Κυριακή 23 Αυγούστου 2015

"ΕΚΦΡΑΣΙΣ ΜΟΝΑΧΙΚΗΣ ΕΜΠΕΙΡΙΑΣ" Ἀνθολόγιο ἀποσπασμάτων ἐπιστολῶν ἐκ τοῦ βιβλίου Γέρων Ἰωσήφ ὁ Ἡσυχαστής Ἐπιστολή Ζ΄ Ἄκουσον ἕνα γεγονός ὅπου ἔγινεν εἰς ἐμένα.


http://www.egolpion.com/img/logos/ekfrasis_monaxikhs_empeirias-exofullo.jpghttp://diakonima.wpengine.netdna-cdn.com/wp-content/uploads/2014/01/joseph1.jpg 
d47




  Ἄκουσον ἕνα γεγονός ὅπου ἔγινεν εἰς ἐμένα. (Ἐπιστολή Ζ΄).
https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEis8eYBM9mJ7I_CZlCNi6GKOnTy3T6MSiY2V9y0fgpau1vj_Jk9mWTJfsM1sThPC7h0KcCdvmS4GAr1UQ5FWhV9QLA40mhvSc4tI1P6_N3q13U-83SsO6gUHTrRCHN6fbFt5mYZ2MLgP48/s1600/IMG_2278.JPG
Πλήν ὅμως ὑπομένων τάς δοκιμασίας σου τόσην χάριν θά λάβῃς κατ' ἄντικρυς, ἀναλογία τῶν πειρασμῶν, ὅπου μέτρον δέν ἔχει. Ὥστε μή νομίσῃς ὅτι, αν παραιτηθῇς ἀπό αὐτόν, δέν θά σοῦ ἔλθῃ ἄλλος πειρασμός. Ἀπαραιτήτως θά ἔλθῃ. Καί ἄν φανῇς ἄνανδρος εἰς αὐτόν, καί εἰς ὅλους τούς πειρασμούς ἔτσι θά εἶσαι.

Διότι ὁ πειρασμός μέσας μας εἶναι. Δέν τόν βλέπεις, παιδί μου; Γιά πρόσεξέ τον! Αὐτός ἐξ ὀμφαλοῦ γαστρός ἀνεβαίνει εἰς τήν καρδίαν. Πυρώνει αὐτήν. Θερμαίνει τό αἷμα καί ἀνεβαίνει εἰς τόν λαιμόν. Κτυπᾷ στό κεφάλι. Σκοτίζει τόν νοῦν. Καί ὠσάν κόμπος στέκει στόν λάρυγγα καί φράζει καί αὐτήν τήν ἀναπνοήν καί πνείγει τόν ἄνθρωπον.

http://www.augoustinos-kantiotis.gr/wp-content/uploads/2011/09/KYRIOS-8017.jpg
Λοιπόν ἠμπορεῖ νά εἶναι ὁ ἄλλος πού τόν κινεῖ ὁ χειρότερος ἄνθρωπος, ἤ μᾶλλον τόν βάζει καί ἐκεῖνον ὁ πειρασμος διά νά ταράξῃ καί συγχύσῃ ἐσένα. Ὅμως ὁ Κύριος τόν ἀφήνει νά γίνεσαι καθ' ἑκάστην δκοκιμώτερος, καί νά ἔλθῃς εἰς ἀπάθειαν. Διότι, ὁπόταν ἐσύ ἑτοιμάζεσαι καί τόν περιμένῃς, δέν συγχύζεσαι., δέν ταράττεσαι· δέν γίνεσαι ἐκτός ἑαυτοῦ.


ΕΚΔΟΣΙΣ ΙΕΡΑΣ ΜΟΝΗΣ ΦΙΛΟΘΕΟΥ

Ουρανοδείκτες Σωτηρίας



…Λοιπόν, όταν εσύ δεν αμαρτάνεις, δεν ψεύδεσαι, δεν κατακρίνεις, δεν πονηρεύεσαι κατά του πλησίον σου, τότε έχεις φόβο Θεού. Τότε είσαι σοφός και κατανοείς το Θεό, και για να μην Τον λυπήσεις δεν αμαρτάνεις. Και αυτή είναι η όραση του Θεού, και ο Θεός που βλέπει τα πάντα σε σκεπάζει από τις παγίδες του σατανά.
…Όλες τις θλίψεις, παιδί μου, αν τις υπομένουμε, βρίσκουμε Χάρη παρά Κυρίου. Γι’ αυτό μας αφήνει ο Κύριος να πειραζόμαστε, για να μας δοκιμάζει και να μας πλέξει στεφάνους.
…Παραιτήσου από το δικό σου θέλημα, για να βρεις ειρήνη ψυχής. Γιατί το θέλημα του ανθρώπου έχει γίνει χάλκινο τείχος και εμποδίζει το φωτισμό και την ειρήνη
… Όντως μέγα είναι, στ’ αλήθεια, το μυστήριο της υπακοής! Αφού ο γλυκύς μας Ιησούς πρώτος χάραξε το δρόμο και έγινε παράδειγμα για μας, πόσο μάλλον εμείς είμαστε οφειλέτες να Τον μιμηθούμε.
Ο μοναχός δεν αλλάζει τόπο κατοικίας, χρώμα ενδυμάτων και ιδίως νοημάτων. Ο μοναχός και η μοναχή αλλάζουν νουν και καρδιά μαζί. Δε σκέφτονται όπως οι κοσμικοί.
Όλη η δύναμη της ψυχής είναι η προσευχή. Και καθώς το σώμα δυναμώνει με τις τροφές και τα διάφορα καρυκεύματα που του προσφέρουμε, έτσι και η ψυχή μας θέλει ευχή, ανάγνωση, λόγο προφορικό, να βλέπει παράδειγμα και έτσι λίγο-λίγο ξυπνάει
… Με πολλή απλότητα να πορεύεσαι, για να βρεις την καθαρότητα της ψυχής. Η απλότητα είναι μεγάλη ευτυχία για την ψυχή
… Τους μεν κανόνες οι άνθρωποι τους κατάργησαν, αλλά δεν τους κατάργησε ο Θεός. Μένουν, όπως τους έθεσαν οι Πατέρες και οι θείοι Απόστολοι. Επομένως να τους φυλάττουμε, αν θέλουμε να σώσουμε την ψυχή μας, για να μη βρούμε αντιμέτωπο το Θεό να υπερασπίζει τους νόμους των αγαπητών Του δούλων.
Το στόμα σου αδιαλείπτως να μελετά την ευχή: “Κύριε Ιησού Χριστέ, Υιέ του Θεού, ελέησόν με”
… Με την ευχή, θα καθαρίσει ο νους σου και θα την κατεβάσει στην καρδιά και θα γίνει διαδρομή, ένωση νου, λόγου και καρδιάς, και θα γίνει Παράδεισος μέσα σου.
Από τη στιγμή που αρχίζουμε να διαπράττουμε την αμαρτία γινόμαστε δούλοι των δαιμόνων.
Ο φιλάνθρωπος Θεός έκανε τον άνθρωπο αυτεξούσιο και μας δίδαξε να μη μετέχουμε σε πράξεις αισχρές και δε σκεπτόμαστε σοβαρά τα θεία και σωτήρια λόγια Του.
Δεν υπάρχει άλλη θυσία τόσο ευώδης προς το Θεό, όσο η αγνότητα του σώματος.
Τίποτε άλλο δε μισεί τόσο ο Θεός, όσο την παράνομη ηδονική ακαθαρσία του σώματος.
Σ’ αυτή τη ζωή είναι αγώνας. Με τα ακάθαρτα πνεύματα πολεμάς, που δε σου ρίχνουν γλυκά και λουκούμια, αλλά σφαίρες οξείες που θανατώνουν ψυχή, όχι σώμα…
(Γέροντος Ιωσήφ Ησυχαστή)
(Από το ημερολόγιο “Ουρανοδείκτες Σωτηρίας” των εκδόσεων Ορθόδοξος Κυψέλη)

Τότε το θέλημα του Θεού καλύπτεται καθώς ο ήλιος από τα σύννεφα! (κατά την διδασκαλία του Οσ. Ιωσήφ του Ησυχαστού)





