Τετάρτη 16 Ιανουαρίου 2019

Η θεραπεία του ανθρώπινου νου ΠΟΠΟΒΙΤΣ


Η κενότητα, η ματαιότητα, η μηδαμινότητα του ανθρώπινου νου αυξάνεται σε σατανικά μέτρα με την υπερηφάνεια. Γιατί με την υπερηφάνεια παραφρονεί ο νους του ανθρώπου. Η σκέψη την οποία έχει καταλάβει η υπερηφάνεια, διαχωρίζει το νου από τη ρίζα του, από την πηγή του —τον Θεό Λόγο— και κατόπιν τον βυθίζει σε επινοήσεις και φαντασίες και έτσι γεμάτος αυτοπεποίθηση θεωρεί τις φαντασίες του πραγματικότητες και την παραφροσύνη του σοφία. Αμέσως μόλις οι άνθρωποι βαδίσουν το δρόμο της υπερηφάνειας παραφρονούν μέσα στις σκέψεις, για να εκπληρωθεί ακριβώς σ’ αυτούς η ευαγγελική αλήθεια: «φάσκοντες είναι σοφοί εμωράνθησαν» (Ρωμ. 1, 22), και «διεσκόρπισεν υπερηφάνους διανοία καρδίας αυτών» (Λουκ. 1, 51). Η υψηλοφροσύνη καθιστά το νου αμαρτωλό, τον σκοτίζει και τον διασκορπίζει, τον δηλητηριάζει και τον φθείρει, τον καθιστά διάβολο και έτσι πηγάζουν από αυτόν μάταιες, κενές, μηδαμινές σκέψεις και διαλογισμοί για τον Θεό, τον κόσμο και τον άνθρωπο. Αυτό προέρχεται από το ότι η υπερηφάνεια με την κύρια αρτηρία της αντλεί τη δύναμη και τη ζωή της από το Διάβολο, ο οποίος και «ανεκάλυψε» την υπερηφάνεια και την κατέστησε υπέρτατο νόμο του. Γι’ αυτό κάθε υπερηφάνεια, και η ελάχιστη, διαβολοποιεί βαθμιαία τον άνθρωπο και πρώτα-πρώτα το νου του. Γιατί η υπερηφάνεια κυριεύει τις νοητικές δυνάμεις του ανθρώπινου είναι και γίνεται η σκεπτόμενη δύναμη, η κινητική δύναμη του νου του. Πράγματι κάθε ανθρώπινη υπερηφάνεια έχει την καταγωγή της από το σατανά. Υψηλοφροσύνη, ιδού, αυτή είναι το κύριο ιδίωμα του σατανά και των ανθρώπων που είναι δούλοι του.

Βασιζόμενοι στο δικό τους νου, κλεισμένοι στο κέλυφός τους, οι υψηλόφρονες ή δεν θέλουν να γνωρίζουν για κάποιο Ον ανώτερο από τον εαυτό τους —τον Θεό— ή δεν Τον αναγνωρίζουν ή Τον θεωρούν μία τυφλή δύναμη και γενικά δεν μπορούν να διακρίνουν και να διανοηθούν ορθά για τον Θεό ως Δημιουργό και για τον κόσμο ως κτίσμα του Θεού. Γι’ αυτό και «παρέδωκεν αυτούς ο Θεός εις αδόκιμον νουν, ποιείν τα μη καθήκοντα» (Ρωμ. 1, 28), και αυτά τα «μη καθήκοντα» τα δικαιολογούν με την εσφαλμένη τους διάκριση, το διεφθαρμένο νου τους.
Ζώντας χωρίς τον Θεό ο νους του ανθρώπου διαφθείρεται, διαστρέφεται, καθίσταται εφάμαρτος, θνητός, διαβολοειδής. Και βαθμιαία φθάνει να μη γνωρίζει πράγματι τον Θεό. Αλλά μη γνωρίζοντας τον Θεό ο ανθρώπινος νους δεν γνωρίζει ούτε τον εαυτό του ούτε τον άνθρωπο ούτε τον κόσμο. Ένας τέτοιος άθεος και αντίθεος νους συγχρόνως γίνεται και απάνθρωπος και μισάνθρωπος. Και έτσι τελικά ο άνθρωπος χωρίς Θεό είναι πάντοτε άνθρωπος χωρίς νου: δηλαδή άθεος, άνους, άφρων. «Είπεν άφρων εν τη καρδία αυτού, ουκ έστι Θεός» (Ψαλμ. 14. 1). Αμέσως μόλις ο νους εγκαταλείψει τον Θεό, και αυτό σημαίνει αμέσως μόλις εγκαταλείψει την ’Αλήθεια, φθείρεται, διασπάται, γίνεται «κατεφθαρμένος» και γεννώνται μέσα του κακές σκέψεις όπως τα σκουλήκια σε σαπισμένο κρέας (Πρβλ. Α’ Τιμ. 6. 5, 4). Ευνόητο είναι τότε ότι οι άνθρωποι οι «κατεφθαρμένοι τον νουν» (Β’ Τιμ. 3. 8) αντιστέκονται στην αλήθεια, σε κάθε αλήθεια, στην υπέρτατη Αιώνια Αλήθεια, στο Θεό και Θεάνθρωπο Χριστό.
Πώς οι χριστιανοί μπορούν να απορρίψουν τον παλαιό άνθρωπο; Με το να ανανεώνονται «τω πνεύματι του νοός αυτών». Αυτό σημαίνει να αλλάξει το πνεύμα του νου, να αλλάξει η διάθεση του νου, η συνήθεια του νου, να αλλάξει ο τρόπος νοήσεως, ο τρόπος σκέψεως. Με μία λέξη: να μεταμορφώσεις και να μεταλλάξεις μέσα σου αυτό τον κύριο ειδωλολάτρη και άθεο, το νου· και να τον στρέψεις από το άθεο προς τον Θεό, από τα μη του Χριστού προς το Χριστό. Και αυτό κατορθώνεται κατεξοχήν με την άσκηση στην πίστη και μαζί της μ’ όλες τις άλλες ευαγγελικές ασκήσεις, της αγάπης, της προσευχής, της νηστείας, της ταπεινοφροσύνης, της θεοσέβειας, της σωφροσύνης, της πραότητας, της εγκράτειας. Καθεμιά από αυτές τις ασκήσεις ανανεώνει το νου με τη μεταμορφωτική της δύναμη. Και βαθμιαία θεραπεύεται ο νους από τις άρρωστες σκέψεις του, από τους ασθενείς διαλογισμούς και αντιλήψεις του. Βαθμιαία υγιαίνει, ώσπου με τη δύναμη του Χριστού να θεραπευθεί και να καταστεί με το Άγιο Πνεύμα εντελώς υγιής.
Ο θεραπευμένος νους, υγιής πλέον και ανανεωμένος, γίνεται δημιουργός υγιών, φωτισμένων, αγίων, θείων, αθάνατων σκέψεων. Σκέπτεται τώρα διά του Θεού, σκέπτεται διά του Χριστού. Η Θεοσκέψη, η Χριστοσκέψη γίνεται η συνεχής του διάθεση και κατάσταση, το «πνεύμα» του, η νοοτροπία του. Γι’ αυτό ο άγιος Απόστολος διακηρύττει εν ονόματι όλων των χριστιανών: «ημείς νουν Χριστού έχομεν» (A’ Κορ. 1. 16). Επομένως για όλα νοούμε διά Χριστού του Θεού. Με την αλλαγή του νου στον άνθρωπο αλλάζουν τα πάντα, ανανεώνονται τα πάντα. Απ’ αυτό έχει το όνομά της και η μετάνοια· από το «μετά» και «νους», δηλαδή αλλαγή του νου, ανανέωση του νου.

