλέπουμε τή "φλόγα πυρός", βλέπουμε τό "καμίνι πεπυρωμένο", κλπ. Μόνο πού τά χαρακτηριστικά τοῦ Παλαιοῦ τῶν Ἡμερῶν τοῦ Δανιήλ, τά βλέπουμε νά τά ἔχει στήν Ἀποκάλυψη ὁ Υἱός τοῦ Ἀνθρώπου! Εἶναι προφανές ὅτι τούς ταυτίζειΘά σταθούμε λιγο καί στό ἑξῆς: Ἐκτός ἀπό τά ὅμοια χαρακτηριστικά πού εἴδαμε, στόν Δανιήλ, λέει γιά τόν Υἱό τού Ανθρωπου (δηλαδή γιά την ανθρώπινη φύση τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ), ὅτι του δίνεται ἡ ἐξουσία να τόν ΛΑΤΡΕΥΟΥΝ οι ἄνθρωποι:
Ὁ Ἅγιος Προφήτης Δανιήλ
"ἐθεώρουν ἐν ὁράματι τῆς νυκτὸς καὶ ἰδοὺ μετὰ τῶν νεφελῶν τοῦ οὐρανοῦ ὡς υἱὸς ἀνθρώπου ἐρχόμενος ἦν καὶ ἕως τοῦ παλαιοῦ τῶν ἡμερῶν ἔφθασε καὶ ἐνώπιον αὐτοῦ προσηνέχθη" (Δανιήλ 7/ζ: 13). Όμως μόνο τόν Θεό επιτρεπεται νά λατρεύουμε! Ἄρα ὁ Υἱός τοῦ Ἀνθρώπου,εἶναι ὀ Ίδιος ὁ Θεός πού ἔγινε ἄνθρωπος γιά ἐμᾶς. Μά τότε, ἄν στήν Ἀποκάλυψη ὁ Υἱός τοῦ ἀνθρώπου ταυτίζεται μέ τόν Παλαιό τῶν Ἡμερῶν, γιατί στόν Δανιήλ ἀναφέρεται ξεχωριστά ὁ "Παλαιός τῶν Ἡμερῶν", ἀπό τόν «Υἱό τοῦ Ἀνθρώπου»; Μία πιό προσεκτική ματιά θά μᾶς τό δείξει: Προσέξτε, ὅτι ὁ Υἱός τοῦ ἀνθρώπου φτάνει "ἕως τοῦ Παλαιοῦ τῶν ἡμερῶν". Οὔτε πιό πάνω, οὔτε πιό κάτω. Μάλιστα φθάνει ἐκεί "ἐπί τῶν νεφελῶν". Μήπως θυμόσαστε πῶς ἀναλήφθηκε ὁ Χριστός στόν οὐρανό; Ἄς το θυμηθοῦμε:
«Καί ταῦτα εἰπών βλεπόντων αὐτῶν ἐπήρθη, καί νεφέλη ὑπέλαβεν αὐτόν ἀπό τῶν ὀφθαλμῶν αὐτῶν» (Πράξεις 1/α΄ 9).
Στίς Πράξεις, μᾶς δείχνει τί ἔγινε μέχρι τή στιγμή πού τόν ἅρπαξαν οἱ νεφέλες. Στόν Δανιήλ, μᾶς δείχνει προφητικά τί συνέβη μετά ἀκριβώς από αὐτό πού εἴδαμε στίς Πράξεις. Οἱ νεφέλες, ἔφεραν τήν ἀνθρώπινη φύση τοῦ Χριστοῦ ΣΤΟ ΥΨΟΣ ΤΗΣ ΘΕΪΚΗΣ. Αὐτό σημαίνει ὅτι "κάθισε στά δεξιά τοῦ Θεοῦ". Δόθηκε στήν νικήτρια ἀνθρώπινη φύση τοῦ Χριστοῦ, ΙΣΗ ΕΞΟΥΣΙΑ ΜΕ ΤΗ ΘΕΪΚΗ ΦΥΣΗ ΤΟΥ ΘΕΟΥ ΛΟΓΟΥ, στό πρόσωπο τῆς μίας ὑποστάσεως τοῦ Θεανθρώπου. Όταν λοιπόν βλέπουμε τόν Υἱό τοῦ Ἀνθρώπου νά φτάνει ὡς τόν Παλαιό τῶν Ἡμερῶν, αὐτό ἀκριβῶς μᾶς δείχνει: Ὄτι στην ἀνθρώπινη φύση τοῦ Χριστοῦ, δόθηκε ΘΕΪΚΗ ἐξουσία, ΝΑ ΛΑΤΡΕΥΕΤΑΙ ΩΣ ΘΕΟΣ, ὅπως ἦταν ἤδη στόν οὐρανό ἡ Θεϊκή Του φύση. Γι' αὐτό ἄλλωστε τόν ὀνομάζει: "Υἱό τοῦ Ἀνθρώπου". Γιά νά τονίσει τήν ἀνθρώπινη φύση του.

3. Η μαρτυρία τῶν Πατέρων καί τῆς ὑμνολογίας τῆς Ἐκκλησίας

Ἅγιος Ἀθανάσιος ὁ Μέγας
Ἐπειδή ἡ Ἀποκάλυψη πού μας ξεκαθάρισε τήν ταυτότητα τοῦ Παλαιοῦ τῶν Ἡμερῶν, ἄργησε νά μπεῖ στόν κανόνα της Ἁγίας Γραφῆς γιά αἰῶνες, ὥσπου τήν ἔβαλε γιά πρώτη φορᾶ ὁ Ἅγιος Ἀθανάσιος, καί τήν καθιέρωσε ἡ Πενθέκτη Οἰκουμενική Σύνοδος, δέν ἦταν εὐρύτατα γνωστή. Καί ἔτσι τό ξεκαθάρισμα αὐτό ἄργησε γιά κάποιους αἰῶνες. Ὅμως μετά τήν εἰσαγωγή τῆς Ἀποκάλυψης στόν Κανόνα, ἔγινε πλέον ξεκάθαρη ἡ ταυτότητα τοῦ Παλαιοῦ τῶν Ἡμερῶν ἀπό ὅλη τήν Ἐκκλησία, ἔτσι ὥστε τόσο οἱ ἅγιοι Πατέρες, ὅσο καί ἡ ὑμνολογία τῆς Ἐκκλησίας νά τό διατυπώνουν σαφέστατα: Ἄς δοῦμε ὅμως, τί ἔγραψαν διάφοροι Πατέρες, καί τί ψάλλουμε γιά τό ζήτημα αὐτό στήν Ἐκκλησία:

«Τήν δέ ἀνθρωπότητα αὐτοῦ, Υἱόν ἀνθρώπου ὀνομάζει». (Ἄγ. Ἀθανασίου, ἐπιστολή πρός Ἀντίοχον ἄρχοντα, οβ΄ ΒΕΠ 35, 121).

«Ὁ Δανιήλ εἶδε τόν τύπο καί τήν εἰκόνα ὅσων ἐπρόκειτο νά συμβοῦν, δηλαδή ὅτι ὁ ἀόρατος Υἱός καί Λόγος τοῦ Θεοῦ θά γινόταν ἄνθρωπος ἀληθινός, ὥστε νά ἑνωθεῖ μέ τή δικιά μας φύση» - Ἄγ. Ἰω. Δαμασκηνός. [Καί Δανιήλ εἶδε... τόν τύπον, καί τήν εἰκόνα τοῦ μέλλοντος ἔσεσθαι. Ἔμελλε γάρ ὁ Υἱός καί Λόγος τοῦ Θεοῦ ὁ ἀόρατος, ἄνθρωπος γίνεσθαι ἐν ἀληθείᾳ, ἴνα ἑνωθεῖ τή φύσει ἠμῶν... (Ἄγ. Ἰω. Δαμασκηνοῦ, Περί εἰκόνων, Λόγος γ΄ PG 85, 1380A).]
Ἅγιος Ἰωάννης ὁ Δαμασκηνός

«Στην  μορφή τοῦ Υἱοῦ τοῦ Ἀνθρώπου, βλέπει (ὁ προφήτης) τήν ἐνσάρκωση τοῦ Μονογενοῦς Υἱοῦ, ὀνομάζοντας Υἱό Ἀνθρώπου Αὐτόν πού ἔμελλε νά γεννηθεῖ ἀπό τή Μαρία» - Ἄγ. Ἀμμώνιος. [«Ὡς ὁμοίωσις Υἱοῦ ἀνθρώπου». Προθεωρεῖ τήν σάρκωσιν τοῦ Μονογενοῦς, Υἱόν ἀνθρώπου ὀνομάζων τόν μέλλοντα γενέσθαι Υἱόν τῆς ἁγίας Μαρίας καί ἐνανθρωπῆσαι. (Ἀμμώνιος, PG 56, 1380Α)].

«Ἀλλά τί νά πῶ καί τί νά λαλήσω; Μέ ἐκπλήσσει τό θαῦμα. Ὁ Παλαιός τῶν Ἡμερῶν ἔγινε βρέφος, Αὐτός πού κάθεται σέ θρόνο ὑψηλό καί ἀπρόσιτο βρίσκεται στή φάτνη». - Ἄγ. Ἰω. Χρυσόστομος) ["Ἀλλά τί εἴπω, ἤ τί λαλήσω; Ἐκπλήττει γάρ μέ τό θαῦμα. Ὁ Παλαιός τῶν Ἡμερῶν παιδίον γέγονεν, ὁ ἐπί θρόνου ὑψηλοῦ καί ἐπηρμένου καθήμενος ἐν φάτνῃ τίθεται..." (Ἰω. Χρυσοστόμος, Λόγος εἰς γενέθλιόν του Σωτῆρος, PG 56, 389. Σύναξ. ΙΒ΄ σέλ. 677)].

Ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος
- «Ἄς προσκυνήσει ὅλη ἡ γῆ, ἄς ψάλλει κάθε γλώσσα κι ἄς δοξολογήσει τόν Θεό ὡς βρέφος τεσσαρακονθήμερο καί προαιώνιο, βρέφος μικρό καί Παλαιό τῶν Ἡμερῶν, βρέφος πού θηλάζει καί Ποιητή τῶν αἰώνων» - Κύριλλος Ἱεροσολύμων. ["Πάσα ἡ γῆ προσκυνησάτω, πάσα γλώσσα ασάτω, πάσα ψαλλέτω, πάσα δοξολογησάτω παιδίον Θεόν, τεσσαρακονθήμερον καί προαιώνιον, παιδίον μικρόν καί Παλαιόν τῶν Ἡμερῶν, παιδίον θηλάζων καί τῶν αἰώνων ποιητήν". (Κύριλλος Ἱεροσολύμων, Λόγος εἰς τήν Ὑπαπαντήν, Δ΄ ΒΕΠ 39, 278.6).].

- «Ὁ δίκαιος Συμεών ὑποδέχθηκε στή γέρικη ἀγκαλιά του τόν παλαιό τῶν ἡμερῶν ὡς νήπιο, καί δόξασε τό Θεό λέγοντας: ἀπόλυσέ με τώρα τόν δοῦλο σου μέ εἰρήνη...» - Μεθόδιος Ὀλύμπου. ["Ὑπεδέξατο μέν ὁ δίκαιος ταίς γηραλέαις ἀγκάλαις τόν ἐν νηπιότητι Παλαιόν τῶν Ἡμερῶν, εὐλόγησε δέ τόν Θεόν καί εἶπε: νῦν ἀπολύεις..." (Μεθόδιος Ὀλύμπου, Εἰς τόν Συμεώνα καί εἰς τήν Ἄνναν..., ἡ΄ PG 18, 365 B).].

Ὁ Ἅγιος Κύριλλος Ἱεροσολύμων
- «Ὁ Παλαιός τῶν Ἡμερῶν παιδίον γέγονε». - Μ. Ἀθανάσιος. (ΒΕΠ 36, 225.20).

- «Νηπιάζει δι’ ἐμέ ὁ Παλαιός τῶν Ἡμερῶν...» (Κάθισμα ὄρθρου ὑπαπαντῆς)

- «Ὁ Παλαιός τῶν Ἡμερῶν, πού καί παλιότερα στό Σινά ἔδωσε τόν νόμο στόν Μωυσή, φανερώνεται σήμερα ὡς βρέφος». - Στιχηρόν ἰδιόμελον λιτῆς Ὑπαπαντῆς. (Ὁ Παλαιός τῶν Ἡμερῶν, ὁ καί τόν νόμον πάλαι ἐν Σινᾷ δούς τῷ Μωσεῖ, σήμερον βρέφος ὀρᾶται).

- «Ὁ Παλαιός τῶν Ἡμερῶν, σάν τή βροχή στήν προβιά, κατέβηκε,Πάναγνε,στήν ἁγιασμένη σου κοιλιά, καί φανερώθηκε σάν νέος Ἀδάμ, ὁ φίλος του ἀνθρώπου». - Θεοτοκίον. ["Ὁ Παλαιός τῶν Ἡμερῶν, ὡς ἐπί πόκον ὑετός πάναγνε, ἐπί τήν σήν γαστέρα κατῆλθε τήν ἠγιασμένην, καί νέος ἐφάνη Ἀδάμ ὁ φιλάνθρωπος". (Θεοτοκίον ε΄ ὠδῆς ἀκολ. Ἄγ. Πολυκάρπου Σμύρνης, 23 Φεβρ.)].

Ἡ Ὑπαπαντή τοῦ Χριστοῦ
- «Μέ ἀπερίγραπτο τρόπο γέννησες Παρθένε, τόν Παλαιό τῶν Ἡμερῶν σάν βρέφος μικρό, πού ἔδειξε στούς ἀνθρώπους καινούριους δρόμους ἀρετῆς πάνω στή γῆ». - Θεοτοκίον. ["Νέον παιδίον ὑπέρ λόγον τέτοκας, τόν Παλαιόν τῶν Ἡμερῶν, νέας ἐν γῇ τρίβους ἀρετῆς δεικνύμενον..." (Θεοτοκίον α΄ ὠδῆς ἀκολ. Ὁσίου Ἀθανασίου Ἀθωνίτου, 5 Ἰουλ.).].

- «Σάν βρέφος μικρό, γέννησες γιά χάρη μας Παρθένε ἁγνή, τόν Παλαιό τῶν Ἡμερῶν...» - Θεοτοκίον. ["Νέον βρέφος ἠμίν, τόν Παλαιόν Ἡμερῶν, ἁγνή Παρθένε ἀπεκύησας". (Παρακλητική, Θεοτοκίον α΄ ὠδῆς πλ. α΄, Παρασκευή πρωΐ).].

- «Ξεφεύγοντας παράδοξα ἀπό τούς νόμους τῆς φύσεως Παρθένε, ἔφερες στόν κόσμο ἁγνή, τόν νομοδότη καί Παλαιό τῶν Ἡμερῶν, σάν βρέφος πρωτόγνωρο, νοητέ οὐρανέ τοῦ ποιητῆ τῶν ὅλων». - Θεοτοκίον. ["Νόμους τῆς φύσεως Κόρη, ὑπέρ φύσιν λαθοῦσα, νέον Παιδίον ἐπί γῆς, ἐκύησας ἁγνή νομοδότην ὄντα, καί Παλαιόν Ἡμερῶν, νοητέ Οὐρανέ, τοῦ τῶν πάντων Ποιητοῦ. (Τριώδιον, Κυριακή Ε΄ Νηστειῶν, Θεοτοκίον θ΄ ὠδῆς).].
Ἅγιος Μάξιμος ὁ Ὁμολογητής

- “«Σάν Παντοκράτορα καί σάν Παλαιό. Γέρος μέν ἐμφανίσθηκε ὁ Θεός στόν Δανιήλ, ἔχοντας ἄσπρο τό κεφάλι του σάν καθαρό μαλλί, κατά τό ὁποῖο καί Παλαιός τῶν Ἡμερῶν ὀνομάσθηκε. ἀλλά καί νεώτερος ἀπό ἀσπρομάλλη γέροντα, ὅταν σάν ἄνδρας ἐμφανίσθηκε στόν Ἀβραάμ μέ τούς ἀγγέλους... Καί ἀσπρομάλλης καί νέος: Ἄλλοτε μέν ἀσπρομάλλης, ἄλλοτε πάλι νέος ὁ Κύριος γράφεται, ὅπως τό: «Ἰησοῦς Χριστός χθές καί σήμερα ὁ Ἴδιος, καί στούς αἰῶνες»” - Ἅγιος Μάξιμος Ὁμολογητής. ["Ὡς Παντοκράτορα καί ὡς παλαιόν: Πολιός μέν ὤφθη ὁ Θεός τῷ Δανιήλ, λευκήν ἔχων τήν κεφαλήν ὡς ἐρίον, καθ' ὅ καί Παλαιός Ἠμερῶν ὠνομάσθη. νεώτερος δέ τοῦ πολιοῦ γέροντος, ὅταν ὡς ἀνήρ ὤφθη τῷ Ἀβραάμ μετά τῶν ἀγγέλων... Καί πολιός καί νέος: Πώς πότε μέν πολιός, πότε δέ νέος ὁ Κύριος γράφεται, ὡς τό? «Ἰησοῦς Χριστός χθές καί σήμερον ὁ αὐτός, καί εἰς τούς αἰώνας»". (Ἁγίου Μαξίμου Ὁμολογητοῦ, "Σχόλια εἰς τά τοῦ Αγ. Διονυσίου: Εἰς τό περί Θείων ὀνομάτων, εἰς τό κεφάλαιον Ι).].
Εἶναι φανερό ὅτι ἡ Ἁγία Γραφή καί ἡ ὑμνολογία καί οἱ λόγοι τῶν ἁγίων, δέν ἐπιτρέπουν καμιά ἀμφιβολία γιά τή γνώμη τῆς Ἐκκλησίας πάνω σ’ αὐτό τό θέμα.