Η επιθυμία μας συγκεντρωνόταν στην γνώση του θείου θελήματος. Με ποιό τρόπο μπορεί κάποιος να γνωρίσει το θείο θέλημα; Μας έλεγε· «γι’ αυτό ρωτάτε, παιδιά, που είναι το βασικότερο πράγμα;». Εμείς τον προκαλούσαμε με περισσότερη περιέργεια· «μα, Γέροντα, δεν είναι πλήρως γνωστό το θέλημα του Θεού διαμέσου των Γραφών και όλης της θείας αποκαλύψεως; Τί άλλη απορία πρέπει να έχουμε εμείς ως μοναχοί, αφού τα πάντα είναι στη ζωή μας κανονισμένα;». Και ο Γέροντας απαντούσε: «Ο Θεός να σας δώσει «σύνεσιν εν πάσιν». Ο όσιος Νείλος ο Καλαβρός ευχόταν να του δοθεί «νοείν και λέγειν κατά το θείο θέλημα». Περιεκτικά, η αγαθοεργία και κάθε άλλη εντολή είναι θέλημα του Θεού, αλλά η λεπτομέρεια που το συνοδεύει είναι άγνωστη· «τίς γαρ έγνω νουν Κυρίου;» και πάλι· «τα κρίματα Κυρίου ωσεί άβυσσος πολλή». Το θείο θέλημα δεν διακρίνεται μόνο από τον χρόνο, αλλά και από τον τόπο, τα πρόσωπα, τα πράγματα, καθώς και από την ποσότητα, τον τρόπο και, την περίσταση. Και μόνον αυτό; Ο ίδιος ο άνθρωπος, όταν αλλάζει διάθεση, μεταβάλλει πολλές φορές και την θεία απόφαση. Ως εκ τούτου δεν είναι αρκετό να γνωρίζει κάποιος την γενική έκφραση του θείου θελήματος. Χρειάζεται να έχει και την ειδική κρίση του θέματος που απασχολεί, γιατί μόνο έτσι είναι βέβαιη η επιτυχία. Ο κύριος στόχος του θείου θελήματος είναι η έκφραση και εκδήλωση της θείας αγάπης, γιατί ο σκοπός όλων των κινήσεων μας είναι να γευθούμε το πλήρωμα της αγάπης Του. Εφόσον «καν τε ζώμεν καν τε αποθνήσκωμεν του Κυρίου εσμέν», άρα το θέλημα που ζητάμε -όσο και αν φαίνεται ότι είναι προσωπικό ή κάποιου από τους γνωστούς μας- έχει το κέντρο του βάρους του στο θείο Πρόσωπο, για χάρη του οποίου «ζώμεν και κινούμεθα και εσμέν». Ξεχνάτε την Κυριακή προσευχή στον κήπο της Γεθσημανή. «ει δυνατόν παρελθέτω… πλην ουχ ως εγώ θέλω αλλ’ ως Συ». Κάθε προσπάθεια που γίνεται με σκοπό την υπακοή στο προσκυνητό θείο θέλημα, αν δεν έχει ως βάση την αγάπη προς Αυτόν, κινδυνεύει να είναι ανθρώπινη ενέργεια, ή καλύτερα αδυναμία! Αν κατά τον Παύλο οφείλουμε «υποτάσσειν παν νόημα εις την υπακοήν του Χριστού», γιατί «ουκ εσμέν εαυτών», πώς θα γίνει συνειδητό στον υπήκοο, αν δεν γίνει με ακρίβεια γνωστό το θέλημα του Θεού για την περίπτωση αυτή; Άλλωστε και η θεία Χάρις που ακολουθεί, προς την οποία και σπεύδουμε, φανερώνεται μόνο στην τελεία υπακοή.
Όταν λοιπόν θέλετε να μάθετε το θέλημα του Θεού, θα αφήσετε τελείως το δικό σας μαζί με κάθε άλλη σκέψη ή πρόγραμμα, και με πολλή ταπείνωση θα ζητήσετε στην προσευχή σας την επίγνωσή του και ό,τι θα φανερωθεί ή θα βαρύνει στην καρδιά σας κάντε το και θα είναι το θέλημα του Θεού. Όσοι έχουν περισσότερη παρρησία και καλή συνήθεια να προσεύχονται γι’ αυτό, ακούν μέσα τους ευκρινέστερα την «πληροφορία», γίνονται προσεκτικότεροι στη ζωή τους και δεν κάνουν τίποτε χωρίς θεία πληροφορία.
Υπάρχει και άλλος τρόπος επιγνώσεως του θελήματος του Θεού που χρησιμοποιεί γενικά η Εκκλησία: η συμβουλή διαμέσου των πνευματικών πατέρων ή εξομολόγων. Η μεγάλη ευλογία της υπακοής, που επισκιάζει ευεργετικά όσους την εκτιμούν, γίνεται γνώση σε ό,τι αγνοούν και σκέπη και δύναμη να εφαρμόσουν την συμβουλή-εντολή, γιατί ο Θεός αποκαλύπτεται στους υπηκόους με την πατρική του ιδιότητα. Η τελειότητα της υπακοής, ως παναρετής, εξομοιώνει τους οπαδούς της με τον Υιό του Θεού, ο οποίος έγινε «υπήκοος μέχρι… σταυρού». Και όπως δόθηκε στον Ιησού μας κάθε εξουσία και όλη η ευδοκία του Θεού Πατέρα, έτσι δίνεται και στους υπηκόους η πληροφορία του θείου θελήματος και η Χάρις προς την επιτυχή και τέλεια εκτέλεσή του.
Όσοι ρωτούν πνευματικούς ανθρώπους, για να μάθουν το θείο θέλημα, ας γνωρίζουν την εξής λεπτομέρεια. Το θέλημα του Θεού δεν αποκαλύπτεται μαγικά, ούτε έχει θέση σχετικότητας, αφού δεν περικλείεται στα στενά πλαίσια της ανθρώπινης λογικής. Συγκαταβαίνει ο πανάγαθος Θεός στην ανθρώπινη αδυναμία και πληροφορεί τον άνθρωπο, που κατ’ αρχάς πιστεύει απόλυτα και ύστερα ταπεινώνεται διψώντας με πόθο την πληροφορία και έχοντας την διάθεση να την εκτελέσει. Γι’ αυτό με πίστη και ευγνωμοσύνη αποδέχεται τον πρώτο λόγο του πνευματικού οδηγού που τον συμβουλεύει. Όταν όμως οι προϋποθέσεις της πίστεως, της υπακοής και της ταπεινώσεως δεν συμβαδίζουν και αντιλέγει ή αντερωτά και, το χείριστο, σκοπεύει να ρωτήσει και άλλους, τότε το θέλημα του Θεού καλύπτεται καθώς ο ήλιος από τα σύννεφα. Το θέμα αυτό είναι λεπτό και χρειάζεται πολλή προσοχή. Λέει ό άββάς Μάρκος«άνθρωπος υποτίθεται τω πλησίον, καθ’ α επίσταται· Θεός δε ενεργεί τω ακούοντι, καθ’ α επίστευσεν». Απαραίτητη προϋπόθεση στην αναζήτηση του θείου θελήματος είναι να καταστεί αυτός που το ζητάει δεκτικός αυτής της αποκαλύψεως, γιατί όπως προανέ­φερα, το θείο θέλημα με τον υπερφυσικό του χαρακτήρα, δεν περιέχεται ούτε εισέρχεται μαγικά σε θέσεις και τόπους και όργανα, αλλά αποκαλύπτεται μόνο στους άξιους αυτής της θείας συγκαταβάσεως».
Τώρα θυμάμαι τί συνέβαινε και σε μας, όταν ρωτούσαμε τον Γέροντα να μάς πει το θέλημα του Θεού. Είχαμε συνηθίσει από την προηγούμενη πείρα και δεχόμασταν τον πρώτο λόγο του ως απόλυτο, χωρίς αντίρρηση. Έτσι όλα γίνονταν «κατ’ ευχήν», ακόμα και εκεί που υπήρχαν κάποιες αμφιβολίες στηριζόμενες στην ανθρώπινη λογική. Ξέραμε ότι, αν προβάλλαμε κάποια αντιλογία με εύλογες προφάσεις κατά την κρίση μας, ο Γέροντας θα υποχωρούσε λέγοντας «κάνετε όπως νομίζετε», αλλά η μυστηριώδης δύναμη και σκέπη της επιτυχίας χανόταν από εμάς. Άρα ο «πρώτος λόγο;» του πνευματικού πατέρα όταν γίνεται αποδεκτός με πίστη και υπακοή, εκφράζει το θειο θέλημα. Στην γενικότερη μορφή του το θέμα είναι πολύπλοκο και δυσδιάκριτο, γιατί όπως γνωρίζουμε, και στους τελείους ακόμα δεν είναι πάντοτε γνωστό το θείο θέλημα, ιδίως όταν το απαιτεί ο άνθρωπος μέσα σε περιορισμένα χρονικά όρια. Άλλοτε προκύπτει δυσχέρεια και από την κατάσταση του ανθρώπου που ενδιαφέρεται. Ανάλογα με τον βαθμό που είναι ελεύθερος από εμπαθείς τάσεις και επιθυμίες που επηρεάζουν τις κινήσεις και τις αποφάσεις του, επιβάλλεται και υπομονή.
Εγώ προσωπικά άκουσα από πνευματικό πρόσωπο και κατά πάντα αξιόπιστο, ότι παρακάλεσε τον Θεό να του φανερώσει το θέλημά Του για ένα ζήτημα της προσωπικής του ζωής, και πήρε την πληροφορία που ζητούσε μετά σαράντα δύο χρόνια! Και εγώ με την ραθυμία μου τρόμαξα, θαυμάζοντας την δική του σιδηρά υπομονή.
Το γενικό συμπέρασμα είναι ότι η διάγνωση του θείου θελήματος είναι ένα από τα λεπτότερα και πολυπλοκότερα θέματα στην πνευματική ζωή. Ιδιαίτερα ισχύει αυτό για όσους προσπαθούν να γνωρίσουν το θέλημα του Θεού με την βοήθεια της προσευχής. Αυτό αν και ενδείκνυται σύμφωνα με το «κρούετε, ζητείτε και αιτείτε και δοθήσεται υμίν», εν τούτοις προϋποθέτει υπομονή, δοκιμασίες, πειρασμούς και πείρα, για να εκλείψουν τα πάθη και το «ίδιον» θέλημα, που αποστρέφεται η άκρα λεπτότητα και ευαισθησία της θείας Χάριτος. Πάντως, είτε είναι κοπιαστικό είτε χρειάζεται υπομονή, η προσευχή παραμένει απαραίτητη ως το μοναδικό μέσο κοινωνίας με τον Θεό και ο μόνος τρόπος να γνωρίσουμε το θείο θέλημά Του.

(Γέροντος Ιωσήφ Βατοπαιδινού, «Ο Γέροντας Ιωσήφ ο Ησυχαστής», εκδ. Ι.Μ.Βατοπαιδίου-Ψυχωφελή Βατοπαιδινά 1)

Εκείνο το βράδυ μού έδειξεν ο Θεός την κακίαν του Σατανά.