(Αγίου Ιουστίνου Πόποβιτς, Οδός Θεογνωσίας, εκδ. Γρηγόρη, Αθήνα 1985, σσ.286,289-290, 292-295, 297-298).

Η θεραπεία του ανθρώπινου νου Άγιος Ιουστίνος Πόποβιτς († 1979)




Ο νους αποκτά τη χάρη με τα άγια μυστήρια και τις άγιες αρετές. Έτσι η προσευχή με την αγία της δύναμη χαριτώνει το νου και ο νους που έλαβε την ποιότητα της προσευχής γεννά και κατευθύνει κάθε λογισμό του στους θείους δρόμους, για να μη συντριβεί ποτέ σε ζοφερά αδιέξοδα. Το ίδιο και η αγάπη με την αγία της δύναμη χαριτώνει το νου και ο άνθρωπος ευαγγελίζεται και πραγματώνει τη χριστοειδή αγάπη σ’ όλους τους ανθρώπους και όλα τα πλάσματα και όλη την κτίση. Έτσι και η ταπείνωση, και η πραΰτητα, και η νηστεία και όλες οι άλλες ευαγγελικές αρετές, κάθε μια με την αγία της ενέργεια χαριτώνει το νου, και μ’ αυτό τον τρόπο τον μεταμορφώνει, τον αγιάζει, τον χριστοποιεί, τον θεώνει, τον θεανθρωποποιεί, τον αθανατοποιεί, τον αιωνιοποιεί και έτσι ζει με χαρά και αγαλλίαση για το αιώνιο μέσα στο χρόνο, για το θείο μέσα στο ανθρώπινο, για το θεανθρώπινο ανάμεσα στους ανθρώπους· ζει για τον Κύριο Ιησού Χριστό και μέσα στο χρόνο και στην αιωνιότητα και με όλη την ύπαρξή του δέχεται την αιώνια θεία Σοφία που μας έχει δοθεί με τη Θεία Αποκάλυψη.

Πράγματι, ποιός νους ανθρώπινος και ποιά ανθρώπινη διάνοια ή ποιά γνώση μπορεί να γνωρίσει και να εισδύσει στο πανάγιο μυστήριο της σώζουσας Εκκλησίας, που δεν είναι τίποτε άλλο παρά ολόκληρος ο Θεάνθρωπος Χριστός με όλες Του τις θείες και θεανθρώπινες τελειότητες και πραγματικότητες; Διάνοια ανθρώπινη και νους ανθρώπινος με οποιοδήποτε ανθρώπινο μέσο δεν μπορούν να συλλάβουν και πολύ περισσότερο να περιλάβουν την άπειρη πραγματικότητα της θεανθρώπινης οικονομίας της σωτηρίας, που βρίσκεται όλη στο Θεανθρώπινο σώμα της Εκκλησίας του Χριστού. Εδώ όλα είναι μυστήρια μυστηρίων και κάθε ένα από αυτά υπερβαίνει άμετρα και ανέκφραστα κάθε νου και διάνοια ανθρώπινη. Αυτά τα άγια και θεία μυστήρια της θεανθρώπινης οικονομίας της σωτηρίας και του Θεανθρώπινου σώματος της Εκκλησίας είναι όλα ενωμένα και συναρμοσμένα με τη θεία αγάπη του Χριστού, που υπάρχει άπειρα και απεριόριστα σε κάθε μόριο της υπάρξεως της Εκκλησίας. Σ’ αυτή την «υπέρ λόγον και έννοιαν» αγάπη η ανθρώπινη ύπαρξη λιώνει από άφατη κατάνυξη και «εκχέεται» ενώπιον του Θεού σε άπειρα «Ωσαννά». Η αγάπη αυτή είναι συγχρόνως και «ζέουσα», γνήσια θεϊκή, θεανθρώπινη γνώση και επίγνωση. Από αυτό έχουμε και την ασύγκριτη και μοναδική αρχή της καινοδιαθηκικής γνωσιολογίας: «πας ο αγαπών, γινώσκει τον Θεόν» (Α’ Ιω. 4, 7-8), γνωρίζει τον Θεό με την «υπέρ νουν», υπέρλογη επίγνωση, επίγνωση στην οποία συμμετέχει όλος ο εσωτερικός, θεοειδής και θεονοσταλγικός άνθρωπος. Την αγάπη όμως αυτή την έχει μέσα του σε ανυπολόγιστες διαστάσεις, μόνο εάν ζει στην Εκκλησία «συν πάσι τοις αγίοις» με τα άγια μυστήρια και τις άγιες αρετές. Γιατί μ’ αυτή την εν χάριτι θεανθρώπινη ζωή θεραπεύεται από τη φιλαμαρτησία και τα πάθη η ψυχή του και ο νους και η καρδιά, και καθίστανται θεϊκώς υγιή διά του Χριστού και έτσι γίνονται άξια και ικανά για την αληθινή θεογνωσία και την αληθινή γνώση των υπέρ νουν και υπέρ φύσιν.
Ο ανθρώπινος νους, αποξενωμένος από το Θεό, είναι η έρημος και το κενό όπου ο άνθρωπος τρέφεται με σκιές και ονειροπολήματα. Αντί για το είναι ο ανθρώπινος νους αγάπησε το μη-είναι, αντί για τη ζωή αγάπησε το θάνατο και πάνω σ’ αυτόν στήριξε τον εαυτό του και κάθε ενέργειά του. Σ’ αυτό έγκειται και η βασική πλάνη του ανθρώπινου νου και η ματαιότητά του. Δύο ζωές: η εκτός Θεού, «εν ματαιότητι του νοός» του ανθρώπινου· και η χριστιανική — μέσα στο πλήρωμα της θεότητας, εν τω Θεανθρώπω, στον Οποίο κατοικεί «το πλήρωμα της Θεότητος σωματικώς» (Κολ. 2, 9· 1, 19). Ζώντας με το Χριστό και εν τω Χριστώ ζούμε με το νου του Θεού, με το Λόγο του Θεού και δίκαια διακηρύσσουμε «ημείς νουν Χριστού έχομεν» (Α’ Κορ. 2, 16).