4. Διαφωνεῖ ὁ ἅγιος Νικόδημος;

Παρ' ὅλα τά ἀνωτέρω, ἔχουμε στό Πηδάλιο, στό σχολιασμό πού κάνει ὁ ἅγιος Νικόδημος γενικά γιά τούς Κανόνες τῆς 7ης Οἰκουμενικῆς Συνόδου, μία δήλωση πού ἀρχικά μοιάζει παράταιρη στίς σαφέστατες θέσεις τῆς Ἐκκλησίας γιά τήν ταυτότητα τοῦ Παλαιοῦ τῶν Ἡμερῶν. Γιατί μοιάζει σάν ὁ ἅγιος Νικόδημος νά παραθεωρεῖ τό ὅτι ὁ Παλαιός τῶν Ἡμερῶν εἶναι ὁ Υἱός, καί ἐφαρμόζει τήν ἀπεικόνιση τοῦ γέροντος στόν Πατέρα. Γράφει λοιπόν ὁ ἅγιος Νικόδημος:

Ἅγιος Νικόδημος ὁ Ἁγιορείτης
"Πρέπει νά σημειώσωμεν, ὅτι ἐπειδή ἡ παροῦσα Σύνοδος εἰς τήν ἐπιστολήν ὀποῦ στέλλει πρός τήν Ἀλεξανδρέων Ἐκκλησίαν, μακαρίζει μέν ἐκείνους ὀποῦ ἠξεύρουν καί ἀποδέχονται, ἑπομένως δέ καί εἰκονίζουν καί τιμώσι τᾶς ὁράσεις καί θεοφανείας τῶν Προφητῶν, καθώς αὐτός ὁ Θεός ἐσχημάτιζε ταύτας καί ἐτύπωνεν εἰς τό ἡγεμονικόν αὐτῶν, ἀναθεματίζει δέ ἐξ ἐναντίας ἐκείνους, ὀποῦ δέν δέχονται τᾶς εἰκονογραφίας τῶν τοιούτων ὁράσεων πρό τῆς σαρκώσεως τοῦ Θεοῦ Λόγου (σελ. 905 τοῦ β΄ τόμου). Συμπεραίνεται ὅτι καί ὁ ἄναρχος Πατήρ πρέπει νά ζωγραφίζεται καθώς ἐφάνη εἰς τόν προφήτην Δανιήλ ὡς Παλαιός Ἡμερῶν... δέν ζωγραφοῦμεν Αὐτόν κατά τήν Θείαν φύσιν. Ἐπειδή ἀδύνατον φησιν, εἶναι ἱστορήσει καί ζωγραφῆσαι φύσιν Θεοῦ... ζωγραφοῦμεν Αὐτόν ὡς ἐφάνη εἰς τόν Προφήτην..."
Ἀρχικά νά σχολιάσουμε, ὅτι θά μποροῦσε κάλλιστα αὐτή ἡ δήλωση νά εἶναι ἕνα λάθος τοῦ ἁγίου Νικοδήμου. Γιατί Θεόπνευστοι καί Ἀλάθητοι εἶναι οἱ Κανόνες καί οἱ ἀποφάσεις τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων πού βρίσκονται στό Πηδάλιο, καί ὄχι ἡ ἑρμηνεία τους από τόν ἅγιο Νικόδημο. Φαίνεται ὅμως παράξενο, νά μή γνώριζε ὁ ἅγιος Νικόδημος αὐτό τό Θεολογικό ζήτημα, καί νά ἔκανε ἕνα τέτοιο λάθος. Μήπως λοιπόν θά τόν ἀδικούσαμε ἄν χαρακτηρίζαμε τή δήλωσή του αὐτή ἐσφαλμένη, πρίν ἐξετάσουμε τί ἀκριβῶς προσπαθεῖ νά πεῖ μέ τά λόγια αὐτά;
Ἡ γνώμη τοῦ γράφοντος, εἶναι ὅτι ὁ ἅγιος Νικόδημος ἔβλεπε τό θέμα βαθύτερα ἀπό τήν ἁπλή ἀπεικόνιση τῆς ὅρασης τοῦ Δανιήλ, γι' αὐτό ΔΕΝ ἦταν ἀντιφατική ἡ δήλωσή του αὐτή μέ τήν πίστη τῆς Ἐκκλησίας, ὅσο παράξενη καί ἄν φαίνεται ἐκ πρώτης ὄψεως. Καί αὐτό θά προσπαθήσω νά δείξω στή συνέχεια: Μιλήσαμε προηγουμένως, γιά τό συμβολισμό τῆς ὅρασης αὐτῆς, ὡς πρός τήν ἄνοδο τῆς ἀνθρώπινης φύσης τοῦ Κυρίου Ἰησοῦ Χριστοῦ, στό ὕψος τῆς Θεϊκῆς Του φύσης. Τό πρῶτο λοιπόν πού πρέπει νά σκεφθοῦμε, εἶναι ἡ δήλωση τοῦ Κυρίου Ἰησοῦ Χριστοῦ, περί τῆς ἀναλήψεώς του. Ποῦ εἶπε ὁ Κύριος ὅτι πάει; Ἄς δοῦμε: «Ἀναβαίνω πρός τόν πατέρα μου καί πατέρα ὑμῶν, καί Θεόν μου καί Θεόν ὑμῶν» (Ἰωάννης 20/κ΄17). Διαχωρίζοντας μέ τά λόγια αὐτά ὁ Ἰησοῦς, τόν ἑαυτό Του ἀπό τούς μαθητές του, (γιατί δέν λέει: «Πατέρα ΜΑΣ» ἤ «Θεό ΜΑΣ», ἀλλά «Πατέρα ΜΟΥ καί Πατέρα ΣΑΣ» καί «Θεό ΜΟΥ καί Θεό ΣΑΣ»), δείχνει τή διαφορά πού εἶχε ἀπό αὐτούς. Αὐτός ἦταν κατά φύσιν Υἱός τοῦ Θεοῦ κατά τή Θεϊκή Του φύση, ἐνῶ τῶν μαθητῶν τοῦ ἦταν μόνο κατά χάριν. Καί ἀκόμα, τοῦ Ἰησοῦ ὁ Πατέρας ἦταν Θεός Του, μόνο κατά τήν ἀνθρώπινη κτιστή Του φύση, ἐνῶ τῶν μαθητῶν Του ἦταν Θεός ὅλης τους τῆς ὕπαρξης! Κάνοντας λοιπόν τή διάκριση αὐτή, ξεκαθαρίζει  τήν Θεανθρώπινη φύση Του, κάτι πού μας θυμίζει ἔντονα τόν Υἱό τοῦ Ἀνθρώπου ἐνώπιον του Παλαιοῦ τῶν Ἡμερῶν, δηλαδή τή συμβολική αὐτή ὅραση τοῦ Δανιήλ, πού ἔδειχνε τίς δυό φύσεις τοῦ Κυρίου Ἰησοῦ. Ποῦ εἶπε λοιπόν, ὅτι ἀνεβαίνει ὁ Χριστός; «Στόν Πατέρα Του»! Γιατί ἡ ἀνθρώπινη φύση Του, ΔΕΝ ἔφθασε μόνο στό ὕψος τῆς Θεϊκῆς φύσεως ἁπλῶς τοῦ Υἱοῦ, ἀλλά καί τοῦ Ἰδίου τοῦ Πατρός, μία καί εἶναι ΙΣΟΙ κατά την  Θεότητα. Αὐτό εἶναι ἕνα πρῶτο στοιχεῖο, στό τί ΣΥΜΠΕΡΙΛΑΜΒΑΝΕΤΑΙ στήν φανέρωση τοῦ Παλαιοῦ τῶν Ἡμερῶν.
Ἕνα δεύτερο στοιχεῖο, εἶναι ὁ ἴδιος ὁ συμβολισμός τοῦ Παλαιοῦ τῶν Ἡμερῶν. Τί συμβόλισε; Δέν συμβόλισε τήν αἰωνιότητα; Ἄραγε μόνο ὁ Υἱός εἶναι «Παλαιός τῶν Ἡμερῶν»; Γιατί ἄν εἶναι ὁ Υἱός «Παλαιός τῶν Ἡμερῶν», εἶναι σαφέστατα και ο Πατέρας! Δέν εἶναι ὁ Υἱός παλαιότερος ἀπό τόν Πατέρα Του. Καί παρά τό ὅτι θά μπορούσαμε νά ἀναφέρουμε ἀμέτρητα ἄλλα παραδείγματα, θά ἀρκεσθοῦμε σέ ἕνα τρίτο, χαρακτηριστικό καί τελευταῖο ἐδῶ: Στήν ἀναφορά τῆς Θεότητας. Δέν εἶναι ἡ Ἁγία Τριάδα «ὁμοούσιος καί ἀχώριστος» κατά τήν Οὐσία; Εἶναι δυνατόν νά εἶναι ὁ Υἱός ἐκεῖ πού δέν εἶναι ὁ Πατέρας, καί ὁ Πατέρας, ἐκεῖ πού δέν εἶναι ὁ Υἱός; Δεῖτε τί εἶπε ὁ Ἰησοῦς Χριστός: "ὁ ἐωρακώς ἐμέ ἐώρακε τόν Πατέρα· και πως σύ λέγεις, δεῖξον ἠμίν τόν Πατέρα; οὐ πιστεύεις ὅτι ἐγώ ἐν τῷ Πατρί καί ὁ Πατήρ ἐν ἐμοί ἐστι;" (Ἰωάννης 14/ιδ΄10). Προσέξτε αὐτό τό ἐδάφιο! Εἶναι ΚΑΤΑΛΥΤΙΚΟ ὡς ἀπάντηση στό πρόβλημα πού ἐξετάζουμε. Λέει ὁ Ἴδιος ὁ Χριστός: "Αὐτός πού εἶδε Ἐμένα, εἶδε τόν Πατέρα"! Καί εἴδαμε τόν Ἅγιο Νικόδημο νά μιλάει γιά «ἐμφάνιση τοῦ Πατρός», ἐκεῖ πού ἡ Ἐκκλησία ὁμόφωνα βλέπει νά ἐμφανίζεται ὁ Υἱός! Καί ὁ ἅγιος Νικόδημος, φυσικά ξέρει πολύ καλά τί γράφει. Γιατί οποιος εἶδε τόν «Παλαιό τῶν Ἡμερῶν» ἐν τῷ Υἱῷ, «εἶδε ΚΑΙ τόν Πατέρα» ,σύμφωνα μέ τή μαρτυρία τοῦ Κυρίου μας Ἰησοῦ Χριστοῦ. Ὁ Παλαιός τῶν Ἡμερῶν, βεβαίως εἶναι ὁ Υἱός. Ὅμως εἶναι ταυτόχρονα ὁ Θεός. Ο ἕνας Θεός, γιατί Παλαιός τῶν Ἡμερῶν, εἴναι ολοκληρος ο Τριαδικός Θεός, καί ὄχι μόνο ἕνα ἀπό τά πρόσωπα τῆς Ἁγίας Τριάδος. Και τά λόγια του Ἁγίου Νικοδήμου κρύβουν αὐτή τή βαθύτερη ἔννοια, καί ὄχι θεολογικό λάθος. Δέν χρειάζεται βεβαίως νά ἐξηγήσουμε, ὅτι ἡ ἀπεικόνιση τῆς Θεϊκῆς φύσεως τοῦ Χριστοῦ (καί γενικά τῆς Θεότητας) στήν ὅραση αὐτή, εἶναι καθαρά ΣΥΜΒΟΛΙΚΗ, καί δέν τίθεται οὔτε κάν σκέψη γιά πραγματική ἀπεικόνιση τῆς ἀπερίγραπτης Οὐσίας τοῦ Θεοῦ! Ὁ ἀσπρομάλλης της ὅρασης αὐτῆς, συμβολίζει ἁπλῶς τό «ἄναρχο», καί (λόγω συνειρμῶν σκεπτόμενοι ἕναν ἔμπειρο ἡλικιωμένο), τή «σοφία» καί τή «δικαιοσύνη» τοῦ Θεοῦ. Τίποτα δέν ἀπεικονίζει ὡς πρός τήν Οὐσία τοῦ Θεοῦ. 