ΕΚΕΙΝΟ ΤΟ ΒΡΑΔΥ ΜΟΥ ΕΔΕΙΞΕΝΟ ΘΕΟΣ ΤΗΝ ΚΑΚΙΑΝ ΤΟΥ ΣΑΤΑΝΑ (ΕΠΙΣΤΟΛΗ ΚΔ’)
του μακαριστού γέροντα
Ιωσήφ του Ησυχαστή
Μη ξενίζεσαι, τέκνον μου. Έτσι είναι ο μοναχός. Ο βίος τού μονάχου είναι μαρτύριον διαρκές. Ο γλυκύς Ιησούς μέσα εις τας θλίψεις γνωρίζεται. Και μόλις θα τον ζήτησης, θα σου προβάλη τας θλίψεις. Η αγάπη Του είναι μέσα στα βάσανα. Ολίγον μέλι σου δείχνει και αποκάτω έχει κρύψει ολόκληρον αποθήκην πικρίας. Προηγείται το μέλι της χάριτος και ακολουθεί η πικρία των πειρασμών.
Όταν θελήση να σου στείλη τα βάσανα σε ειδοποιεί και ως αγγελιαφόρον σου στέλνει ανάλογον χάριν. Ως να σου λέγη: Γίνου έτοιμος! Να περιμένης πόθεν θα σε προσβάλη και θα χτυπήση ο εχθρός.Και ούτως αρχίζει ο σος αγών και η πάλη.
Πρόσεχε, μη δειλιάσης. Μη ξενίζεσαι, όταν πέ­φτουν κανόνια, αλλά στήθι ανδρείως ως τού Χριστού στρατιώτης, ως δόκιμος αθλητής, ως γενναίος πολεμιστής. Διότι εδώ η παρούσα ζωή είναι στάδιον του πολέμου. Εκείθεν θα είναι η ανάπαυσις. Εδώ εξο­ρία, εκείθεν η αληθινή μας πατρίδα.
Δεν σε είπον και άλλην φοράν; Οκτώ έτη εις την αρχήν είχα μάχην φρικτήν μετά των δαιμόνων. Κάθε νύκτα λυσσώδης αγών και την ημέραν οι λογισμοί και τα πάθη. Ήρχοντο με σπαθιά, αξίνες, μπαλτάδες και φτυάρια.
– Όλοι επάνω του! φώναζαν. Μαρτύριον ετραβούσα.
– Πρόφθασε, Παναγία μου! φώναζα- και άρπαζα ένα- και δος του εκτυπούσα στους άλλους˙ έσπαζα τα χέρια μου στα ντουβάρια.
Και κατά τύχην ήλθε κάποιος γνωστός μας από τον κόσμον, να μας ιδή. Και την νύκτα τον έβαλα στο μικρό μου καλυβάκι να κοιμηθή. Και έρχονται οι δαίμονες, καθώς είχαν συνήθειαν εις εμένα, και τον πιάνουν στο ξύλο, και βάζει κάτι φωνές! Έφριξεν ο άνθρωπος. Κόντευσε να τα χάση. Τρέχω ευθύς.
– Τι έχεις; τον λέγω.
– Οι δαίμονες, λέγει, παρ’ ολίγον με έπνιγαν! Με σκότωσαν στο ξύλο!
– Μη φοβείσαι, τον λέγω, εδικές μου ήταν αυτές και απόψε κατά λάθος τις έφαγες εσύ! Όμως μην ανησυχής. Τον είπα και άλλα τοιαύτα φαιδρά να τον ηρεμήσω. Άλλ’ εστάθη αδύνατον. Δεν ημπορούσε πλέον να μείνη στον τόπον εκείνον του μαρτυρίου.
Έντρομος εκύτταζε δεξιά-αριστερά και παρεκάλει να φύγη. Νύχτα-μεσάνυχτα τον ωδήγησα στην Αγία Άννα και επέστρεψα.
Ήμεθα εις τον Άγιον Βασίλειον τότε.
Λοιπόν μετά οκτώ έτη τοιαύτα, από το ξύλον, όπου έδινα κάθε ημέραν στο σώμα μου δια τον πόλεμον της σαρκός, από την νηστείαν που έκαμα,αγρυπνίαν και λοιπά αγωνίσματα, έγινα πτώμα. Και έπεσα ασθενής. Καιαπελπίσθηκα πλέον ότι δεν υπάρχει ελπίς να νικήσω τους δαίμονας και τα πάθη.
Και μίαν νύκτα όπως ήμουν καθήμενος άνοιξεν η θύρα. Εγώ σκυφτός ευχόμην νοερώς και δεν κύτταξα. Είπα ότι ο π. Αρσένιος άνοιξε. Κατόπιν αισθάνο­μαι κάτω μου ένα χέρι να με ερεθίζη προς ηδονήν. Κυττάζω και βλέπω τον δαίμονα της πορνείας, τον ψωριάρη. Όρμησα επάνω του ωσάν σκύλος – τέτοια μανία τον είχα – και τον άρπαξα. Και στην αφήν μου αι τρίχες του ήσαν όπως του χοίρου. Και έγινεν άφαντος. Εγέμισε βρώμα όλος ο τόπος. Και απ’ αυτήν την στιγμήν έφυγε μαζί του και ο πόλεμος της σαρκός. Και έγινα πλέον ως βρέφος σε μεγάλην απάθειαν.
Εκείνο το βράδυ μου έδειξεν ο Θεός την κακίαν τού Σατανά.
Ήμην πολύ υψηλά εις ένα ωραίον μέρος, και κάτωθεν μεγάλη πλατέα, και πλησίον η θάλασσα. Και είχαν στήσει οι Δαίμονες μυριάδες παγίδες. Και επερνούσαν οι μοναχοί- και πίπτοντας αι παγίδες άλλον έπιαναν από το κεφάλι, άλλον από το πόδι, άλλον από το χέρι, από τα ρούχα, από όπου ήτον τρόπος τον καθένα. Ο δε βύθιος δράκων είχε το κεφάλι του έξω από την θάλασσαν και – βγάζων πυρ από το στόμα του, μάτια και μύτη – έχαιρε και ηγάλλετο εις την πτώσιν των μοναχών. Εγώ δε βλέπων τον ύβριζα.
– Ω βύθιε δράκον! έλεγα. Δι’ αυτό μας απατάς και μας παγιδεύεις!
Και συνήλθα έχων χαράν και θλίψιν ομοίως. Χαράν, διότι είδον τες παγίδες του Διαβόλου. Θλίψιν δια την πτώσιν μας και τον κίνδυνον, όπου κινδυνεύομεν εφ’ όρου ζωής.
Έκτοτε ήλθα εις μεγάλην ειρήνην και προσευχήν. Αλλά δεν παύει αυτός.Εγύρισε κατ’ επάνω μου τους ανθρώπους. Δι’ αυτό σου τα γράφω, να κάμετε υπομονήν συ και οι λοιποί αδελφοί.
Είναι αγώνας εις αυτήν την ζωήν, αν θέλης να κερδίσης· δεν είναι αστεία! Με τα ακάθαρτα πνεύμα­τα πολεμείς, όπου δεν μας ρίχνουν γλυκά και λουκού­μια, αλλά σφαίρες οξείες που θανατώνουν ψυχήν, όχι σώμα.
Πλην μη λυπήσαι. Μη δειλιάς. Έχεις βοήθειαν. Εγώ σε βαστάζω. Σε είδα κατά αλήθειαν εχθές εις τον ύπνον μου, ανεβαίναμε μαζί προς τον Χριστόν.Λοιπόν, ανάστα και δράμε οπίσω μου.
Μόνον πρόσεχε, αφού είδες τες παγίδες των πονηρών και αλλοίμονον εις εκείνον που πιάσουν.
Εύκολα δεν ημπορεί από τα νύχια τους να ξεφύγη.
Βεβαίως δεν ημπορεί – όσον και αν το θέληση – ο Διάβολος μόνος να μας κολάση, εάν ημείς δεν συνερ­γήσαμεν στην κακίαν του˙ άλλ’ ούτε πάλιν ο Θεός θέλει μόνος Του να μας σώση, εάν και ημείς δεν γίνωμεν συνεργοί της Αυτού χάριτος εις την σωτηρίαν μας. Πάντοτε βοηθεί ο Θεός, πάντα προφθάνει, αλλά θέλει και ημείς να εργασθούμεν, να κάμωμεν εκείνο όπου ημπορούμεν.
Όθεν μη λέγης ότι δεν επρόκοψες, και διατί δεν επρόκοψες, και άλλα παρόμοια. Διότι η προκοπή δεν έγκειται εις μόνον τον άνθρωπον, καν θελήση, καν και πολύ κοπιάση. Η δύναμις του Θεού, η χάρις Του η ευλογημένη, αυτή κάμνει το παν, όταν το εξ ημών λάβη. Αυτή σηκώνει τον πεσμένον, αυτή ανορθοί τον κατερραγμένον.
Αυτόν τον Θεόν και Σωτήρα ημών να παρακαλούμεν και ημείς εξ όλης καρδίας να έλθη˙ να σφίξη τον παράλυτον, να εγείρη τον τετραήμερον Λάζαρον, να δώση οφθαλμούς εις τον τυφλόν, να θρέψη τον πεινασμένον.