Ο ΘΕΟΛΟΓΙΚ0Σ ΠΡΟΣΔΙΟΡΙΣΜΟΣ ΤΟΥ ΜΥΣΤΗΡΙΟΥ ΤΟΥ ΘΑΝΑΤΟΥ



Σύμφωνα με τη διδασκαλία της Αγίας Γραφής και των Πατέρων της Εκκλησίας ο θάνατος δεν προέρχεται από την αγαθή θεία βούληση [1]. Ο Θεός θάνατον ουκ εποίησεν ουδέ τέρπεται επ᾿ απωλεία ζώντων αναφέρει το βιβλικό λόγιο [2]. Κατά την αγιογραφική και πατερική διδασκαλία της Εκκλησίας η προγονική πτώση αποτελεί γεγονός με προσδιοριστική σημασία για όλη την ανθρώπινη φύση, αφού η πτώση αποτελεί διατάραξη της σχέσης Θεού και ανθρώπου με συνέπεια τη ματαίωση για την ανάπτυξη του «κατ ‘ εικόνα» στο «καθ ‘ ομοίωσιν» [3].

Ο Θεός έπλασε τον άνθρωπο δεκτικό της θνητότητας και της αθανασίας. Τον τοποθέτησε στο μεθόριο της θνητής και της αθάνατης φύσης «δεκτικόν αμφοτέρων». Ακόμα και η ψυχή του ανθρώπου δεν έχει φυσική αλλά κατά χάριν και μετοχήν αθανασία. Δεν είναι δηλαδή αφ’ εαυτής αθάνατη, αλλά κτίσθηκε να γίνει αθάνατη. Μόνο ο Θεός είναι από τη φύση του αθάνατος, ως αυτοζωή και πηγή της ζωής . Η φυσική ζωή, στην οποία μετέχει ο άνθρωπος, είναι αποτέλεσμα της δημιουργικής ενέργειας του Θεού. Η ένθεη όμως ζωή είναι μετοχή στη θεοποιό ενέργειά του. Η τελείωση στη ζωή αυτήν, που θα πραγματοποιούνταν με την τήρηση της θείας εντολής, δηλαδή με τη διατήρηση της μετοχής του στη θεία ενέργεια, ματαιώθηκε με την παρακοή [5].
Η αιτία της έλευσης του θανάτου στον κόσμο βρίσκεται στον άνθρωπο και ειδικότερα στην κακή χρήση του αυτεξουσίου του [6]. Ο Θεός δε δημιούργησε εξαρχής το θάνατο, εμπόδισε μάλιστα και τη γένεσή του, χωρίς ωστόσο να παραβιάζει την ελευθερία του ανθρώπου. Η παράβαση της εντολής του Θεού από τους πρωτοπλάστους, δημιούργησε το οντολογικό υπόβαθρο της δουλείας του ανθρώπου στην αμαρτία και τις συνέπειες αυτήν, δηλαδή τη φθορά και το θάνατο. Ο θάνατος υπήρξε το αποκορύφωμα των ολέθριων συνεπειών του προπατορικού αμαρτήματος, η ουσία του οποίου έγκειται στο γεγονός της παραβάσεως του θελήματος του Θεού [7].
Η παράβαση όμως της εντολής και η αμετανοησία, επομένως η αμαρτία έφεραν το θάνατο. Οι επιπτώσεις της προγονικής απόφασης ήταν καταλυτικές για ολόκληρη την ανθρωπότητα [8]. Η διακοπή της κοινωνίας με τον Θεό νέκρωσε τα πνευματικά αισθητήρια και οδήγησε στον πνευματικό θάνατο. Ακολούθησε ο σωματικός θάνατος. Ο θάνατος όμως του σώματος δεν επήλθε ταυτόχρονα με την παρακοή. Το βάθος της φιλανθρωπίας και της σοφίας του Θεού τον ανέβαλε για το μέλλον, ώστε να μην οδηγηθεί στην απόγνωση ο άνθρωπος [9].

Σύμφωνα με τη διδασκαλία της Εκκλησίας ο θάνατος έχει τριπλή μορφή, ο πνευματικός, ο σωματικός και τέλος ο αιώνιος [10]. Ο πνευματικός θάνατος επέρχεται ευθύς αμέσως, μόλις ο άνθρωπος αμαρτήσει, και δεν είναι άλλος από την διακοπή της κοινωνίας του ανθρώπου με τον Θεό [16]. Ο σωματικός θάνατος, είναι ο φυσιολογικός – βιολογικός θάνατος κατά τον οποίο χωρίζεται η ψυχή από το σώμα [12]. Τέλος, ο αιώνιος θάνατος, προβάλλεται για τον αμαρτήσαντα άνθρωπο ως η άφευκτος ατελεύτητη κατάσταση , μετά τον σωματικό θάνατο, της διαβιώσεως του ανθρώπου μακριά από τον Θεό και συγκεκριμένα της διαβιώσεως μακριά από τον Θεό των ανθρώπων που ήταν αποχωρισμένοι από τον Θεό όσο αυτοί ήταν εν ζωή, καθώς και των ανθρώπων που εξέπνευσαν αμετανόητοι [13].
Ο πνευματικός θάνατος είναι η αποκοπή του όλου ανθρώπου (ως ψυχοσωματικής ολότητας) από τον Θεό και η κατάσταση της διαβιώσεως του ανθρώπου μακριά από τον Θεό στον κόσμο αυτόν [14]. Ο σωματικός θάνατος είναι η διακοπή της λειτουργίας του οργανισμού του ανθρώπου ως βιολογικού όντος. Σύμφωνα με την διδασκαλία της θείας υπερφυσικής Αποκαλύψεως ο σωματικός θάνατος είναι ο χωρισμός της ψυχής από το σώμα [15].
Αναφερόμενοι στον σωματικό θάνατο, πρέπει εξ αρχής να αναφέρουμε ότι αυτός δεν εκλαμβάνεται ως τιμωρία, αφού είναι αποτέλεσμα της απομάκρυνσης του ανθρώπου από τον Θεό και της κοινωνίας του με Αυτόν που είναι η πηγή της ζωής, αλλά μπορεί να χαρακτηρισθεί ως φιλανθρωπία, καθώς αυτός δεν εκφράζει απλώς την φυσική συνέπεια της αμαρτίας και το αποτέλεσμα αυτής, αλλά εκφράζει και την φιλανθρωπία του Θεού με το γεγονός ότι θέτει τέρμα στην πραγμάτωση της αμαρτίας [16]. Έτσι ενώ ο θάνατος του ανθρώπου από τη μία διέκοψε το σκοπό του Θεού για τον άνθρωπο – που ήταν να αναπτύξει ο άνθρωπος το «κατ’ εικόνα» στην πληρότητα του «καθ ‘ ομοίωσιν» μετέχοντας ελεύθερα και ενεργά στην άκτιστη θεία χάρη – από την άλλη δεν άφησε την αμαρτία και το κακό να γίνουν αθάνατα [17].