5. Μία ἀκόμη παρεξήγηση

Φυσικά, τό ὅτι ὁ Πατέρας ἐμφανίζεται ἐν τῷ Υἱῷ ὡς Παλαιός τῶν Ἡμερῶν, δέν δικαιολογεῖ καθόλου, ἐκείνους πού χρησιμοποιοῦν τά λόγια του ἁγίου Νικοδήμου, ὡς δικαιολογία γιά τήν κατασκευή καί προσκύνηση τῆς ἀντικανονικῆς δυτικόφερτης "εἰκόνας τῆς Ἁγίας Τριάδος". Πρόκειται γιά τή γνωστή εἰκόνα - εἴδωλο πού ὑπάρχει σέ πάρα πολλούς Ὀρθόδοξους (!) ναούς καί παρουσιάζει δῆθεν τήν Ἁγία Τριάδα. Ἐκεῖ παριστάνεται ὁ Πατέρας ὡς ἕνας ἀσπρομάλλης, ὁ Υἱός ὡς ἕνας σκουρομάλλης νέος, καί τό Ἅγιο Πνεῦμα ὡς περιστέρι. Ἀπό τήν περιγραφή καί μόνο αὐτή, εἶναι προφανές, ὅτι αὐτή ἡ εἰκόνα, ἔχει ἐλάχιστη σχέση μέ τήν ὅραση πού εἶδε ὁ Δανιήλ. Ὁ ἅγιος Νικόδημος, μιλάει σαφέστατα, ὅτι ἐπιτρέπεται ἡ ἀπεικόνιση ΜΟΝΟ τῶν ὁράσεων. Ὅμως ὁ Δανιήλ δέν εἶδε τίποτα τέτοιο, σάν αὐτό πού παρουσιάζει ἡ εἰκόνα αὐτή. Οὔτε περιστέρι εἶδε, οὔτε ὁ Υἱός τοῦ Ἀνθρώπου ἦταν τό ἕνα πρόσωπο τῆς Ἁγίας Τριάδος, οὔτε ὁ Παλαιός τῶν Ἡμερῶν παρουσιάσθηκε ὡς τό ἕνα πρόσωπο τῆς Ἁγίας Τριάδος, ὁ Πατέρας. Ἀλλά ἀντιθέτως, ὅπως εἴδαμε, τόσο ὁ Υἱός, ὅσο καί ὁ Πατέρας κατά τήν ΚΟΙΝΗ Τους Θεϊκή φύση, προκύπτουν ἀπό κοινοῦ ἀπό τά λόγια του ἁγίου Νικοδήμου ὡς «ὁ Παλαιός τῶν Ἡμερῶν». Καί ὁ Υἱός, σέ καμία περίπτωση δέν ἐμφανίζεται ὡς «μαυρομάλλης» κατά τή Θεϊκή του φύση, οὔτε εἶναι νεώτερος ἀπό τόν Παλαιό τῶν Ἡμερῶν, ἐφόσον ὁ Ἴδιος εἶναι ὁ Παλαιός τῶν ἡμερῶν. Ὅμως περισσότερα γι' αὐτό το είδωλο, τό ὁποῖο περιέχει καί πλῆθος ἄλλων αἱρετικῶν χαρακτηριστικῶν, καί κατασκευάζεται καί προσκυνείται απο ἀπληροφόρητους πατέρες καί ἀδελφούς μας σέ Ὀρθόδοξους ναούς κατά παράβασιν Συνοδικῶν ἀποφάσεων τῆς Ἐκκλησίας, θά ἀναλύσουμε σέ ξεχωριστό ἐκτενές ἄρθρο στο μέλλον.









Σάββατο 18 Ιανουαρίου 2014

Η ΑΡΧΗ ΤΗΣ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΔΡΑΣΗΣ ΤΟΥ ΙΗΣΟΥ ΚΑΙ Η ΕΝΝΟΙΑ ΤΗΣ ΒΑΣΙΛΕΙΑΣ ΤΟΥ ΘΕΟΥ

Η ΑΡΧΗ ΤΗΣ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΔΡΑΣΗΣ ΤΟΥ ΙΗΣΟΥ ΚΑΙ Η ΕΝΝΟΙΑ ΤΗΣ ΒΑΣΙΛΕΙΑΣ ΤΟΥ ΘΕΟΥ



Η ΑΡΧΗ ΤΗΣ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΔΡΑΣΗΣ ΤΟΥ ΙΗΣΟΥ
ΚΑΙ Η ΕΝΝΟΙΑ ΤΗΣ ΒΑΣΙΛΕΙΑΣ ΤΟΥ ΘΕΟΥ
Μιχαήλ Χούλη, Θεολόγου