Από το βιβλίο «Έκφραση Μοναχικής Εμπειρίας» του μακαριστού γέροντα Ιωσήφ του Ησυχαστή το οποίο περιέχει επιστολές προς τα πνευματικά του παιδιά.
ΨΗΦΙΟΠΟΙΗΣΗ ΚΕΙΜΕΝΟΥ:
ΑΝΤΙΑΙΡΕΤΙΚΟΝ ΕΓΚΟΛΠΙΟΝ http://www.egolpion.com

Η ποικιλία των πειρασμών κατά τον Όσιο Ιωσήφ τον Ησυχαστή



 
Λέγονται πειρασμοί, επειδή γεννούν πείρα και κατά τον αόρατο πόλεμο γίνονται φορείς πνευματικής γνώσεως στους προσεκτικούς. Πειρασμός είναι και λέγεται κάθε αντίθεση στον αγώνα μας για την πίστη και την ευσέβεια, ενώ φροντίζουμε για την υποταγή μας στον Θεό. Κατά την γνώμη των Πατέρων υπάρχουν ποικίλες υποδιαιρέσεις πειρασμών. Άλλοι είναι οι πειρασμοί των αγωνιστών, για να προσθέσουν κέρδος και πρόοδο στον αγώνα τους· άλλοι είναι οι πειρασμοί των ράθυμων και απρόθυμων, για να προφυλάσσονται από τα βλαβερά και επικίνδυνα· άλλοι είναι οι πειρασμοί αυτών που νυστάζουν και κοιμούνται, για να τους ξυπνήσουν. Διαφορετικοί είναι οι πειρασμοί αυτών που απομακρύνονται και πλανώνται, για να πλησιάσουν κοντά στο Θεό· διαφορετικοί τέλος είναι οι πειρασμοί των δικαίων και φίλων του Θεού, για να κληρονομήσουν την επαγγελία. Υπάρχουν και πειρασμοί των τελείων, που επιτρέπει ο Θεός, για να τους προβάλλει στην Εκκλησία ως στήριγμα των πιστών και ως παράδειγμα προς μίμηση. Υπάρχει και άλλο είδος πειρασμών των τελείων, όπως του Κυρίου και των Αποστόλων, που πλήρωσαν τον νόμο της (επι)κοινωνίας με τον κόσμο σηκώνοντας τους δικούς μας πειρασμούς.
Στον νόμο αυτό της «κοινωνίας» μετέχουν και οι πνευματικοί Πατέρες σηκώνοντας τα βάρη και τις αδυναμίες των πνευματικών παιδιών τους με προσευχές και διάφορους αγώνες που συμπληρώνουν τις ελλείψεις των άλλων. Κατά τους Πατέρες υπάρχει και ένας άλλος τρόπος «κοινωνίας» σε ξένους πειρασμούς: Όποιος κατηγορεί «κοινωνεί» με τους πειρασμούς του κατηγορουμένου, όποιος συκοφαντεί με τους πειρασμούς του συκοφαντουμένου, όποιος άδικεί με τούς πειρασμούς του αδικούμενου, ιδίως μάλιστα όταν ο αδικούμενος υπομένει αγόγγυστα τη ζημιά.
Εδώ αναφέρουμε τους πειρασμούς αυτών που προκόπτουν εξαιτίας της προσοχής και αγωνιστικότητάς τους, που κατά την κρίση πάντοτε των Πατέρων είναι: οκνηρία, βάρος του σώματος, χαύνωση των μελών, ακηδία, σύγχυση της διανοίας, υποψία για σωματική ασθένεια, δηλαδή μικροψυχία, σκοτισμός των λογισμών, εγκατάλειψη της ανθρώπινης βοήθειας, περιορισμός στις εξωτερικές ανάγκες και τα παρόμοια. Όλα αυτά, όταν συμβούν στους αγωνιστές με παραχώρηση του Θεού, δημιουργούν αίσθηση εγκαταλείψεως. Τότε αρχίζει να κλονίζεται η πίστη τους, και να κόβεται η ελπίδα που τούς ενθάρρυνε μέχρι τότε. Μυστικά όμως η Χάρις τους παρηγορεί, για να μην αλλάξουν πρόγραμμα. Τους πείθει ότι ο πειρασμός δεν προήλθε από τους ίδιους, αφού όλα μαρτυρούν ότι δεν εγκατέλειψαν την καλή τους πορεία. Μετά τον προβληματισμό αυτόν και την μυστική παρηγοριά της Χάριτος στρέφονται με πίστη και πόθο προς τον Θεό, που έχει την δύναμη να τους σώσει, και προσπίπτουν με ταπείνωση ζητώντας την σωτηρία, που είναι και ο σκοπός για τον οποίο δοκι­μάστηκαν. «Ως εδώ, όπως λένε οι Πατέρες, είναι οι πειρασμοί γι’ αυτούς που προοδεύουν και προκόβουν στα πνευματικά.
Σε όσους συμβεί να αμελήσουν τα καθήκοντα τους ή, και το θλιβερότερο, να περιπέσουν σε οίηση και υπερηφάνεια, οι πειρασμοί είναι διαφορετικοί και σκληρότεροι, όπως όταν χρειάζονται εγχειρήσεις και εκτομές στις βαρείες αρρώστιες. Οι δαίμονες τους πολεμούν πρώτα φανερά με πολλή αναίδεια και επιμονή περισσότερο από την δύναμη τους. Σκοτίζεται ο νους και χάνουν τελείως την δύναμη της διακρίσεως η άνοια και οι βλακώδεις λογισμοί πληθαίνουν αρχίζει ισχυρός πόλεμος της σάρκας που εκβιάζει την προαίρεση παρουσιάζεται αναίτιος θυμός και σκληρότητα σε ό,τι άφορα το ίδιο θέλημα· εμφανίζεται αναίτια φιλονικία και επίπληξη στον οποιοδήποτε- ακολουθούν βλάσφημοι λογισμοί εναντίον του Θεού, απώλεια του θάρρους από την καρδιά, αφανής και φανερός εμπαιγμός από τους δαίμονες, ακράτεια στην ματαιολογία και, γενικά επιθυμία του κόσμου και της ματαιότητος. Έπειτα έρχονται πειρασμοί σκληροί που δύσκολα καταπολεμιούνται, παράξενα και ασυνήθιστα συμπτώματα ασθενείας, οδυνηρά τραύματα, φτώχεια και εγκατάλειψη ασυνήθιστη και απαρηγόρητη, κάθε αδύνατο και άλυτο συμβάν ή πράγμα, που προκαλεί απόγνωση και φόβο γιατί η καρδία στειρεύει από ελπίδα. Όλα αυτά είναι μάλλον συνέπειες της υπερηφάνειας και συμβαίνουν στον άνθρωπο που πλανήθηκε, και πίστεψε στον εαυτό του. Αυτά είναι τα φάρμακα για την θεραπεία του, ώστε να ξυπνήσει, να ταπεινωθεί και να εξεμέσει την χολή αυτής της ολέθριας διαστροφής.
Όπως στα θέματα της Χάριτος υπάρχουν τα βοηθητικά μέσα που κάνουν να περισσεύει η προκοπή σε χρόνο και ποσότητα έτσι και στην πλευρά της πλάνης υπάρχουν αυτά που συντελούν στην αυξομείωση της. Στην πλευρά της Χάριτος, όταν με την βοήθεια του Χριστού βαδίζει κάποιος την στενή και τεθλιμμένη οδό των εντολών και προσθέτει στην πορεία του αυτή ταπείνωση και συμπάθεια στην διακονία της αγάπης, αυξάνει την αντίληψη της Χάρι­τος και τον φωτισμό. Το αντίστοιχο συμβαίνει και στην πλευρά της πλάνης· αν προστεθεί ανυπομονησία και γογγυσμός, βαραίνει ο σταυρός στο διπλάσιο και ακόμη περισσότερο. Η μικροψυχία και η έλλειψη ελπίδας είναι τα βασανιστικότερα δεινά του αοράτου πολέμου. Αυτά παραχωρούνται στους σκληρούς και αταπείνωτους χαρακτήρες ως η σκληρότερη παιδεία, που είναι γεύση της ίδιας της γέεννας και της κολάσεως, αισθητό δείγμα της αποστασίας και εγκαταλείψεως. Εδώ χρειάζονται ευχές άγιων και θαυματουργική επέμβαση, για να μαλακώσει η καρδιά. Χρειάζονται πολλές προσευχές και δάκρυα, για να επανασυνδεθεί η αρρωστημένη ψυχή με την Χάρη και να θεραπευθεί -αλλιώς είναι αναπόφευκτη η κατάκτηση της πλάνης, όπου η έκσταση των φρενών και ο όλεθρος!
Όντως μακάρια είσαι ταπείνωση! Ποιός είναι σοφός για να φυλάξει τα θελήματά σου και να μάθει καλά τα δικαιώματά σου, ώστε να σε κατακτήσει ολόκληρη. Να σε έχει σύντροφο και συγκάτοικο και εσύ να προπορεύεσαι αλλά και να ακολουθείς πίσω από αυτόν σε όλο τον δρόμο της ζωής του, ώσπου να τον παρουσιάσεις στον Δεσπότη και Βασιλέα σου, που σε ενδύθηκε ως αξιαγάπητη και σύνεδρό Του και σε αποκάλυψε και σε μας! «Μάθετε γάρ, λέει. ότι πράος ειμί και ταπεινός τη καρδία», και όχι κατά το σχήμα, «και ευρήσετε ανάπαυσιν ταις ψυχαίς υμών»!
Δεν ήταν βέβαια ο σκοπός μας να επαναλάβουμε προβλήματα και ερμηνείες που είναι τόσο γνωστά από τους Πατέρες μας, αλλά μας παρέσυρε η ροή των πραγμάτων, αφού σχεδόν άθελά μας βρεθήκαμε στους στροβίλους των πειρασμών, των οποίων συχνότατα γινόμαστε θύματα για τις τόσες ελλείψεις και αμέλειες μας.
Ο αείμνηστος Γέροντας δεν έπαυε, με τον δικό του επαγωγικό τρόπο, να ερμηνεύει σε όλες τις φάσεις της ζωής μας τον στόχο και σκοπό των «συμβα­τικών αυτών επιφορών». Βλέπαμε τις κινήσεις και τη λειτουργία των πειρασμών αυτών συνεχώς στα πλαίσια του πνευματικού νόμου, που ρύθμιζε τα πάντα στη ζωή μας με λεπτομέρεια. Πραγματικά, πόση σοφία κρύβεται εδώ για τους συνετούς και για όσους γνωρίζουν καλά την πνευματική ζωή, όταν χαράζουν την πορεία της πλεύσεως τους σε αυτόν τον ωκεανό της ζωής έχοντας ως βάση και πόλο έλξε­ως τον πνευματικό νόμο, «τον νόμον του πνεύματος της ζωής».