Η έννοια του θανάτου, εκτός από τη βιολογική της διάσταση, έχει και µεταφυσική. Για την Ορθόδοξη θεολογία και παράδοση, θάνατος είναι η ρήξη της ψυχοσωµατικής συµφυίας, η λύση του δεσµού, ο χωρισµός, ψυχής και σώµατος [18]. Στην αγιογραφική παράδοση αυτό δεν αναφέρεται σαφώς, αλλά εµµεσα περιγράφεται µε τα λόγια του αποστόλου Ιακώβου, το γαρ σωµα χωρίς πνεύµατος νεκρόν εστί [19], σαφέστερο γίνεται αυτό στην πατερική παράδοση και διδασκαλία.
Επομένως, για την αγιοπνευματική μας παράδοση ο βιολογικός θάνατος είναι απόροια της πτώσεως και της αποστασίας του ανθρώπου από την πηγή της ζωής, τον Θεό. Ο άνθρωπος κάνοντας κακή χρήση του αυτεξουσίου του, εισπράττει ως τίμημα τη φθορά και το θάνατο. Η διακοπή της κοινωνίας με τον Θεό είχε ως αποτέλεσμα τη στέρηση της ζωής. Καί στέρηση της ζωής σημαίνει θάνατος [20]. Ότι ουκ έστιν αίτιος των κακών ο Θεός. Τις συνέπειες της προγονικής αμαρτίας κληρονομεί ολόκληρο το ανθρώπινο γένος. Η φθαρτότητα και η θνητότητα διακρίνονται ευκρινέστερα στη γέννηση και το θάνατό του. Με πόνους και ωδίνες έρχεται ο άνθρωπος στον κόσμο. Με αγωνία και οδύνη τον εγκαταλείπει [21].
Αίτιος του θανάτου δεν είναι ο Θεός της αγάπης, αλλά ο άνθρωπος που εχθρεύεται την αγάπη του Θεού. Ο θάνατος ως τίμημα της αμαρτίας είναι ένδειξη θείας φιλανθρωπίας [22]. Ο Θεός επέτρεψε το θάνατο, για να μη γίνει το κακό αθάνατο, σημειώνει ο άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος και καταλήγει: Καί γίνεται φιλανθρωπία η τιμωρία. Ούτω γαρ πείθομαι κολάζειν Θεόν [23]. Εξάλλου ο ιερός Χρυσόστομος τονίζει ότι δεν χρειάζεται να φοβόμαστε και να τρέμουμε το θάνατο, αλλά την αμαρτία, ου γαρ θάνατος αμαρτίας έτεκεν, αλλά αμαρτία θάνατον ημίν εγέννησε· θάνατος δε αμαρτίας γέγονε φάρμακον [24].

Παραπομπές:

1. ΒΑΣ. ΚΑΛΛΙΑΚΜΑΝΗΣ (πρωτοπρ.), «Το Μυστήριο του Θανάτου στην Ορθόδοξη Εκκλησίας», Το Μυστήριον του Θανάτου εις την Λατρείαν ης Εκκλησίας, Πρακτικά Θ΄ Πανελληνίου Λειτουργικού Συμποσίου Στελεχών Ιερών Μητροπόλεων, κλάδος εκδόσεων της Επικοινωνιακής και Μορφωτικής Υπηρεσίας της Εκκλησίας της Ελλάδος, Βόλος 2007, σ. 67.
2. ΣΟΦ. ΣΟΛ. 1,13.
3. ΑΠ. ΝΙΚΟΛΑΪΔΗΣ, Από τη Γένεση στη Γενετική, εκδ. Γρηγόρης, Αθήνα 2006, σ. 65.
4. Βλ. σχ. ΙΩ. ΡΩΜΑΝΙΔΗΣ, Το Προπατορικό Αμάρτημα, εκδ. Π. Πουρναρά, Θεσσαλονίκη 2010, σσ. 97-129.
5. ΓΕΩ. ΜΑΝΤΖΑΡΙΔΗΣ, Χριστιανική Ηθική ΙΙ. Άνθρωπος και Θεός. Άνθρωπος και Συνάνθρωπος. Υπαρξιακές και Βιοηθικές Θέσεις και Προοπτικές, εκδ. Π. Πουρναρά, Θεσσαλονίκη 2004, σ. 637.
6. Ρωμ. 5,12.
7. ΝΙΚΟΛ. ΜΗΤΣΟΠΟΥΛΟΣ, Ο Θάνατος. Πνευματικός –Σωματικός – Αιώνιος, Αθήναι 1973, σ. 40.
8. ΓΕΩ. ΜΑΝΤΖΑΡΙΔΗΣ, Χριστιανική Ηθική ΙΙ. Άνθρωπος και Θεός. Άνθρωπος και Συνάνθρωπος. Υπαρξιακές και Βιοηθικές Θέσεις και Προοπτικές, σ. 639.
9. ΒΑΣ. ΚΑΛΛΙΑΚΜΑΝΗΣ (πρωτοπρ.), Ο εκκλησιαστικός χαρακτήρας της ποιμαντικής. Λεντίω ζωννύμενοι ΙΙ, εκδ. Μυγδονία, Θεσσαλονίκη 2005, σ. 191.
10. ΝΙΚΟΛ. ΜΗΤΣΟΠΟΥΛΟΣ, Η Ζωή και ο Θάνατος εν Χριστώ Ιησού, Αθήναι 1973, σσ. 14-18.
11. ΝΙΚΟΛ. ΜΗΤΣΟΠΟΥΛΟΣ, Ο Θάνατος. Πνευματικός –Σωματικός – Αιώνιος, σ. 21.
12. ΝΙΚΟΛ. ΜΗΤΣΟΠΟΥΛΟΣ, Ο Θάνατος. Πνευματικός –Σωματικός – Αιώνιος, σ. 26.
13. ΝΙΚΟΛ. ΜΗΤΣΟΠΟΥΛΟΣ, Ο Θάνατος. Πνευματικός –Σωματικός – Αιώνιος, σ. 30.
14. ΓΕΩ. ΜΑΝΤΖΑΡΙΔΗΣ, Χριστιανική Ηθική ΙΙ. Άνθρωπος και Θεός. Άνθρωπος και Συνάνθρωπος. Υπαρξιακές και Βιοηθικές Θέσεις και Προοπτικές, σ. 636. ΝΙΚΟΛ. ΜΗΤΣΟΠΟΥΛΟΣ, Η Ζωή και ο Θάνατος εν Χριστώ Ιησού, σσ. 14-15.
15. ΓΕΩ. ΜΑΝΤΖΑΡΙΔΗΣ, Χριστιανική Ηθική ΙΙ. Άνθρωπος και Θεός. Άνθρωπος και Συνάνθρωπος. Υπαρξιακές και Βιοηθικές Θέσεις και Προοπτικές, σ. 635. ΝΙΚΟΛ. ΜΗΤΣΟΠΟΥΛΟΣ, Η Ζωή και ο Θάνατος εν Χριστώ Ιησού, σσ. 15-16.
16. ΑΠ. ΝΙΚΟΛΑΪΔΗΣ, Από τη Γένεση στη Γενετική, σ. 65.
17. ΒΑΣ. ΚΑΛΛΙΑΚΜΑΝΗΣ (πρωτοπρ.), «Το Μυστήριο του Θανάτου στην Ορθόδοξη Εκκλησίας», σσ. 69-70.
18. ΝΙΚ. ΧΑΤΖΗΝΙΚΟΛΑΟΥ (Μητρ. Μεσογαίας και Λαυρεωτικής), «Αλλήλων Μέλη». Οι μεταμοσχεύσεις στο φως της Ορθόδοξης Θεολογίας και Ζωής, εκδ. Κέντρο Βιοϊατρικής Ηθικής και Δεοντολογίας, Αθήνα 2005, σ. 171.
19. ΙΑΚΩΒ. 2,26.
20. ΓΕΩ. ΜΑΝΤΖΑΡΙΔΗΣ, Χριστιανική Ηθική ΙΙ. Άνθρωπος και Θεός. Άνθρωπος και Συνάνθρωπος. Υπαρξιακές και Βιοηθικές Θέσεις και Προοπτικές, σ. 638.
21. ΝΙΚ. ΞΕΞΑΚΗΣ, Ορθόδοξος Δογματική, Γ΄. Η περί Δημιουργίας Διδασκαλία, εκδ. Έννοια Πανεπιστημιακά, Αθήνα 2006, σσ. 221-224.
22. ΑΠ. ΝΙΚΟΛΑΪΔΗΣ, Από τη Γένεση στη Γενετική, σ. 67.
23. ΓΡΗΓΟΡΙΟΥ ΘΕΟΛΟΓΟΥ, PG 36, 633A.
24. ΙΩΑΝΝΟΥ ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΥ, PG 50, 633.

ΤΙ ΕΙΝΑΙ Η ΜΝΗΜΗ ΘΑΝΑΤΟΥ & ΠΟΙΟ ΤΟ ΝΟΗΜΑ ΤΗΣ - ΚΑΨΑΝΗΣ



Η μνήμη του θανάτου μάς βοηθεί να ξεπεράσουμε τον παλαιό άνθρωπο γιατί φέρει ταπείνωση στην ψυχή μας. Όταν λησμονούμε τον θάνατο, έχουμε την ψευδαίσθηση ότι είμαστε αιώνιοι επάνω στην γη και αυτό αυξάνει την αλαζονεία μας, την απληστία μας, την σαρκολατρεία μας, την διάθεση να εκμεταλλευόμαστε τους άλλους ανθρώπους. Η μνήμη του θανάτου μάς δίδει την αίσθηση των ορίων μας στην γη και της σημασίας που έχουν οι πράξεις μας, οι λόγοι μας, οι σκέψεις μας για την αιωνιότητα και την μετά θάνατον ζωή.
Έτσι μας βοηθεί να αντιμετωπίζουμε την παρούσα ζωή με σοβαρότητα, υπό το πρίσμα της αιωνιότητος, να μη σπαταλούμε άσωτα, απερίσκεπτα και επιπόλαια την επίγεια ζωή μας, αδιαφορώντας για τις συνέπειες.
Γι’ αυτό ελέχθη και από τον αρχαίο έλληνα σοφό Σωκράτη, ότι «οι ορθώς φιλοσοφούντες αποθνήσκειν μελετώσι, και το τεθνάναι ήκιστα αυτοίς ανθρώπων φοβερόν» (Πλάτωνος Φαίδων, 67e). Ο άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος συμβουλεύει να επισκεπτόμαστε συχνά τα κοιμητήρια για να φιλοσοφούμε στην ματαιότητα των ανθρωπίνων.

Όλοι γνωρίζουμε ότι μετά από μία επίσκεψη σε κοιμητήριο είμαστε ταπεινότεροι, ευσπλαχνικότεροι, λιγότερο προσκολλημένοι στην ύλη, πιο ανοιχτοί στον Θεό και στον άνθρωπο.
Η μνήμη του θανάτου, για την οποία ο άγιος Ιωάννης της Κλίμακος και άλλοι άγιοι Πατέρες έχουν γράψει πολλά, δεν έχει σχέση με κάποια αρρωστημένη, μελαγχολική και νευρωτική κατάσταση. Κάτι τέτοιο δεν είναι ωφέλιμο στην ψυχή, γιατί φέρει απελπισία και πρέπει με την βοήθεια του πνευματικού να ξεπερνιέται.
Η κατά Θεόν μνήμη του θανάτου είναι κατάσταση χαρισματική και πνευματική που φέρει στην ψυχή ταπείνωση, ειρήνη και χαρά. Είναι δώρο του Θεού και από τον Θεό πρέπει να την ζητούμε.
Πώς επιτυγχάνεται η μνήμη του Θεού;
Όσο ο άνθρωπος ξεπερνά την εγωκεντρική ζωή και αγαπά περισσότερο τον Θεό, τόσο περισσότερο σκέπτεται τον Θεό.
Ο άνθρωπος σκέπτεται αυτό που τον απασχολεί και αυτό που αγαπά. Το είπε και ο Κύριος: «Όπου ο θησαυρός υμών εκεί και η καρδία υμών».
Η μελέτη του Λόγου του Θεού στην Αγία Γραφή και στους Πατέρες της Εκκλησίας, η συναναστροφή μας με ανθρώπους πνευματικούς που αγαπούν τον Θεό, η θερμή προσευχή, η τακτική φοίτηση στις Ιερές ακολουθίες και η συχνή και άξια συμμετοχή μας στην Θεία Κοινωνία αυξάνουν μέσα μας την αγάπη του Θεού και άρα την μνήμη του Θεού.
Ο άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος μας συμβουλεύει: «Μνημονευτέον του Θεού μάλλον ή αναπνευστέον». Δηλαδή, συχνότερα να σκεπτόμαστε, να θυμόμαστε τον Θεό, από όσο αναπνέουμε.
Η συνεχής μνήμη του Θεού φέρει στην ψυχή βαθειά ειρήνη και χαρά, ακόμη και μέσα στις πιο δύσκολες καταστάσεις της ζωής.