«Μετά τη σύλληψη του Ιωάννη, ήρθε ο Ιησούς στη Γαλιλαία και κήρυττε το ευαγγέλιο του Θεού. Έλεγε ότι ο χρόνος έχει συμπληρωθεί και ότι ήδη έφτασε η βασιλεία του Θεού. “Μετανοείτε και πιστεύετε στο χαρμόσυνο αυτό μήνυμα της σωτηρίας”» δίδασκε (Μκ. 1,14-15).
Ήταν πολύ γνωστό στους αποδέκτες του ευαγγελίου του Μάρκου το γεγονός της φυλακίσεως του μεγαλύτερου ασκητή προφήτη Ιωάννου του Προδρόμου, από τον Ηρώδη Αντίπα, γι’ αυτό και ο ευαγγελιστής δεν κάνει παραπάνω λόγο περί αυτού. Επισημαίνει όμως ότι η δημόσια κηρυγματική ζωή και τα θαύματα του Ιησού άρχισαν συστηματικά από τη Γαλιλαία, και όχι τυχαία εκεί, αφού, όπως επεξηγεί ο Ματθαίος, εκπληρώθηκε έτσι και η σχετική προφητεία του Ησαΐα για τη Γαλιλαία των εθνικών, σύμφωνα με την οποία «ο λαός που κάθεται στο σκοτάδι είδε μεγάλο φως και στους καθήμενους στη σκιά του θανάτου ανέτειλε φως» (Μθ. 4,14-16). Όταν λοιπόν συντελέστηκε πλέον το έργο του Βαπτιστή, τότε κυρίως ο Ιησούς άρχισε να θαυματουργεί και να διδάσκει το ελπιδοφόρο μήνυμα της σωτηρίας. Καθίσταται εξαρχής σαφές (όπως διαπιστώνεται μέχρι και σήμερα) ότι οι διωγμοί, τα μαρτύρια των αγίων και οι δολοφονίες των χριστιανών από τους εχθρούς της πίστεως όχι μόνο δεν σταματούν το έργο του Αγίου Πνεύματος, αλλά αντίθετα το ενισχύουν, αφού άλλωστε, και σύμφωνα με τα λόγια του Κυρίου, «οι πύλες του άδη δεν θα μπορέσουν να εκμηδενίσουν την Εκκλησία»  (Μθ. 16,18), δεδομένου ότι, ως Θεανθρώπινος οργανισμός και ουρανόσταλτο πλοίο λύτρωσης στην ιστορία, «κλυδωνίζεται αλλά δεν καταποντίζεται» (Χρυσόστομος, 52,398).      
Αμέσως μόλις έφτασε ο Ιησούς στην περιοχή της Γαλιλαίας –“να είστε πάντοτε έτοιμοι προς απολογία στον καθένα που θα σας ζητήσει λόγο για την ελπίδα που έχετε μέσα σας” (Α΄ Πέτρ. 3,15)- άρχισε να κηρύττει την αγαθή αγγελία ότι έρχεται, είναι ήδη παρούσα, ανάμεσα στους ανθρώπους η ουράνια βασιλεία του Θεού. Σε τι συνίσταται αυτό; Μα στο ότι η αναμονή των αιώνων -‘ο Θεός δεν άφησε τον κόσμο χωρίς μαρτυρία για τον εαυτόν Του’ (Πράξ. 14,17), είτε δια της Π.Δ. είτε μέσω εξωβιβλικών μαρτυριών- για την γέννηση του αληθινού Μεσσία ήρθε εις τέλος, και στην κατάλληλη χρονική στιγμή «έστειλε ο Θεός το Γιο του … για να εξαγοράσει εκείνους που ήσαν δούλοι κάτω από το νόμο, για να λάβουμε την υιοθεσία» (Γαλ. 4,4-5), όπως εξηγεί και ο απόστολος Παύλος. Είναι Εκείνος (ο Χριστός) που θα εγκαινιάσει την εποχή του Πνεύματος, θα βασιλεύσει στις αναγεννημένες καρδιές των πιστών και θα εγκαθιδρύσει χαρισματική και αγιοπνευματική κατάσταση ζωής. Βασιλεία του Θεού ως εκ τούτου σημαίνει πως ο Θεός εγκαινιάζει μέσα μας, δια του Ιησού, τον καινούργιο κόσμο Του ως μια νέα πραγματικότητα, προσωπική και ιστορική.      
Προτάσσεται μάλιστα η μετάνοια στο κήρυγμα του Ιωάννη, όπως ακριβώς και σε εκείνο του Ιησού, αφού το περιεχόμενο είναι το ίδιο: Όπως στην οικία εισέρχεσαι δια της θύρας, έτσι και στην Εκκλησία, την νέα χαρισματική ζωή, εισέρχεσαι δια της μετανοίας. Και όπως το νέο και ακριβό κρασί το τοποθετούσαν σε καθαρά και νέα ασκιά (Μθ. 9,17), έτσι και η ψυχή δια της μετανοίας, αλλαγής νοοτροπίας και ζωής, λαμπρύνεται για να υποδεχθεί τον απαστράπτοντα υπέρ ήλιον Κύριο Ιησού, αλλά και το σώμα και το αίμα του Κυρίου δια της Θείας Μεταλήψεως. Επιπλέον ξεκαθαρίζει ο Ιησούς (όπως και ο Ιωάννης) στη διδασκαλία Του ότι αφενός μεν όλοι, χωρίς διακρίσεις, καλούνται από τον παντελεήμονα Θεό να κερδίσουν τη λύτρωση δια της μετανοίας και αφετέρου πως η βασιλεία του Θεού δεν δίδεται de facto στους ομοεθνείς και απογόνους του Αβραάμ, κληρονομικώ δικαίω θα λέγαμε σύμφωνα με τις τότε αντιλήψεις των Ιουδαίων, παρά μόνο σε εκείνους που ζουν με ταπείνωση, πίστη, ελπίδα και έργα αγάπης.  
“Πιστεύετε σε μένα”, διδάσκει επομένως ο Ιησούς, ο αληθής Μεσσίας, δηλαδή στο ότι ο Θεός είναι πλέον ‘εν μέσω ημών’. Έχει κατασκηνώσει πια ο Θεάνθρωπος ανάμεσα στ’ ανθρώπινα, μπορεί να βοηθήσει αποτελεσματικά στη λύση των ψυχοσωματικών προβλημάτων μας και να κατοικήσει μονίμως μέσα στις καρδιές μας. Η πίστη και μετάνοια είναι φυσικά στη χριστιανική διδασκαλία ενεργητικές καταστάσεις και όχι αδρανείς, διανοητικές ή μόνο συναισθηματικές. Πίστη σημαίνει ότι αποδέχομαι την άφεση των αμαρτιών δια της Εκκλησίας και έχω εμπιστοσύνη στο συγκεκριμένο πρόσωπο του θείου λυτρωτή, αλλά και μετάνοια σημαίνει ότι βιώνω πένθος για τα λάθη, τις ηθελημένες αποτυχίες μου και την κακία μου, καθώς και ότι διακατέχομαι από την άνωθεν χαρά (χαρμολύπη στην ουσία) και πως ακόμη μεταστρέφομαι στη δοκιμασμένη από τους αγίους οδό της εγκρατείας, άσκησης και θυσιαστικής αγάπης. Άλλωστε η σωτηρία είναι δώρο του σαρκωθέντος Υιού του Θεού και όχι αυτο-κατάκτηση και αυτο-θέωση. Και προσφέρεται σε εκείνους που παλεύουν αδιαλείπτως ‘υπέρ εαυτών και αλλήλων’.
Ο νέος κόσμος που ο Χριστός εγκαινίασε, δηλαδή η Βασιλεία του Τριαδικού Θεού, συνεχώς τονίζεται από τον ίδιο στην Καινή του Διαθήκη που πραγματοποίησε με τους πιστούς, και δια των Παραβολών Του: Του Κρυμμένου Θησαυρού (Μθ. 13), των εργατών του Αμπελώνος  (Μθ. 20), του Ασώτου Υιού (Λκ. 15), των Δέκα Παρθένων (Μθ. 25), του Καλού Σαμαρείτη (Λκ. 10), των Βασιλικών Γάμων (Μθ. 22), του Πλουσίου και του Πτωχού Λαζάρου (Λκ. 16). Ο Κύριος ονόμασε στο Μυστικό Δείπνο τους μαθητές Του φίλους Του (Ιω. 15,14) και μετά την Ανάστασή Του αδελφούς Του (Ιω. 20,17). Η ασύγκριτη επί του όρους Ομιλία του Ιησού (Μθ. 5-7) αρχίζει με τους Μακαρισμούς, στους οποίους καλοτυχίζει τους ταπεινούς, τους μετανοούντες, τους πράους, τους εργαζόμενους για τη δικαιοσύνη, τους ελεήμονες, τους καθαρούς στην καρδιά, τους ειρηνοποιούς.   
Στην Αγία Γραφή, τέλος, και στην Ιερή Παράδοση της Εκκλησίας (Σύμβολο Πίστεως και συγγράμματα Πατέρων) πολλές φορές γίνεται λόγος για τη Βασιλεία του Θεού ως εσχατολογική κατάσταση, αλλά και ταυτόχρονα, δια της ακτίστου Δόξης και Δυνάμεως του Ιησού Χριστού, ως ήδη πραγματοποιηθείσα. «Αν ο κόσμος δεν έχει ακόμη καταστραφεί, αυτό οφείλεται στη Θεία Λειτουργία», πολύ εύστοχα παρατήρησε ο Ρώσος λογοτέχνης Ν. Γκόγκολ (Λειτουργία, σ. 100).  Η Λειτουργία των Πιστών αρχίζει με τη Μεγάλη Είσοδο (των Τιμίων Δώρων) και με τη φράση: «Πάντων ημών μνησθείη Κύριος ο Θεός εν τη Βασιλεία Αυτού πάντοτε νυν και αεί και εις τους αιώνας των αιώνων. Αμήν». Στη λατρεία οι πιστοί ζουν καθημερινά το μυστήριο της ουρανίου Βασιλείας εν τη καρδία αυτών, στον λεγόμενο λειτουργικό ή ‘συμπεπυκνωμένο’ χρόνο. Γι’ αυτό και πολλοί ύμνοι απαντώνται στον ενεστώτα χρόνο, διότι τα γεγονότα της σωτηρίας βιώνονται ως σε ένα απέραντο παρόν.
Η Βασιλεία του Θεού, όπως φαίνεται έμπρακτα πάνω από 2.000 χρόνια, αλλά και εύγλωττα στις ιερές Κατακόμβες, είναι η υψίστη πραγματικότητα και όχι ουτοπία. Είναι η ανεκλάλητη χαρά στην ψυχή του χριστιανού, αλλά και το θείο λυχνάρι που ο Χριστός άναψε στην πλάση Του και την ιστορία ώστε δια της Χάριτός Του να μετεξελιχθούν όλα σε Εκκλησία.
 
ΒΟΗΘΗΜΑΤΑ:
‘Η Καινή Διαθήκη’, Αποστολικής Διακονίας Εκκλησίας της Ελλάδος, Αθ. 2009
‘Το κατά Μάρκον Ευαγγέλιο’, Ιω. Καραβιδόπουλου, εκδ. Π. Πουρναρά, Θεσσαλ. 1988
‘Υπόμνημα εις το κατά Μάρκον Ευαγγέλιον’, Π.Ν. Τρεμπέλα, εκδ. Ο Σωτήρ, Αθ. 1993
‘Χριστιανισμός και Θρησκεύματα’, Νικ. Νευράκη, Αθ. 1999


 
Αντιαιρετικόν Εγκόλπιον      www.egolpion.com 


Read more: http://www.egolpion.com/7F737F67.el.aspx#ixzz2qjuFZRj9

Τετάρτη 8 Ιανουαρίου 2014

Ο Αρχιεπίσκοπος Αμερικής κατά του γάμου των ομοφυλοφίλων

Ο Αρχιεπίσκοπος Αμερικής κατά του γάμου των ομοφυλοφίλων

30 Ιουνίου 2011
Την αντίθεση της Ιεράς Αρχιεπισκοπής Αμερικής απέναντι στην απόφαση της πολιτείας της Νέας Υόρκης, να νομιμοποιήσει τον γάμο των ομοφυλοφίλων, γνωστοποίησε σύμφωνα με πληροφορίες ο Αρχιεπίσκοπος Αμερικής κ. Δημήτριος προς τον πιστό λαό της Αμερικής.