(Γέροντος Ιωσήφ Βατοπαιδινού, «Ο Γέροντας Ιωσήφ ο Ησυχαστής», εκδ. Ι.Μ.Βατοπαιδίου- Ψυχωφελή Βατοπαιδινά 1)


 
 



 
Λέγονται πειρασμοί, επειδή γεννούν πείρα και κατά τον αόρατο πόλεμο γίνονται φορείς πνευματικής γνώσεως στους προσεκτικούς. Πειρασμός είναι και λέγεται κάθε αντίθεση στον αγώνα μας για την πίστη και την ευσέβεια, ενώ φροντίζουμε για την υποταγή μας στον Θεό. Κατά την γνώμη των Πατέρων υπάρχουν ποικίλες υποδιαιρέσεις πειρασμών. Άλλοι είναι οι πειρασμοί των αγωνιστών, για να προσθέσουν κέρδος και πρόοδο στον αγώνα τους· άλλοι είναι οι πειρασμοί των ράθυμων και απρόθυμων, για να προφυλάσσονται από τα βλαβερά και επικίνδυνα· άλλοι είναι οι πειρασμοί αυτών που νυστάζουν και κοιμούνται, για να τους ξυπνήσουν. Διαφορετικοί είναι οι πειρασμοί αυτών που απομακρύνονται και πλανώνται, για να πλησιάσουν κοντά στο Θεό· διαφορετικοί τέλος είναι οι πειρασμοί των δικαίων και φίλων του Θεού, για να κληρονομήσουν την επαγγελία. Υπάρχουν και πειρασμοί των τελείων, που επιτρέπει ο Θεός, για να τους προβάλλει στην Εκκλησία ως στήριγμα των πιστών και ως παράδειγμα προς μίμηση. Υπάρχει και άλλο είδος πειρασμών των τελείων, όπως του Κυρίου και των Αποστόλων, που πλήρωσαν τον νόμο της (επι)κοινωνίας με τον κόσμο σηκώνοντας τους δικούς μας πειρασμούς.
Στον νόμο αυτό της «κοινωνίας» μετέχουν και οι πνευματικοί Πατέρες σηκώνοντας τα βάρη και τις αδυναμίες των πνευματικών παιδιών τους με προσευχές και διάφορους αγώνες που συμπληρώνουν τις ελλείψεις των άλλων. Κατά τους Πατέρες υπάρχει και ένας άλλος τρόπος «κοινωνίας» σε ξένους πειρασμούς: Όποιος κατηγορεί «κοινωνεί» με τους πειρασμούς του κατηγορουμένου, όποιος συκοφαντεί με τους πειρασμούς του συκοφαντουμένου, όποιος άδικεί με τούς πειρασμούς του αδικούμενου, ιδίως μάλιστα όταν ο αδικούμενος υπομένει αγόγγυστα τη ζημιά.
Εδώ αναφέρουμε τους πειρασμούς αυτών που προκόπτουν εξαιτίας της προσοχής και αγωνιστικότητάς τους, που κατά την κρίση πάντοτε των Πατέρων είναι: οκνηρία, βάρος του σώματος, χαύνωση των μελών, ακηδία, σύγχυση της διανοίας, υποψία για σωματική ασθένεια, δηλαδή μικροψυχία, σκοτισμός των λογισμών, εγκατάλειψη της ανθρώπινης βοήθειας, περιορισμός στις εξωτερικές ανάγκες και τα παρόμοια. Όλα αυτά, όταν συμβούν στους αγωνιστές με παραχώρηση του Θεού, δημιουργούν αίσθηση εγκαταλείψεως. Τότε αρχίζει να κλονίζεται η πίστη τους, και να κόβεται η ελπίδα που τούς ενθάρρυνε μέχρι τότε. Μυστικά όμως η Χάρις τους παρηγορεί, για να μην αλλάξουν πρόγραμμα. Τους πείθει ότι ο πειρασμός δεν προήλθε από τους ίδιους, αφού όλα μαρτυρούν ότι δεν εγκατέλειψαν την καλή τους πορεία. Μετά τον προβληματισμό αυτόν και την μυστική παρηγοριά της Χάριτος στρέφονται με πίστη και πόθο προς τον Θεό, που έχει την δύναμη να τους σώσει, και προσπίπτουν με ταπείνωση ζητώντας την σωτηρία, που είναι και ο σκοπός για τον οποίο δοκι­μάστηκαν. «Ως εδώ, όπως λένε οι Πατέρες, είναι οι πειρασμοί γι’ αυτούς που προοδεύουν και προκόβουν στα πνευματικά.
Σε όσους συμβεί να αμελήσουν τα καθήκοντα τους ή, και το θλιβερότερο, να περιπέσουν σε οίηση και υπερηφάνεια, οι πειρασμοί είναι διαφορετικοί και σκληρότεροι, όπως όταν χρειάζονται εγχειρήσεις και εκτομές στις βαρείες αρρώστιες. Οι δαίμονες τους πολεμούν πρώτα φανερά με πολλή αναίδεια και επιμονή περισσότερο από την δύναμη τους. Σκοτίζεται ο νους και χάνουν τελείως την δύναμη της διακρίσεως η άνοια και οι βλακώδεις λογισμοί πληθαίνουν αρχίζει ισχυρός πόλεμος της σάρκας που εκβιάζει την προαίρεση παρουσιάζεται αναίτιος θυμός και σκληρότητα σε ό,τι άφορα το ίδιο θέλημα· εμφανίζεται αναίτια φιλονικία και επίπληξη στον οποιοδήποτε- ακολουθούν βλάσφημοι λογισμοί εναντίον του Θεού, απώλεια του θάρρους από την καρδιά, αφανής και φανερός εμπαιγμός από τους δαίμονες, ακράτεια στην ματαιολογία και, γενικά επιθυμία του κόσμου και της ματαιότητος. Έπειτα έρχονται πειρασμοί σκληροί που δύσκολα καταπολεμιούνται, παράξενα και ασυνήθιστα συμπτώματα ασθενείας, οδυνηρά τραύματα, φτώχεια και εγκατάλειψη ασυνήθιστη και απαρηγόρητη, κάθε αδύνατο και άλυτο συμβάν ή πράγμα, που προκαλεί απόγνωση και φόβο γιατί η καρδία στειρεύει από ελπίδα. Όλα αυτά είναι μάλλον συνέπειες της υπερηφάνειας και συμβαίνουν στον άνθρωπο που πλανήθηκε, και πίστεψε στον εαυτό του. Αυτά είναι τα φάρμακα για την θεραπεία του, ώστε να ξυπνήσει, να ταπεινωθεί και να εξεμέσει την χολή αυτής της ολέθριας διαστροφής.
Όπως στα θέματα της Χάριτος υπάρχουν τα βοηθητικά μέσα που κάνουν να περισσεύει η προκοπή σε χρόνο και ποσότητα έτσι και στην πλευρά της πλάνης υπάρχουν αυτά που συντελούν στην αυξομείωση της. Στην πλευρά της Χάριτος, όταν με την βοήθεια του Χριστού βαδίζει κάποιος την στενή και τεθλιμμένη οδό των εντολών και προσθέτει στην πορεία του αυτή ταπείνωση και συμπάθεια στην διακονία της αγάπης, αυξάνει την αντίληψη της Χάρι­τος και τον φωτισμό. Το αντίστοιχο συμβαίνει και στην πλευρά της πλάνης· αν προστεθεί ανυπομονησία και γογγυσμός, βαραίνει ο σταυρός στο διπλάσιο και ακόμη περισσότερο. Η μικροψυχία και η έλλειψη ελπίδας είναι τα βασανιστικότερα δεινά του αοράτου πολέμου. Αυτά παραχωρούνται στους σκληρούς και αταπείνωτους χαρακτήρες ως η σκληρότερη παιδεία, που είναι γεύση της ίδιας της γέεννας και της κολάσεως, αισθητό δείγμα της αποστασίας και εγκαταλείψεως. Εδώ χρειάζονται ευχές άγιων και θαυματουργική επέμβαση, για να μαλακώσει η καρδιά. Χρειάζονται πολλές προσευχές και δάκρυα, για να επανασυνδεθεί η αρρωστημένη ψυχή με την Χάρη και να θεραπευθεί -αλλιώς είναι αναπόφευκτη η κατάκτηση της πλάνης, όπου η έκσταση των φρενών και ο όλεθρος!
Όντως μακάρια είσαι ταπείνωση! Ποιός είναι σοφός για να φυλάξει τα θελήματά σου και να μάθει καλά τα δικαιώματά σου, ώστε να σε κατακτήσει ολόκληρη. Να σε έχει σύντροφο και συγκάτοικο και εσύ να προπορεύεσαι αλλά και να ακολουθείς πίσω από αυτόν σε όλο τον δρόμο της ζωής του, ώσπου να τον παρουσιάσεις στον Δεσπότη και Βασιλέα σου, που σε ενδύθηκε ως αξιαγάπητη και σύνεδρό Του και σε αποκάλυψε και σε μας! «Μάθετε γάρ, λέει. ότι πράος ειμί και ταπεινός τη καρδία», και όχι κατά το σχήμα, «και ευρήσετε ανάπαυσιν ταις ψυχαίς υμών»!
Δεν ήταν βέβαια ο σκοπός μας να επαναλάβουμε προβλήματα και ερμηνείες που είναι τόσο γνωστά από τους Πατέρες μας, αλλά μας παρέσυρε η ροή των πραγμάτων, αφού σχεδόν άθελά μας βρεθήκαμε στους στροβίλους των πειρασμών, των οποίων συχνότατα γινόμαστε θύματα για τις τόσες ελλείψεις και αμέλειες μας.
Ο αείμνηστος Γέροντας δεν έπαυε, με τον δικό του επαγωγικό τρόπο, να ερμηνεύει σε όλες τις φάσεις της ζωής μας τον στόχο και σκοπό των «συμβα­τικών αυτών επιφορών». Βλέπαμε τις κινήσεις και τη λειτουργία των πειρασμών αυτών συνεχώς στα πλαίσια του πνευματικού νόμου, που ρύθμιζε τα πάντα στη ζωή μας με λεπτομέρεια. Πραγματικά, πόση σοφία κρύβεται εδώ για τους συνετούς και για όσους γνωρίζουν καλά την πνευματική ζωή, όταν χαράζουν την πορεία της πλεύσεως τους σε αυτόν τον ωκεανό της ζωής έχοντας ως βάση και πόλο έλξε­ως τον πνευματικό νόμο, «τον νόμον του πνεύματος της ζωής».