(Πηγή: Αγιορειτική Μαρτυρία, τ. 2, σ. 71-72)

ΘΑΒΩΡΕΙΟΥ ΦΩΤΟΣ ΦΩΤΟΧΥΣΙΑ ΗΛΙΑ ΛΙΑΜΗ


9. Η Εκκλησία ως διαρκής πρόταση Μεταμόρφωσης του ανθρώπου και του κόσμου. Η συμβολή του Αγίου Θεολήπτου.
Η εορτή της Μεταμορφώσεως αποτελεί εκ μέρους της Εκκλησίας και πρόταση προς την σημερινή ανθρωπότητα. Η Μεταμόρφωση του Χριστού δείχνει ακριβώς ποιά είναι η Εκκλησία, αλλά και ποιός είναι ο σκοπός της. Στην Εκκλησία ανήκουν οι Προφήτες, οι Απόστολοι και γενικώς όλοι εκείνοι που δέχονται δια της αγιότητας την επουράνια αποκάλυψη. Ανήκουμε όμως και όλοι εμείς, οι οποίοι αναμφίβολα έχουμε ακόμη δρόμο πολύ να διανύσουμε, αγωνιζόμαστε όμως να διατηρήσουμε την ίδια προοπτική. Ο αγώνας της καθάρσεως αφορά τους πάντες και ο Κύριος στηρίζει τον καθένα αναλόγως της διαθέσεως και των δυνάμεών του.
Οι Πατέρες, μιλώντας για την Μεταμόρφωση του Χριστού και την μέθεξη τής θείας δόξης, κάνουν λόγο για προσωπική ανάβαση στο όρος της θεοπτίας, όπως με χαρακτηριστικό τρόπο αναφέρει ο Άγιος Θεόληπτος, Μητροπολίτης Φιλαδελφείας και πνευματικός πατήρ του Αγίου Γρηγορίου του Παλαμά. Ο ιερός Πατήρ διδάσκει πως ο δρόμος αυτός περνά μέσα από την τραχύτητα της άσκησης και του πόνου της αποκοπής από τις μάταιες ηδονές. Όποιος βρεθεί στο νοητό αυτό ύψος του Θαβώρ, είναι πλέον σε θέση να ατενίζει την θεία δόξα, ενεργώντας την απερίσπαστη από πάθη, φαντασίες και κοσμικά νοήματα καθαρά προσευχή. Αυτή γεμίζει με φως την ύπαρξή του, απαλλάσσοντας τον νου από την επιθυμία των πραγμάτων που έχουν μόνον σχήμα αλλ΄ όχι ύπαρξη. Καθίσταται έτσι ο άνθρωπος, ως σώμα, ψυχή και διάνοια, ακόλουθος του Ευαγγελιστή της αγάπης Ιωάννη, που με ζήλο αφοσιώθηκε στον Διδάσκαλό του και τον ακολούθησε, όχι μόνον στο Θαβώρ, αλλά και στην Ουράνια Βασιλεία. Και με υπέροχο τρόπο συνεχίζει:
«Γιατί ο Χριστός με την θεία Του Μεταμόρφωση, προμήνυσε ταυτόχρονα και την άρρητη δόξα, με την οποία θα έρθει να κρίνει τον σύμπαντα κόσμο. Έκανε ακόμα ολοφάνερη την λαμπρότητα της οποίας θα γίνουν μέτοχοι εκείνοι που θα ευαρεστήσουν στον Θεό. Τέλος δίδαξε κάθε πιστό να προετοιμάζει πάντα τον εαυτό του, ώστε να είναι κάθε στιγμή δοχείο κατάλληλο και χωρητικό της θείας ζωής και της μέλλουσας μακαριότητας, όντας σαν το κερί πάντα σε θέση να δεχθεί το θείο φως» [1].