Στην επίστολή του ο Αρχιεπίσκοπος Δημήτριος, αναφέρει μεταξύ άλλων ότι «η ένωση μεταξύ ενός άνδρα και μιας γυναίκας στο μυστήριο του γάμου, αντανακλά στη ένωση ανάμεσα στο Χριστό και την Εκκλησία Του.»
«Ως εκ τούτου ο γάμος είναι κατά ανάγκη μονογαμικός και ετεροφυλόφιλος, η ορθόδοξη Εκκλησία δεν μπορεί και δεν θα ευλογήσει γάμο του ιδίου φύλλου, Ο γάμος μεταξύ ενός άνδρα και μιας γυναίκας, είναι ένα ιερό ίδρυμα που ορίστηκε από τον Θεό», αναφέρει ο Αρχιεπίσκοπος Αμερικής.
Και προσθέτει: «Η ομοφυλόφιλη ένωση δεν είναι, όπως η μοιχεία και η πορνεία. Οι ομοφυλοφιλικές πράξεις καταδικάζονται από την Αγία Γραφή.»
«Τα άτομα με ομοφυλοφιλικό προσανατολισμό πρέπει να φροντίζονται με το ίδιο έλεος, και αγάπη που απονέμεται από τον Κύριο ημών Ιησού Χριστό σε όλη την ανθρωπότητα», καταλήγει ο Αρχιεπίσκοπος Δημήτριος.
Κλείνοντας ο κ. Δημήτριος επεσήμανε ότι «ως επικεφαλής των ορθοδόξων Εκκλησιών στην Αμερική με μια φωνή εκφράζουμε την βαθιά ανησυχία μας, για τις πρόσφατες εξελίξεις. Προσευχόμαστε θερμά ώστε η παραδοσιακή μορφή του γάμου ως μια διαρκή πράξη και ένωση μεταξύ ενός άνδρα και μιας γυναίκας θα τιμηθεί».

Χριστιανική κατανόηση του πολιτισμου

Χριστιανική κατανόηση του πολιτισμου

Τι είναι πολιτισμός; Μπορούμε να μιλάμε για το «παραπολιτισμό»; Πώς συσχετίζονται ο πολιτισμός, οι πολιτισμικές διεργασίες, και η πνευματικότητα; Προσφέροντας στον αναγνώστη μια απάντηση στα ερωτήματα αυτά, ο καθηγητής της θεολογικής σχολής του Τομπόλσκ, ιερέας Δημήτριος Κιριάνωφ περιγράφει ένα μοντέλο της παρακμής του σύγχρονου πολιτισμού και κάνει προτάσεις για την υπέρβαση της επικρατούσας πολιτιστικής κρίσης.
Το ζήτημα - τι είναι ο πολιτισμός αποτελεί, παρ’όλο το φαινομενικά ολοφάνερο, εξακολουθεί να είναι αμφιλεγόμενο και δεν έχει πλήρως επιλυθεί. Ακόμη και στον ορισμό του «πολιτισμού» παρατηρούνται διαφωνίες.Η έννοια αυτή ισχύει σε όλα εκείνα με τα οποία ο άνθρωπος βελτιώνει και αναπτύσσει τις διάφορες ικανότητες του σώματος και της ψυχής, προσπαθεί με τις γνώσεις του και την εργασία να μάθει το σύμπαν, κάνει την κοινωνική και την οικογενειακή ζωή- καθώς και την πολιτική στο σύνολό της- πιο ανθρώπινη, με τη βελτίωση ηθών και των θεσμικών οργάνων και, τέλος, εκφράζει,αναφέρει και διατηρεί στην πάροδο του χρόνου το μεγαλείο της πνευματικής εμπειρίας και τις εσωτερικές επιδιώξεις του ανθρώπου, για να χρησιμεύσουν προς ωφέλεια όλης της ανθρώπινης φυλής. Σύμφωνα με τα λόγια του Γάλλου φιλοσόφου Emmanuel Mounier, «ο πολιτισμός δεν είναι ένας κλάδος, αλλά η κύρια λειτουργία της ανθρώπινης ζωής. Για εκείνον που διαμορφώνεται και αναπτύσσεται όλα αποτελούν πολιτισμό ... Ο πολιτισμός είναι ο άνθρωπος ...Είναι η αύξηση και η αντιμετώπιση»[1].

 Διαδεδομέμη είναι και η πιο στενή προσέγγιση του πολιτισμού, αλλά μόνο ως μια δραστηριότητα για δημιουργία έργων τέχνης. Ωστόσο, οι δύο αυτές προσεγγίσεις για την κατανόηση του όρου «πολιτισμός» δεν αντικατοπτρίζουν αρκετά την πραγματική έννοια του όρου – όπως στερεώθηκε στη γλώσσα. Η λέξη «πολιτισμός», «κουλτούρα» είναι άρρηκτα συνδεδεμένη με τη λέξη «πολιτιστικός», «της κουλτούρας»: μιλώντας για την κουλτούρα, κατά κύριο λόγο έχουμε κατά νου την κουλτούρα του ανθρώπου, τον πνευματικό του κόσμο. Η Λατινική λέξη
cultura,που σημαίνει «καλλιέργεια», «ανατροφή», «εκπαίδευση», «ανάπτυξη», προέρχεται από την λέξη cultus -«προσκύνηση», «σεβασμός», «λατρεία». Αυτό δείχνει τις θρησκευτικές ρίζες του πολιτισμού. Καθώς δημιούργησε τον άνθρωπο, ο Θεός τον τοποθέτησε στον παράδεισο και του όρισε να καλλιεργεί και να διατηρεί τη δημιουργία Του (Γεν. 2, 15).  
Μπορούμε να συμφωνήσουμε με τον Μπερντιάεφ, o oποίος είπε ότι «ο πολιτισμός -civilization πρέπει να ορίσει μια κοινωνική και συλλογική διαδικασία, ο πολιτισμός –κουλτούρα δε - την πιο προσωπική διαδικασία που πηγαίνει βαθιά. Για παράδειγμα, λέμε ότι αυτό το άτομο έχει υψηλή κουλτούρα, αλλά δεν μπορούμε να πούμε ότι αυτό το άτομο έχει πολύ υψηλό πολιτισμό(civilization). Μιλάμε για την πνευματική κουλτούρα, αλλά δεν λέμε πνευματικός πολιτισμός (δεν λέγεται στα ρωσικά: духовная цивилизация,σημ. Του μεταφ) »[2]. Ο Ιβάν Ιλιίν συμφωνεί με την άποψη αυτή: «Ο λαός μπορεί να έχει αρχαία και λεπτή κουλτούρα, αλλά σε θέματα εξωτερικού πολιτισμού να δίνει μια εικόνα καθυστέρησης. Και το αντίστροφο: ο λαός μπορεί να σταθεί στο ύψος της τελευταίας τεχνολογίας και πολιτισμού, αλλά και σε θέματα πνευματικής κουλτούρας να βιώνει την εποχή της παρακμής »[3].
Η κουλτούρα είναι συνδεδεμένη κυρίως με την προσωπικότητα του ανθρώπου, είναι μια αντανάκλαση του εσωτερικού κόσμου του, ενώ ο πολιτισμός μάλλον αντανακλά την κοινωνική πτυχή και έχει να κάνει με τις σχέσεις των ανθρώπων μεταξύ τους και τους ανθρώπους με τη φύση. Η κουλτούρα είναι ανθρωποκεντρική. Όπως είπε ο Jean Lacroix, «ο σκοπός της κουλτούρας είναι η πλήρης εφαρμογή όλων των ανθρώπινων δυνατοτήτων.»[4] Ωστόσο, η εφαρμογή των δυνατοτήτων σημαίνει πρωτίστως ολιστική θεώρηση του κόσμου και του ανθρώπου στον κόσμο, μια ολιστική κοσμοθεωρία. Ως εκ τούτου, η έννοια « κουλτούρα» με την ευρύτερη έννοια του όρου,ως όλον δημιουργημένο από τον άνθρωπο,που είναι συνώνυμη του όρου «πολιτισμός», δεν αντικατοπτρίζει τη βασική συνιστώσα του πολιτισμού. Το ζήτημά  μας είναι να προσδιορίσουμε στην κουλτούρα εκείνον τον πολύτιμο όρο ο οποίος ορίζει το ίδιο το νόημα της έννοιας. Από αυτή την άποψη, η έννοια της κουλτούρας συνδέεται στενά με την έννοια της «πνευματικότητας».