(Γέροντος Ιωσήφ Βατοπαιδινού, «Ο Γέροντας Ιωσήφ ο Ησυχαστής», εκδ. Ι.Μ.Βατοπαιδίου- Ψυχωφελή Βατοπαιδινά 1)

Πειρασμοί και πνευματικός νόμος κατά τον Όσιο Ιωσήφ τον Ησυχαστή.




Το σύνθημα του αειμνήστου Γέροντος που εφάρμοζε διαρκώς ήταν το «δος αίμα, και λάβε Πνεύμα» των Πατέρων. Τολμηρός και ανδρείος όπως ήταν από την φύση του, δεν άφηνε περιθώρια ερωτηματικών ή αμφιβολίας στη ζωή του. Στον άριστο όμως αυτό συνδυασμό συνετέλεσε και η θερμή πίστη του, με θετικά πάντοτε αποτελέσματα. Αποφασιστικότητα, τόλμη και η προς τον Θεό πίστη -το μόνο που απαιτείται από την λογική φύση- είναι τα κύρια χαρακτηριστικά της ελευθερίας του ανθρώπου που εκδηλώνουν τη θέλησή του.
Αυτά προκαλούν και φέρνουν την θεία ενέργεια, που θεραπεύει τα ασθενή και συμπληρώνει τις ελλείψεις. Με την βοήθεια του Θεού και με τις προϋποθέσεις που αναφέραμε ο Γέροντας δεν έκρινε τίποτε ως αδύνατο. Εκείνοι όμως που δεν μπορούσαν να φθά¬σουν στην κατάσταση αυτή, τον παρεξηγούσαν ως ελλειπή ή υπερβολικό. Σε κάθε πρόβλημα που φαινόταν δύσκολο ή περίπλοκο, ο Γέροντας είχε έτοιμη την απάντηση- «πού είναι ο Θεός;». Αυτό σήμαινε γι’ αυτόν ότι οπωσδήποτε θα το λύσει ο Θεός. Η στάση αυτή, που ήταν βασική αρχή του στηριζόταν όχι μόνο στη βαθύτερη πίστη -αυτήν που σύμφωνα με τους Πατέρες λέγεται «πίστη της θεωρίας»- αλλά και στην κηδεμονία του πνευματικού νόμου, απ’ όπου εξαρτούσε τα πάντα σε όλη τη ζωή του. Οτιδήποτε συνέβαινε, το έκρινε με βάση τον πνευματικό νόμο.
Ιδιαίτερα όμως σκεπτόταν έτσι για τα δικά μας προσωπικά θέματα που μας απασχολούσαν. Στην αρχή της παραμονής μας κοντά του κάναμε συχνότερες επισκέψεις για συμβουλές και παρακολούθηση. Φυσικά, είτε του λέγαμε είτε δεν του λέγαμε τα θέματα που μας απασχολούσαν, εκείνος μας ερμήνευε με λεπτομέρεια το νόημα των γεγονότων. Άρχιζε από τα αποτελέσματα και ανέλυε με την σειρά αυτά που προηγήθηκαν ως και αυτήν την προσβολή. Ερμήνευε το από πού, γιατί και πόσο, με τέτοια ακρίβεια, ώστε μέναμε κατάπληκτοι από την θέση που είχε μέσα του «ο νόμος του πνεύματος της ζωής».
Κάποτε που κάναμε ένα λάθος (πόσα δεν δημιουργεί η απειρία!) μου έβαλε κανόνα να κάνω τον άσκοπο κόπο μιας μεγάλης οδοιπορίας. Επειδή γνώριζα ότι τίποτε δεν κάνει χωρίς λόγο, δεν πρόβαλα ερωτηματικά, αλλά μου είπε μόνος του· «αν δεν προκαλέσουμε μαζί με την μετάνοια και μία ανάλογη φιλοπονία, δεν ικανοποιούμε την κρίση του πνευματικού νόμου και ενδέχεται να μας έλθει πειρασμός με άγνωστη εξέλιξη». Μπορώ να πω ότι ο πνευματικός νόμος ήταν η βάση και το κριτήριο σε όλα τα πράγματα και σε όλες τις κινήσεις μας και στις γενικές και μερικές υποθέσεις μας. Ο αββάς Μάρκος λέει· «γνώσις αληθής υπάρχει η των θλιβερών υπομονή· και το μη αιτιάσθαι τους ανθρώπους επί ταις εαυτού συμφοραίς». Ο Γέροντας συνήθιζε επίσης να αναφέρεται συχνά στην σημασία των πειρασμών. Τους έβλεπε ως περιεκτικό σύνολο των ποικίλων δεινών με τα οποία δοκιμάζεται ολόκληρη η ανθρωπότητα και ως γεγονότα που απασχολούν τα επί μέρους άτομα.
Έχοντας ως βάση τον πνευματικό νόμο, δεχόταν τις παιδαγωγικές παρεμβάσεις της περιεκτικής προνοίας του Θεού ως όργανα κατάλληλα για την διόρθωση των ανθρώπων και τα ονόμαζε πειρασμούς. Αν και γνώριζε σε βάθος την σημασία της ωφέλειας από αυτούς και επαναλάμβανε το πατερικό απόφθεγμα «έπαρον τους πειρασμούς και ουδείς ο σωζόμενος» και το «ανένδεκτον του μη ελθείν» αυτούς, λεπτολογούσε με ακρίβεια τα αίτια και τις αφορμές που τους προκαλούν και μας δίδασκε να τους αποφεύγουμε, όσο είναι δυνατόν. Το κέντρο της εμπειρίας του βρισκόταν στο διπλό καθήκον, όπως το ονόμαζε: από την μία πλευρά στη συνετή αντιμετώπιση των αιτίων και αφορμών, ώστε να προλαμβάνονται, και από την άλλη -όσες φορές συμβαίνουν- να αντιμετωπίζονται γενναία με πίστη και ελπίδα για την ωφέλεια που επακολουθεί. «Οι απροσδοκήτως συμβαί¬νοντες ημίν πειρασμοί, οικονομικώς ημάς φιλοπόνους διδάσκουσιν είναι, και μη βουλομένους εις μετάνοιαν έλκουσιν». Και πάλιν «αι επερχόμεναι θλί¬ψεις τοις ανθρώποις, των ίδιων κακών εισίν έκγονα». Με αυτά μας υπενθύμιζε ο αείμνηστος τον καθηγητή του πνευματικού νόμου, όπως τον καλούσε, τον αββά Μάρκο τον Ασκητή.
Στο πρακτικό μέρος της εν Χριστώ ζωής κρύβεται το περιπλοκότερο μυστήριο της ανθρώπινης ζωής. Δύο τιτάνιες έλξεις, που συνδέονται με τον άνθρωπο, προκαλούν την πελώρια και αδιάσπαστη διελκυστίνδα με κέντρο τον άνθρωπο, τον οποίο σύρουν με μανία η κάθε μία προς το μέρος της για να τον κατακτήσουν. Δύο αγάπες, που στέκονται η μία αντίθετη στην άλλη και είναι στραμμένες προς τους δύο πόλους, αποτελούν το κίνητρο των δύο έλξεων: η προς τον Θεό αγάπη και η αγάπη αυτού του κόσμου. Το θύμα, ο άνθρωπος, δεν είναι πάντοτε σε θέση να διακρίνει ενσυνείδητα τις προτιμήσεις του, και γι’ αυτό προκύπτουν οι εκ των υστέρων μεταβολές. Τα μέσα, οι αφορμές και οι αιτίες, που προκαλούν την αφύπνιση στους περιπλεγμένους ανθρώπους σε αυτές τις έλξεις, λέγονται πειρασμοί. Να τους περιγράψουμε; «Εξαριθμήσομαι αυτούς, λέει ο Ψαλμωδός, και υπέρ άμμον πληθυνθήσονται». Κάτι όμως, έστω και ελάχιστο, πρέπει να αναφέρουμε από τις εμπειρίες του Γέροντος, που είχε την δύναμη να αναλύει τους πειρασμούς με εξαιρετικά λεπτή διάκριση.
Γενικά θεωρούσε «πάντα πειρασμόν επωφελή» αλλά περισσότερη βαρύτητα απέδιδε στην ερμηνεία των ειδικών πειρασμών της αμελείας και της οιήσεως, τους οποίους αποκαλούσε συντριπτικούς. Ο Θεός ασφαλώς θέλει και καλεί όλους να Τον ακολουθήσουν, αλλά δεν δέχονται όλοι την κλήση Του. Πάντως όσοι δέχθηκαν αυτή την κλήση δοκιμάζονται σκληρά, σε βαθμό που Εκείνος ορίζει και ανάλογα με την γνώση που τους χάρισε. Η αρνητική πλευρά, που επιβουλεύεται τους θεόκλητους, είναι η αγάπη του κόσμου τούτου, του «εν τω πονηρώ κειμένου». Αυτή με δόλιο και υποκριτικό τρόπο καταφέρνει μερικούς να απατήσει και στους υπολοίπους, που δεν πείθονται στην απάτη, επιχειρεί με ανοιχτή και απροκάλυπτη βία να στραγγαλίσει την προαίρεση τους. Η αμείλικτη πίεση των «αλλοιώσεων» του κά¬κιστου αυτού γείτονά μας δεν αφήνει αμετάβλητη την καλή πρόθεση και αρχή. Είναι πολλοί και γνωστοί με λεπτομέρεια από τους Πατέρες μας οι λόγοι που προκαλούν τις αλλοιώσεις. Αυτοί είναι είτε φυσικοί, που προκαλούνται από τις αδιάβλητες ανάγκες μας, είτε επίκτητοι, που προκαλούνται από τα πάθη και τους δαίμονες. Αλλά, είτε προέρχονται από την μία αίτια είτε από την άλλη, η ουσία είναι ότι επιβουλεύονται την προαίρεσή μας. Σε αυτή την αδιάκοπη διελκυστίνδα εδρεύουν συνεχώς οι πειρασμοί. Κανείς, από όσους πλέουν το πολυκύμαντο αυτό πέλαγος του βίου δεν μένει ανέπαφος από την πάλη με αυτούς. Η απειρία, η άγνοια, η αδυναμία, η βαρύτητα της πήλινης σάρκας, το κακό παρελθόν, τα πάθη, οι συνήθειες, και πάνω από όλα αυτά ο διάβολος, αλλοιώνουν και διακόπτουν την ορθή πρόθεση και μεταβάλλουν τον καλό σκοπό. «Ο εν τοις μέλεσιν ημών νόμος της αμαρτίας» που είναι «η εκ νεότητος εγκειμένη επί τα πονηρά διάνοια ημών» χαλαρώνει την καλή πορεία, που χάραξαν η κλήση από τον Θεό και η ευγένεια της προθέσεως. Δεν μένει τώρα άλλο μέσο για αφύπνιση και προώθηση, παρά οι συμβατικές επιφορές, που είναι και λέγονται πειρασμοί.
(Γέροντος Ιωσήφ Βατοπαιδινού, «Ο Γέροντας Ιωσήφ ο Ησυχαστής», εκδ. Ι.Μ.Βατοπαιδίου-Ψυχωφελή Βατοπαιδινά 1 )