Το Θαβώρειο φως αποτελεί, κατά τον ιερό Πατέρα, δωρεά. Όμως, όπως με άκρως πρωτότυπο τρόπο συμπληρώνει, αναζητά κερί έτοιμο, προκειμένου να μεταλαμπαδευθεί από τον ουρανό στη γη και να μεταδώσει το φως στον κόσμο. Ο κάθε άνθρωπος καλείται να συμπήξει κερί αρετών, ώστε να υποδεχθεί, τόσο σε αυτήν, όσο –κυρίως- στη μέλλουσα ζωή, το Φως της Θεότητος.
Αυτόν τον τύπο του ανθρώπου επιθυμεί να διαμορφώσει η Εκκλησία, ώστε, ως Σώμα Χριστού, «εν ενί στόματι» να δέεται:
“λάμψον και ημίν τοις αμαρτωλοίς το φως σου το αΐδιον”.
Όπως αντίστοιχα, σε μια σχετική ευχή, αισθανόμαστε την ανάγκη να παρακαλέσουμε τον Χριστό:
“Χριστέ, το φως το αληθινόν, το φωτίζον και αγιάζον πάντα άνθρωπον ερχόμενον εις τον κόσμον σημειωθήτω εφ’ ημάς το φως του προσώπου σου, ίνα εν αυτώ οψόμεθα φως το απρόσιτον”.
10. Η αποστολή της Εκκλησίας και όλων ημών.
Ιδού λοιπόν ποιος είναι ο βαθύτερος και ουσιαστικότερος σκοπός της Εκκλησίας: Η ανάδειξη φωτοειδών ανθρωπίνων υπάρξεων, υπάρξεων που έχουν υπερβεί τον εγωκεντρισμό και τον φθόνο, υπάρξεων που βιώνουν κατά το μέτρο των δυνάμεών τους το μυστήριο της ενανθρώπισης του Θεού και μετέχουν στην άρρητη θεία αγάπη και φιλανθρωπία. Αυτές οι υπάρξεις, όλοι εμείς εν δυνάμει, αποτελούμε την ελπίδα δημιουργίας μιας ανθρώπινης κοινωνίας, διαποτισμένης από ειρήνη, αγάπη και δικαιοσύνη. Τα δεινά του εγωκεντρισμού, που τόσο επώδυνα βιώνουμε καθημερινά και πρόσφατα έδωσαν τροφή σε πυρ, όχι Άκτιστο, αλλά καταστροφικό και φρικώδες, μπορούν να αποτελέσουν για όλους μας αφορμή εγρήγορσης και αναζήτησης οδών που οδηγούν στο όρος Θαβώρ. Το φώς της Θεότητος του Χριστού μας παραμένει αναλλοίωτο και ζωογόνο και περιμένει όλους εμάς να καταστούμε άξιοι να το ατενίσουμε, αλλά και να το διακηρύξουμε στον κόσμο. Όπως περιγράφει ο Γέροντας Σωφρόνιος του Έσσεξ, «η ψυχή κατά την όραση του Φωτός και μετά απ’ αυτήν είναι γεμάτη από βαθειά ειρήνη και από την γλυκύτητα της αγάπης του Θεού. Εξαφανίζεται απ’ αυτήν κάθε επιθυμία δόξας, πλούτου, οποιασδήποτε γήϊνης ευτυχίας, ακόμη κι αυτής της ίδιας της ζωής. Όλα αυτά θεωρούνται ‘σκύβαλα’ και η επιθυμία της την σύρει προς το ζωντανό άπειρο, το Χριστό, στον οποίο δεν υπάρχει ούτε αρχή ούτε τέλος ούτε σκοτάδι ούτε θάνατος».
Πολλές επιλογές δεν απέμειναν πλέον. Η ανθρωπότητα, ή θα βρει ξανά τον πνευματικό της προσανατολισμό, ή θα υφίσταται με όλο και μεγαλύτερη ένταση τα δεινά της αποστασίας της.
Στο δίλημμα αυτό, η Εκκλησία θα παραμένει πάντα οδοδείκτης σωτηρίας και ο καθένας από μας, μέσω της προσωπικής του μεταμόρφωσης, μπορεί να καταστεί ζωντανή μαρτυρία και βάσιμη ελπίδα υπέρβασης της αμαρτίας και του θανάτου για τον μικρόκοσμό του και για ολόκληρη την οικουμένη. _

Παραπομπή:

Σχετικά με τον βίο και την προσωπικότητα του αγ. Θεολήπτου, βλ. Θεολήπτου Φιλαδελφέιας του Ομολογητού (1250-1322) βίος και έργα, τόμ. Α` και Β`. Εισαγωγή, κριτικό κείμενο και σχόλια Ι. Κ. Γρηγορόπουλου, εκδ. Τέρτιος, Κατερίνη 1996

Θαβωρείου φωτός φωτοχυσία Ηλίας Λιαμής, δρ. Θεολογίας, Καθηγητής Μουσικής



7. Η αποκατάσταση της ανθρώπινης αξίας και του νοήματος ζωής.
Πέραν όμως όλων των θεολογικών και πνευματικών αληθειών που αφθόνως πηγάζουν από το σημερινό γεγονός, ελπίδα και παρηγοριά εκχέονται προς εμάς σήμερα. Εν μέσω καιρών, όπου η ανθρώπινη αξία διαρκώς υποβαθμίζεται και ο φόβος διαποτίζει ολόκληρη την ανθρωπότητα, η εορτή αυτή έρχεται να αποκαταστήσει την αξία και την μοναδικότητα της ανθρώπινης φύσης και να διαβεβαιώσει τον καθένα από μας για την προοπτική και τις δυνατότητες που αποκατέστησε για τον καθένα από μας ξεχωριστά ο Ιησούς Χριστός. Το θαυμαστό γεγονός που πραγματοποιήθηκε στο όρος Θαβώρ μας διαβεβαιώνει πως στον πυρήνα της ύπαρξης μας λάμπει μια ακτίνα από εκείνο το υπερκόσμιο φως της Μεταμορφώσεως. Η Χριστός αποκατέστησε την συγγένεια ανθρώπου και Θεού, γεγονός που δίνει στην ύπαρξή μας την προοπτική της αθανασίας. Γεγονός είναι πως η αποκατάσταση αυτή δεν σημαίνει και την αυτόματη μεταμόρφωση των ανθρώπων και της κοινωνίας. Περιτριγυριζόμαστε από φθορά, φρίκη και απόγνωση. Οι άνθρωποι αναζητούν νόημα ζωής και περιφέρονται από απάτη σε απάτη και από ουτοπία σε ουτοπία. Όποιος όμως αναλάβει τον πνευματικό αγώνα της αγιότητας, όπως τον περιγράφουν οι παλαιοί και νεοφανείς άγιοι, οι οποίοι έλαβαν προσωπική πείρα του Φωτός της Μεταμορφώσεως, βλέπουν την ζωή τους να νοηματοδοτείται και τις δυνάμεις τους, ενισχυμένες από την παρουσία του Θεού, να είναι σε θέση να αντιμετωπίσουν την κατήφεια, την απελπισία, ακόμη και τον ίδιο τον θάνατο.

8. Η Θεολογία ως εμπειρία
Το Θαβώρειο Φως αποτελεί για την Ορθόδοξη Εκκλησία το μέγιστο ύψος της Θεολογίας της. Για την Ορθοδοξία, η Θεολογία δεν υπήρξε ποτέ μόνον διανοητική ενέργεια και στοχασμός. Ούτε όμως υπήρξε και μια απλή ηθική συμμόρφωση σε εντολές. Τελικός στόχος είναι η εμπειρία του Φωτός, η οποία αποτελεί εκδήλωση μιας προσωπικής σχέσης με τον Ιησού και την κορυφαία πρόγευση της αιωνιότητας. Για τον λόγο αυτό, οι Πατέρες ονομάζουν την εμπειρία αυτή «αρραβώνα της μελλούσης ζωής» και προς αυτήν κατατείνουν όλες οι μορφές της ασκήσεως και όλος ο κόπος καλλιέργειας των αρετών. Το Άκτιστο Φως μεταβάλλει τον άνθρωπο, από παρατηρητή σε συμμέτοχο όλων των γεγονότων της ζωής του Χριστού, από την Θεία Γέννηση έως την Ανάσταση, και τον κατακλύζει από την βεβαιότητα των επουρανίων αγαθών. Ίσως ο πιο αρμόδιος να περιγράψει αυτή την εμπειρία να είναι ο Άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς, ο οποίος συμπεριέλαβε στην θεολογία του όλη την παράδοση της Εκκλησίας για τις Άκτιστες ενέργειες του Θεού και ανεδείχθη μέγας Πατήρ αλλά και υπερασπιστής της Ορθόδοξης Θεολογίας στις επιθέσεις των καινοφανών διδασκαλιών της Δύσεως:
«Βλέπει βεβαίως (ο μοναχός) ως φως εκείνο το αγαπητότατο πράγμα που αρπάζει τον νου, τον κάνει να εξίσταται από όλα και τον στρέφει ολόκληρο μόνο σ’ αυτό, είναι αποκαλυπτικό άλλ’ όχι αισθητών σωμάτων, το βλέπει να μη τελειώνη ούτε προς τα κάτω ούτε προς τα άνω ούτε προς τα πλάγια, και δεν διακρίνει κάποιο τέλος του φωτός που βλέπει και τον περιλάμπει, αλλά σαν να ήταν ήλιος που είναι απειροπλάσια λαμπρότερος και μεγαλύτερος του σύμπαντος. στο μέσον δε ευρίσκεται αυτός, όντας ολόκληρος οφθαλμός. κάτι τέτοιο είναι εκείνο (η έκστασις )» (Υπέρ των ιερώς ησυχαζόντων, 1, 3).