Ο Ιβάν Ιλιίν γράφει ότι η κουλτούρα αρχίζει εκεί όπου το πνευματικό περιεχόμενο ψάχνει για μια αληθινή και τέλεια μορφή. Η δε πνευματικότητα, όπως σημειώνει ο Β.Λέγκα, «είναι μια εκδήλωση της συνολικής ενότητας των βασικών χαρακτηριστικών της ανθρώπινης φύσης – του λογικού, της ελευθερίας, της δημιουργικότητας, της ομορφιάς»
[5].
Η πνευματικότητα είναι την ίδια στιγμή, η συνεχής επιθυμία του ανθρώπου για ανώτατες, απόλυτες πνευματικές αξίες. Αυτές οι αξίες είναι η Αλήθεια,το Καλό,η Ομορφιά. Η πνευματικότητα έχει τρεις συνιστώσες -την ηθική, την ομορφιά, τη γνώση. Το να είσαι πνευματικός άνθρωπος σημαίνει να αγωνίζεσαι γι αυτές τις υψηλότατες αξίες και, κατά συνέπεια, να αναγνωρίζεις την ύπαρξή τους, να πιστεύεις ότι υπάρχει αλήθεια, αντιληπτή από τον άνθρωπο, ότι υπάρχει καλό, το οποίο πρέπει να βιαζόμαστε να κάνουμε, ότι υπάρχει η ομορφιά. Έτσι, η συστατική αρχή της πνευματικότητας είναι η πίστη στην αντικειμενική ύπαρξη της Αλήθειας,του Καλού,της Ομορφιάς, με άλλα λόγια, η πίστη στο Θεό.Το να συμπεραίνει κανείς την πνευματικότητα από το υλικό στοιχείο της φύσης, είναι εξίσου παράλογο όπως το να προσπαθούμε να δώσουμε ένα απλό σύμπλεγμα ατόμων με ελεύθερη βούληση και λογική.

Η πνευματικότητα και ο πολιτισμός - είναι δύο πτυχές μιας ουσιώδους διαδικασίας: η πνευματικότητα είναι ένα γεγονός της υποκειμενικής αντίληψης του ανθρώπου, και ο πολιτισμός είναι μια εκδήλωση της πνευματικότητας για τους άλλους. Υπό την έννοια αυτή, καθίσταται εμφανής η αδιάρρηκτη σχέση του πολιτισμού με τη θρησκεία. Η κουλτούρα αναπτύσσεται υπό την άμεση επιρροή της θρησκευτικής έμπνευσης, δηλαδή είναι «ιερό», στην κοινωνική ύπαρξη εκφράζεται με θρησκευτική τέχνη, τη θεολογία και τον ειδικό, «πνευματικό» τρόπο ζωής. Ως αποτέλεσμα της ανθρώπινης δραστηριότητας, ο πολιτισμός εμφανίζεται μόνο ως συνέπεια της ανθρώπινης πίστης στην αντικειμενικότητα της Αλήθειας,του Καλού, της Ομορφιάς. Για το χριστιανό είναι σαφές ότι εδώ μπορούμε να μιλάμε μόνο για το Θεό, ο οποίος είναι Αλήθεια και Αγάπη, και ως εκ τούτου η πραγματική κουλτούρα είναι πάντα το αποτέλεσμα της ανθρώπινης πίστης στο Θεό, του σεβασμού του προς Αυτόν,της διακονίας σ’ Αυτόν και της γνώσης Του.
Ο Χριστιανισμός ήταν και παραμένει η κινητήρια δύναμη της κουλτούρας. Δεν μπορεί κανείς να μην παίρνει υπ’όψη το ρόλο της στην τέχνη, στη φιλοσοφία και στην πρακτική οργάνωση της ανθρώπινης συμπεριφοράς, την οποία ονομάζουμε ηθική. Η Εκκλησία αγιάζει και δημιουργεί μια πραγματική κουλτούρα. «Η Εκκλησία μας επιτρέπει να δούμε εκ νέου τον άνθρωπο, τον εσωτερικό του κόσμο, το νόημα της ύπαρξής του. Ως αποτέλεσμα, η ανθρώπινη δημιουργικότητα,με τον εκκλησιασμό, επιστρέφει στις αρχικές θρησκευτικές ρίζες της. Η Εκκλησία βοηθά τον πολιτισμό να υπερβεί τα όρια της καθαρά επίγειας εργασίας, προσφέροντας έναν τρόπο κάθαρσης της καρδιάς και ένωσης με τον Δημιουργό, τον κάνει ανοικτό για τη συνεργασία με το Θεό »[6].

Η κουλτούρα αντιπροσωπεύει «αξίες», δηλαδή, τα ιδανικά της ζωής και της σκέψης, που εκδηλώνονται στα πρότυπα των γνωμών και ενεργειών. Αυτές οι αναζητήσεις και αποδοχές των «αξιών» μπορούν, αν δεν τους δίνουμε αρκετή προσοχή, να έρχονται σε σύγκρουση με τον Χριστιανισμό,αντιτάσσοντάς του  μια θετική αξία της γνώσης, την ανθρωπιστική αξία της προόδου και της αυτοπροβολής, την αξία της επιτυχίας και, ως εκ τούτου, την ανθρώπινη υπερηφάνεια και αλαζονεία. Όλα αυτά είναι χαρακτηριστικά για το σύγχρονο κόσμο. Για πολλούς ανθρώπους ο κόσμος δεν παριστάνεται πλέον ως έκφραση του Θεού, αλλά έγινε ένα οικόπεδο για τον άνθρωπο, και αυτός ο τελευταίος περισσότερο εδραιώνεται στα σχέδιά του για το μέλλον, παρά σε αναμνήσεις. Ο πολιτισμός γίνεται αντιληπτός μόνο ως απομεινάρι του παρελθόντος, ως κάτι που πρέπει να αλλάξει λόγω των αλλαγών που συνδέονται με την πρόοδο της ανθρωπότητας. Ο άνθρωπος δεν επιδιώκει να ριζώνεται στον πολιτισμό, σ’εκείνο τον πολιτισμό που τον ανέθρεψε και διαμόρφωσε το σύστημα αξιών της κοινωνίας. Προσπαθεί να αλλάξει αυτές τις κατευθυντήριες γραμμές, γεγονός που τελικά  οδηγεί αναπόφευκτα στην καταστροφή του πολιτισμού.Η
Margaret Mead εξηγεί τις αιτίες της «αλλοτρίωσης» του σύγχρονου ανθρώπου από τον παραδοσιακό πολιτισμό με το ότι πέρασε «από τον postfigurational πολιτισμό, με προσανατολισμό στα πρότυπα του παρελθόντος,σε ένα πολιτισμό configurational, για τον οποίο το κυρίαρχο κοινωνικό πρότυπο είναι η συμπεριφορά των συγχρόνων του, και στη συνέχεια σε prefigurational, μια εντελώς νέα φάση της πολιτιστικής ανάπτυξης που χαρακτηρίζεται από την πεποίθηση ότι τίποτα στο παρελθόν της ανθρωπότητας δεν έχει κανένα νόημα και  δεν μπορεί να χρησιμεύσει στο μέλλον»[7].
Μια τέτοια στάση απέναντι στον παραδοσιακό πολιτισμό, τελικά οδηγεί σε απώλεια της πραγματικής κουλτούρας, στην αλλαγή της ίδιας της έννοιας του «πολιτισμού». Σήμερα, πολιτισμός ονομάζεται όχι μόνο αυτό που συνδέεται με τις ανώτατες αξίες του ανθρώπου.Εμφανίστηκαν έννοιες όπως μαζική κουλτούρα, υπόγειος πολιτισμός (underground), υποκουλτούρα. Σε μια διάσκεψη στο Τουμέν,που αφιερώθηκε  στην Ημέρα των Σλαβικών Γραμμάτων και Πολιτισμού, ένας διακεκριμένος καθηγητής μίλησε για την κουλτούρα του graffiti (οι επιγραφές στους τοίχους, στα εξώφυλλα των τετραδίων μαθητών). Σήμερα και  αυτό ονομάζουν πολιτισμό. Ωστόσο, αυτή η αντίληψη έρχεται σε αντίθεση με την ίδια την ετυμολογία της λέξης κουλτούρα. Η κουλτούρα είναι καλλιέργεια. «Να καλλιεργεί κανείς το χωράφι - λέει ο Γάλλος φιλόσοφος Ζακ Maritain, - σημαίνει να κοπιάζει για να αναγκάσει τη φύση να δώσει τέτοιους καρπούς τα οποία δεν μπορεί να φέρει, επειδή αυτά που παράγει η ίδια, είναι μόνο μια «άγρια» βλάστηση »[8].

Για την εποχή του, ένας σημαντικός θρησκευτικός Ρώσος φιλόσοφος, ο
I.A.Ιλιίν σημείωνε ότι «κατά τη διάρκεια των πρώτων αιώνων συχνά νόμιζαν ότι πρέπει να δεχτούμε τον Χριστό και να απορρίψουμε τον κόσμο. Η «πολιτισμένη» ανθρωπότητα σήμερα – δέχεται τον κόσμο και απορρίπτει τον Χριστό ... Σωστη διέξοδος είναι να δεχτούμε τον κόσμο λόγω της αποδοχής του Χριστού και πάνω σ’αυτό να οικοδομήσουμε το χριστιανικό πολιτισμό, έτσι ώστε, σύμφωνα με το πνεύμα του Χριστού - να ευλογήσουμε, να κατανοήσουμε και δημιουργικά να μεταμορφώσουμε τον κόσμο...»[9]

Το έργο της δημιουργίας του χριστιανικού πολιτισμού απαιτεί μια υπεύθυνη είσοδο στον κόσμο και χαρούμενη δημιουργικότητα σ’ αυτόν για τη δόξα του Θεού, και ο σύγχρονος εκκοσμικευμένος και μη-χριστιανικός πολιτισμός, σύμφωνα με τον Ι.Α. Ιλιίν, υπόκειται σε «δημιουργική αναθεώρηση και ανανέωση σύμφωνα με το χριστιανικό πνεύμα»
[10].