Η ζημιά που προξενεί ο μετεωρισμός κατά τη διδασκαλία του Οσίου Ιωσήφ του Ησυχαστού.





Ο Γέρων Ιωσήφ χρησιμοποιούσε κάθε νύκτα τον χρόνο της προσευχής του, ανάλογα με την κατάσταση της ψυχής του. Προσηύχετο προφορικά με απλά λόγια και, όταν δεν εύρισκε τον ανάλογο καρπό, έκλεινε το νου στην καρδία. Όταν η θεία χάρις λειτουργούσε δυνατά μέσα στη ψυχή του, τότε ο νους του φλεγόμενος από την θεία αγάπη αρπαζόταν σε θεωρία. Όταν όμως γινόταν μετεωρισμός, χρησιμοποιούσε τον εγκλεισμό του νου. Σημειώνει χαρακτηριστικά «και, ει μεν ενεργήση η χάρις, ευθύς ανοίγεται θύρα και φθάνει εις την πύλην του ουρανού, και ως στύλος η φλόγα πυρός αναβαίνει η προσευχή, και αυτήν την στιγμήν γίνεται η αλλοίωσις. Ει δε και δεν συμβάλλη η χάρις, αλλά γίνεται σκορπισμός του νοός, τότε τον κλείει εις την καρδίαν κυκλοφερώς, και ως εν φωλεά ησυχάζει και δεν μετεωρίζεται —ωσάν η καρδία να επέχη τόπον κλεισούρας και φυλακής του νοός».
Ήταν ακόμη δόκιμος μοναχός όταν έλαβε από την Παναγία το χάρισμα της νοεράς προσευχής. Τα δαιμόνια επετίθεντο επάνω του με μανία, αυτός δε χρησιμοποιούσε ως ασπίδα και ισχυρό δόρυ το κραταιό Όνομα του Ιησού Χριστού και τους έδιωχνε . Ἐκλειε το νου του, έρριπτε προς αυτούς τα φλογερά της ευχής βέλη και κατέκαιε τα στίφη των δαιμόνων. Γράφει διά τον εαυτόν του: «Εγώ είδα εκείνον τον αδελφόν, όπου, όταν ήταν νέος, 28-30 ετών, έξι ώρας κατέβαζε τον νουν του εις την καρδίαν και δεν τον εσυγχώρει να βγή έξω, από τας εννέα το απόγευμα έως τρεις την νύκτα -είχε ωρολόγι, όπου εκτυπούσε τις ώρες- και εγένετο μούσκεμα στον ιδρώτα».
Ποιός να μην θαυμάσει την ανδρεία αυτού του ασκητού, που με τη βοήθεια της Παναγίας και του Κυρίου πολεμούσε εναντίον των δαιμόνων;
Ποιός να μην επαινέσει αυτή την υπομονή και επιμονή που επεδείκνυε  στη προσευχή;
Ποιός πάλι δεν θα ωφεληθεί πνευματικά, όταν παρακολουθεί αυτήν την ασκητική διαγωγή;
Η πείρα και τα παλαίσματα των ασκητών είναι κληρονομιά όλης της Εκκλησίας. Η οσμή των ασκητικών αγώνων είναι μια θαυμάσια ευωδία που θεραπεύει τις ψυχές μας και φωτίζει το νου μας, για να αποδιώκει το σκότος των παθών και να πορεύεται μετά βεβαιότητος στην ευθείαν οδόν των εντολών του Θεού.
Ποιός μπορεί να παραμείνει ασυγκίνητος, όταν ακούει αυτό το ασκητικό πολεμικό διάγγελμα: «Έκτοτε ήρχισαν οι άγριοι πόλεμοι, όπου δεν με άφηναν ημέραν και νύκτα. Άγριοι πόλεμοι! Μήτε ώραν να ησυ­χάσω. Επίσης και εγώ είχον μανίαν εις αυτούς. Εξ ώρας καθήμενος εις την προσευχήν δεν εσυγχώρουν να βγη από την καρδίαν. Από το σώμα μου ο ίδρωτας έτρεχεν ωσάν βρύσι. Ξύλον αλύπητα. Πόνος και δάκρυα. Νηστεία άκρα και ολονύκτιος αγρυπνία».
Θέλετε να παρακολουθήσετε και την πολεμική συμπλοκή μετά των δαιμόνων; Ας ακούσουμε την καταπληκτική αυτή σύγκρουση όπως την διηγείται ο ίδιος: «Λοιπόν μίαν νύκτα, καθώς ηυχόμην, ήλθον πά­λιν εις θεωρίαν και ηρπάγη ο νους μου εις ένα κάμπον και ήσαν κατά τάξιν -κατά σειράν- μοναχοί συνταγμένοι προς μάχην. Και ένας στρατηγός ήλθε πλησίον μου και μου λέγει: Θέλεις να εισέλθης να πολεμήσης εις την πρώτην γραμμήν; Και εγώ τόυ απάντησα ότι σφόδρα επιθυμώ να μονομαχήσω με τους αν­τίκρυ αιθίοπας, όπου ήσαν κατέναντι ωρμόμενοι και πυρ πνέοντες ωσάν άγριοι σκύλοι, όπου μόνον η θεω­ρία τους σου επροξένει τον φόβον. Αλλ’ εις εμένα δεν ήταν φόβος διότι είχον τόσην μανίαν, όπου με τα δόντια μου να τους σχίσω.
Είναι δε αληθές ότι και ως κοσμικός ήμουν τοιαύτης ανδρείας ψυχής. Τότε λοιπόν με χωρίζει ο στρατηγός από τας γραμμάς, όπου ήταν η πληθύς των πατέρων. Και αφού διήλθομεν τρεις ή τέσαρας γραμμάς συνταγματικώς με έφερεν εις την πρώτην γραμμήν, όπου ήσαν ένας ή δύο ακόμη κατά πρόσωπον των αγρίων δαιμόνων. Αυτοί ήσαν έτοιμοι να ορμήσουν και εγώ έπνεον πυρ και μανίαν κατεναντίον τους. Και με άφησε εκεί αφού είπε: Όποιος επιθυμεί να πολεμήση ανδρείως με αυτούς, εγώ δεν τον εμποδίζω, αλλά βοη­θώ.
Αυτός είναι ο Γέρων Ιωσήφ ο γενναίος στρατιώτης του Χριστού, ο οποίος με την βοήθεια του Χριστού πολεμεί  στην πρώτη γραμμή  και αποδιώκει τας φάλαγγας των δαιμόνων. Αυτός, όπως βεβαιώνει ο ίδιος, εισήλθε σε όλα τα καταφύγια του διαβόλου και τον κατατρόπωσε : «Καγώ δε επ’ αληθείας σας λέγω ότι εισήλθον εις όλα τα καταφύγια του εχθρού και σκληρώς μονομαχήσας εξήλθον διά της χάριτος»
Όταν ο Γέροντας ευρισκόταν εις τον Μ. Βασίλειον, δοκίμασε ένα είδος απολύτου εγκλεισμού και τον υπηρετούσε ο π. Αρσένιος. Κάποτε, σε μια εορτή, ο π. Αρσένιος πήγε σε μια γειτονική καλύβη διά να λειτουργηθεί και να κοινωνήσει. Ο Γέροντας Ιωσήφ ησύχαζε μόνος του  στο κελλί του. «Όλο το βράδυ εκείνο, μας έλεγε, είχα έμμονο λογισμό ότι ενώ οι άλλοι πατέρες θα κοινωνήσουν εγώ δεν είμαι άξιος αυτής της Χάρι­τος για τις αμαρτίες μου.
Σε κάποια στιγμή, εκεί που καθόμουν και κρατούσα όσο μπορούσα την ευχή, σταμάτησα και συγκέντρωσα τις σκέψεις μου. Δούλευε μέσα μου ο ίδιος λογισμός και ένοιωθα έντονη επιθυμία για τον Άρτον της Ζωής. Άρχισα σαν μοιρολόι, με παράπονο την ευχούλα, που μάλλον αυτομεμψία ήταν, όταν αισθάνθη­κα μια παρουσία.
Άνοιξα τα μάτια μου, γιατί μολονότι πάντοτε έμενα στα σκοτεινά, συνήθιζα να έχω και τα μάτια μου κλειστά. Βλέπω λοιπόν μπροστά μου έναν ολόφωτο Άγγελο, όπως τους περιγράφει η Εκκλησία μας, που γέμισε τον τόπο φως, φως του άλλου κόσμου. Κρατούσε στο χέρι του ένα κομψότατο και φωτεινό σκεύος, που το χωρούσε η παλάμη του. Το άνοιξε με προσοχή, με πλησίασε όσο έπρεπε και με πολλή ευλάβεια και προσοχή μου έδωσε στο στόμα μου μερίδα του Δεσποτικού Σώματος.
Μετά, με κοίταξε με ένα σεμνό μειδίαμα, έκλεισε το σκεύος και έφυγε από την στέγη προς το μέρος που ήταν και πριν. Όλη την ημέρα εκείνη ο νους μου ήταν αιχμαλωτισμένος σε αυτή την θεωρία, η καρδιά μου γέμισε από αγάπη στον Χριστόν μας και δεν θυμόμουν τίποτε άλλο επίγειο».
Ποιά ήταν η πηγή από την οποίαν αντλούσε την χάριν και την δύναμιν, για να πολεμά τόσο γενναία με τα φοβερά δαιμόνια;
Ήταν ο αυστηρός εγκλεισμός του νου, διά του όποιου απομάκρυνε κάθε λογισμό εμπαθή. Απέκτησε από αυτό το άθλημα την οσιότητα και καθαρότητα της ψυχής, η οποία του έδιδε αυτό το θάρρος και τη δύναμη να μάχεται με τα δαιμόνια.
Αυτός ο απόλυτος εγκλεισμός του χάρισε ακόμη και πολλή αγάπη προς τον Χριστόν και την Παναγία μας και τον αξίωσε να τον κοινωνήσει ο Άγγελος του Δεσποτικού Σώματος του Χριστού.