Θαβωρείου φωτός φωτοχυσίαΗλίας Λιαμής, δρ. Θεολογίας, Καθηγητής Μουσικής,



του Αγίου Θεολήπτου Φιλαδελφείας.
1. Το γεγονός της Μεταμορφώσεως στην Ορθόδοξη Λατρεία
Η εορτή της Μεταμορφώσεως αποτελεί έναν από τους σημαντικότερους σταθμούς στον εορταστικό κύκλο της Εκκλησίας μας αλλά και ένα από τα σημαντικότερα γεγονότα της επίγειας παρουσίας του Χριστού μας στη γη .
Χωρίς καμία αμφιβολία, πρόκειται για ένα γεγονός, που η ανθρώπινη γλώσσα αδυνατεί να περιγράψει επακριβώς . Οι Ευαγγελιστές των Συνοπτικών Ευαγγελίων, στα οποία αναφέρεται το γεγονός, χρησιμοποιούν το λευκό του χιονιού ή το φως τού ήλιου για να περιγράψουν κάτι, που είναι βέβαιον πως δεν ανήκει στον κόσμο τούτο.
Η Ορθόδοξη εικονογραφία επιχειρεί να συμβάλλει κι εκείνη στην περιγραφή αυτού του υπερκόσμιου γεγονότος. Ο Ορθόδοξος εικονογράφος χρησιμοποιεί το πιο λαμπρό λευκό χρώμα της παλέτας του, προκειμένου να απεικονίσει τα ιμάτια τού Ιησού, ενώ τοποθετεί στο κάτω μέρος της εικόνας τους Μαθητές καταγής, να αποστρέφουν το πρόσωπο, έμπλεοι φόβου, χαράς και θαυμασμού. Παράλληλα, ο Ορθόδοξος υμνογράφος μάς εξηγεί πως την ημέρα εκείνη οι Μαθητές ατένισαν ένα μέρος της Θεότητας «καθώς ηδύναντο», δηλ. ανάλογο των δυνάμεών τους. Είναι όμως φανερό από τη στάση του σώματός τους, πως οι τρεις παριστάμενοι την ημέρα εκείνη βιώνουν εμπειρίες πρωτόγνωρες, ευρισκόμενοι σε πλήρη αδυναμία να τις διαχειριστούν. Γνωρίζουμε από την αντίστοιχη περικοπή, πως, ενώ κατ΄ αρχάς χαίρονται και αναφωνούν “καλόν εστιν ημάς ώδε είναι, ει θέλεις, ποιήσωμεν ώδε τρεις σκηνάς, σοί μίαν και Μωσεί μίαν και μίαν Ηλία”, στην συνέχεια, βιώνουν τρόμο, καθώς τους επισκιάζει η φωτεινή νεφέλη και ακούγεται η φωνή του Πατρός. (Ματθ. ιζ’, 6).

Οι Πατέρες της Εκκλησίας (Μ. Βασίλειος, άγ. Ιωάννης Χρυσόστομος και άγ. Γρηγόριος Παλαμάς) λέγουν ότι έπεσαν στην γη από την αδυναμία τους να ατενίσουν την περίσσεια της λαμπρότητος του υπερκόσμιου Φωτός. Είναι όμως σαφές πως ο ήχος, ως μέγεθος που έχει την ιδιότητα να φτάνει μέχρι τα κατάβαθα της ύπαρξης, πολλώ δε μάλλον ο ήχος της Πατρικής φωνής, φαίνεται στην εικόνα να συγκλονίζει τους τρεις Μαθητές και να συμπληρώνει καταλυτικά την θεοπτία.
2. Η κορυφαία εμπειρία των Μαθητών.
Δεν ήταν η πρώτη φορά που οι Μαθητές λάμβαναν γνώση των υπερκόσμιων χαρακτηριστικών του Διδασκάλου τους. Με τρόπο συγκλονιστικό δέχτηκαν την κλήση τους και απόδειξη αυτού είναι η προθυμία τους να Τον ακολουθήσουν, εγκαταλείποντας τα πάντα. Επί τρία χρόνια έβλεπαν γεγονότα θαυμαστά και μόνον εκείνοι γνωρίζουν τι εμπειρίες είχαν, πέραν εκείνων που αναφέρει το Ευαγγέλιο. Εκείνη όμως την ημέρα, όλη αυτή η προετοιμασία αποδείχτηκε ανεπαρκής για να κατανοήσουν το γεγονός της Μεταμορφώσεως. Η Ευαγγελική περικοπή μάς επιτρέπει να υποθέσουμε την άφατη και υπερκόσμια ψυχική και πνευματική ηδονή που βίωσαν. Διαβάζουμε, πως αν μπορούσαν, θα παρέτειναν την εμπειρία αυτή για πάντα. Ζητούν από τον Διδάσκαλο να στήσουν τρεις σκηνές, μία του Κυρίου, μία του Μωυσή και μία του προφήτη Ηλία, ώστε να εγκατασταθούν εκεί. Ανάλογες εμπειρίες αφάτου ηδονής περιγράφουν και παλαιότεροι, αλλά και σύγχρονοι άγιοι ασκητές. Μιλούν για την απέραντη γλυκύτητα της συνομιλίας που αξιώθηκαν, άλλοτε με τον Χριστό, άλλοτε με την Θεοτόκο και άλλοτε με τους Αγίους, ενώ συμπίπτουν απολύτως ως προς την εμπειρία υπέρβασης του χώρου και του χρόνου.
3. Η Μεταμόρφωση ως αμφίδρομη διαδικασία.