[1] Πουπάρ Π. «Εκκλησία και πολτισμός»- Μιλάνο –Μόσχα, 1993. σελ.10
[2] Μπερντιάγιεφ Ν.Α. «Για τη δουλειά και ελευθερία του ανθρώπου»- Παρίσι, 1939, σελ.108
[3] Ιλιίν Ι.Α. «Αρχές του χριστιανικού πολιτισμού», Άπαντα σε 10 τόμους, Μόσχα 1993, τ.1- σελ. 300
[4] Πουπάρ Π. «Εκκλησία και πολτισμός»-σελ. 11
[5] Λέγκα Β.Α. «Για χριστιανικα θεμέλια του πολιτισμού/ Ορθόδοξη κουλτούρα: αντιλήψεις, αναλυτικά προγράμματα, βιβλιογραφία».-Μ.,2003.-σελ.22
[6] Βασικές αρχές της κοινωνικής αντίληψης της Ρωσικής Ορθόδοξης Εκκλησίας.-Μ, 1999.-σελ.111
[7] Πουπάρ Π. «Εκκλησία και πολτισμός»-σελ. 19
[8] Μαριτέν Ζ. Θρησκεία και πολιτισμός/ Μαριτέν Ζ. Γνώση και σοφία.-Μ.,1999.-σελ.320
[9] Ιλιίν Ι.Α. «Αρχές του χριστιανικού πολιτισμού»/Ιλιίν Ι.Α. Ο μόνος καλλιτέχνης. Άρθρα, ομιλίες, διαλέξεις.- Μ., 1993.-σελ. 320
[10] Επίσης εκεί.- σελ.323 
λέξη- κλειδί:

Η Χριστιανική Ηθική μετά τη σάρκωση του Θεού Λόγου [4ο μέρος]

Η Χριστιανική Ηθική μετά τη σάρκωση του Θεού Λόγου [4ο μέρος]

30 Δεκεμβρίου 2013
Έτσι η έμφυτη μιμητικότητά μας αποκτά το πρότυπό της, τον Κύριο. Η ενεργητικότητά μας έχει τη συμμαχία της Χάριτός Του. Στη διάσπαση της προσωπικότητάς μας, που προήλθεν από την πτώση στην αμαρτία, μας άφησε την ειρήνη Του που ενώνει τα διεστώτα· «ειρήνην αφίημι υμίν, ειρήνην την εμήν δίδωμι υμίν» (Ιω. ιδ’ 27). Στην αγωνία και την αβεβαιότητα του χρόνου και των μεταβολών μας υποσχέθηκε ότι θάναι μαζί μας μέχρι της συντέλειας του αιώνος (Ματθ. κη’ 20). Στην ανησυχία μας ότι είμαστε λιγοστοί σε σύγκριση με το πλήθος αυτών που δεν Τον ακολουθούν μας ενθαρρύνει λέγοντας· «Μη φοβού το μικρόν ποίμνιον ότι ευδόκησεν ο πατήρ υμών δούναι υμίν την βασιλείαν» (Λουκ. ιβ’ 32).
fysh2
Στο παράπονό μας, γιατί πάντοτε να μας μισούν και να μας επίβουλεύονται εμάς τους χριστιανούς, μας παρηγορεί λέγοντας «Μακάριοί έστε όταν ονειδίσωσιν υμάς και διώξωσι και είπωσι παν πονηρόν ρήμα καθ’ υμών ψευδόμενοι ένεκεν εμού» (Ματθ. ε’ 11). Μας υπενθυμίζει ακόμη ότι ο κίνδυνος του σώματος δεν είναι ο ουσιαστικός, διότι υπάρχει η αθάνατη ψυχή. Μη φοβηθήτε —λέει— από αυτούς που σκοτώνουν το σώμα, τη δε ψυχή δεν μπορούν να σκοτώσουν (Ματθ. ι’ 28). Τέλος, μας έδωσε το χαρμόσυνο μήνυμα, την άγκυρα της ελπίδας όλων μας: «Χαίρετε και αγαλλιάσθε, ότι ο μισθός υμών πολύς εν τοις ουρανοίς» (Ματθ. ε’ 12).
***
Ποιος δεν θα σκιρτήσει και δεν θα γεμίσει από χαρά και αγαλλίαση, όταν αναλογισθεί όλη αυτή τη Χάρη και δωρεά που μας κληρονόμησε η αγάπη του Λυτρωτή μας! Δεν μας άφησε, ακόμη, στερημένους από την αίσθηση της παρουσίας Του και σ’ αυτή τη ζωή, αλλά διά των θείων Μυστηρίων, εν τη Εκκλησία, μας κάμνει κοινωνούς της πολύμορφης ενέργειας της Χάριτός Του.
Ολόκληρο το πλήρωμα της θείας αποκαλύψεως βρίσκεται διά παντός μέσα στην Εκκλησία, που είναι το Σώμα του Κυρίου μας· έτσι το θείο θέλημα είναι πάντοτε, σ’ όσους το ζητούν, γνωστό. Και αυτός ο Κύριος βρίσκεται κρυμμένος μέσα στις θείες εντολές, που κι αυτές είναι σαφείς και γνωστές διά της Εκκλησίας: «Αμήν λέγω υμίν, ο λαμβάνων, εάν τινα πέμψω, εμέ λαμβάνει, ο δε εμέ λαμβάνων λαμβάνει τον πέμψαντά με» (Ιω. ιγ’ 20). Ο δε άγιος Μάξιμος αναφέρει ότι «ο εντολήν δεξάμενος και ποιήσας αυτήν έχει μυστικώς την Αγίαν Τριάδα».
Πράγματι, ο Χριστός είπεν ότι «ο έχων τας εντολάς μου και τηρών αυτάς, εκείνος εστίν ο αγαπών με… Και ο πατήρ μου αγαπήσει αυτόν και προς αυτόν ελευσόμεθα και μόνην (κατοικίαν) παρ’ αυτώ ποιήσομεν» (Ιω. ιδ’ 21-23). Να, λοιπόν, η αλήθεια των λόγων του αγίου Μαξίμου, ότι όποιος τηρήσει τις θείες εντολές θα έχει εντός του μυστικώς όλη την Αγία Τριάδα. Τα πιο πάνω λόγια του Χριστού μας αποκαλύπτουν την Τριαδολογική όψη της θείας οικονομίας, διότι η εντός ημών παρουσία του Θεού Λόγου εξυπακούει —λόγω του ομοουσίου και αδιαιρέτου των θείων προσώπων— και την παρουσία του Πατρός και του Αγίου Πνεύματος.
Όπως τονίσαμε και άλλοτε, στην ορθόδοξη παράδοση τα δόγματα και το ήθος, η πίστη και τα έργα, δεν μετρούνται χωρισμένα. Είναι απλώς δύο μορφές του ιδίου πράγματος. Ο άγιος Κύριλλος Ιεροσολύμων στις Κατηχήσεις του λέγει: «Ο γάρ της θεοσεβείας τρόπος εκ δύο τούτων συνέστηκε, δογμάτων ευσεβών και πράξεων αγαθών· και ούτε τα δόγματα χωρίς έργων αγαθών ευπρόσδεκτα τω Θεώ, ούτε τα μη μετ’ ευσεβών δογμάτων έργα τελούμενα προσδέχεται ο Θεός». Είναι σαν να λέγωμεν· έργα άπιστα και πίστις άεργη. Η θεία αποκάλυψη εκφράζεται διά των θείων εντολών, κι αυτές δεν είναι άρθρα νόμου ή ξερές ηθικές διατάξεις, αλλά αποτελούν το λόγο του Θεού, τον οποίον ελάλησεν ο σαρκωθείς Θεός Λόγος, ο οποίος γι’ αυτό είναι κρυμμένος μέσα στις εντολές Του.
Όποιος λοιπόν θέλει να βρει τον Χριστό που δεν είναι μόνο ψηλά στον ουρανό, ούτε μόνο μέσα στους Πατρικούς κόλπους, αλλά και μέσα σε κάθε Του εντολή, ας αρχίσει από αυτή τη στιγμή την ακριβή τήρηση και φύλαξη των εντολών Του, και ας είναι βέβαιος ότι η απόδειξη της παρουσίας του θα του γίνει αισθητή. «Ο έχων τας εντολάς μου και τηρών αυτάς, εκείνος εστίν ο αγαπών με· ο δε αγαπών με αγαπηθήσεται υπό του πατρός μου, και εγώ αγαπήσω αυτόν και εμφανίσω αυτώ εμαυτόν» (Ιω. ιδ’ 21).
Ποιος δεν θέλει να δει, να αισθανθεί δίπλα του, κοντά του, εντός του, τον γλυκύτατό μας Ιησούν; Εφ’ όσον τούτο είναι επιθυμία όλων μας, ας αρχίσουμε να τηρούμε συνειδητά και με ακρίβεια αυτό το παραμελημένο από μας καθήκον της τηρήσεως των θείων εντολών, κι’ ας είμαστε βέβαιοι ότι η ελπίδα μας δεν θα μας καταισχύνει. Και η ελπίδα αυτή είναι το: «ευ, δούλε αγαθέ και πιστέ! επί ολίγα ης πιστός, επί πολλών σε καταστήσω· είσελθε εις την χαράν του Κυρίου σου»· (Ματθ. κε’ 21). Γένοιτο!
(Ιωσήφ Μοναχού, «Λόγοι Παρακλήσεως», Ψυχωφελή Βατοπαιδινά 15, σ. 319-332)