Συμπεράσματα
  1. Για να μη μετεωρίζεται ο νους χρειάζεται να εγκλείεται μέσα  στη ψυχή και να παραμένει εκεί με νίψη και προσευχή. Το Όνομα του Ιησού Χριστού, επαναλαμβανόμενο νοερά, δίδει τη δυνατότητα και την πνευματική άνεση  στο νου, να παραμένει  στη ψυχή και να μην αποπηδά να εξέλθει εξ αυτής.
  2. Χρειάζεται εκτός από την νίψη και την προσευχή και η Χάρις του Αγίου Πνεύματος που θα σκεπάζει τον νου. Ευρισκόμενος ο νους υπό την φωτεινή νεφέλη της Χάριτος του Αγίου Πνεύματος, δεν μετεωρίζεται. Γίνεται επομένως συνεργασία της Θείας Χάριτος και της θελήσεως του ανθρώπου.
  3. Η χαρά, η ειρήνη και η αγάπη που αποκτά η ψυχή από την ενέργεια της ευχής ή μάλλον να πούμε καλύτερα, από τη Ζωοποιό χάριν του Αγίου Πνεύματος, κάνει τον νου να μη θέλει να αποσπασθεί από την ωραιότατη αυτή φυσική ένωση της ψυχής και του νου.
  4. Ο εγκλεισμός και κάθε είδος προσευχής είναι μέσα για να φθάσει και να ενωθεί η ψυχή με τον Θεό Πατέρα της. Όταν η ψυχή ζει εν Θεώ, δεν έχει καμία ανάγκη, δεν αισθάνεται καμία έλλειψη. Θέλει να παραμένει συνέχεια με τον Θεό Πατέρα και δημιουργό της. Αυτό είναι και η πραγματική θεολογία.

(«Πνευματικαί εμπειρίαι Γέροντος Ιωσήφ του Ησυχαστού», Ι.Μ.Καρακάλλου, Άγ. Όρος)

«Ο νους βλέπει το σκότος της ψυχής» (Οσίου Ιωσήφ του Ησυχαστού)



 
Ο Γέρων Ιωσήφ είδε όλο το βάθος του παλαιού ανθρώπου και με πολύ κόπο και προσευχή καθάρισε τον εαυτόν του και όλη η ζωή του είναι ένα παράδειγμα μιμήσεως, για κάθε άνθρωπο που αγωνίζεται για τη σωτηρία της ψυχής του. Παραπονείται μάλιστα, ότι δεν φροντίζουμε για το εσωτερικό της ψυχής και γράφει:
«Η σημερινή κατάστασις των πολλών περιωρίσθη εις ένα τύπον εξωτερικόν. Πέραν τούτου δεν υπάρχει φροντίδα και μέριμνα διά το εσωτερικόν της ψυχής, όπου συνίσταται το παν· όπου ενώνεται ο υλικός με τον άυλον, ο άνθρωπος με τον Θεόν, κατά το εγχωρούν εις την χωματώδη μας φύσιν. Τούτο είναι το πολύ ωραίον και το πάνυ καλόν. Άλλα πάντες το αποφεύγομεν. Πάντες τα νώτα στρέφομεν. Καθότι απαιτείται αγών».
Εις τον αγώνα αυτόν του ανθρώπου, για να υπάρξουν τα ανάλογα αποτελέσματα, πρέπει να συνεργήσει η χάρις του Θεού και η προαίρεση του ανθρώπου: «θα λυώση ως κηρός ο παλαιός άνθρωπος. Και όπως ο σίδηρος, όταν εμβαίνη εις την φωτιά, ξεκολλάει και πέφτει η σκουριά, όπου έχει επάνω, έτσι γίνεται και εις τον άνθρωπον. Έρχεται κατ’ ολίγον η χάρις και μόλις πλη­σίαση εις τον άνθρωπον αναλύει ως κηρός. Και δεν γνωρίζει εις αυτήν την στιγμήν ο άνθρωπος τον εαυτόν του, ενώ όλος είναι πολυόμματος νους και διαυγέστατος. Όμως εις αυτήν την υπερφυή ενέργειαν δεν ημπο­ρεί να ξεχωρίση τον εαυτόν του, διότι ενούται με τον Θεόν. Και τότε πίπτει η σκουριά. Αφαιρείται η σφραγίδα. Αποθνήσκει ο παλαιός άνθρωπος. Αφαιρείται το μητρικόν αίμα. Ανακαινούται το φύραμα.
Και δεν αλλάζει κατά το σώμα ο άνθρωπος, αλλά τα φυσικά προτερήματα και χαρίσματα του ανθρώπου, αυτά φωτίζει, ενδυναμοί και ανακαινίζει η χάρις. Και ζωογονείται ο πάλαι Αδάμ, ο πλασθείς κατ’ εικόνα Θεού».
Όποιος αξιωθή να ιδή την άβυσσον των πταισμά­των της ψυχής του θρηνεί από το φρικτόν αυτό θέαμα. Εκ της οράσεως της καταστάσεως αυτής προέρχεται η μετάνοια, η επίγνωσις του εαυτού μας, η αληθινή ταπείνωσις και ο φόβος του Θεού. Όλα αυτά είναι δωρήματα της Χάριτος του Θεού.
Εφ’ όσον δεν υπάρχει η επίγνωσις του αμαρτωλού εαυτού μας θεραπεία δεν υπάρχει. Από την στιγμήν όμως που ο νους γίνεται θεωρός αυτού του σκότους της ψυχής αρχίζει να λειτουργή η ταπείνωσις και μαραίνεται η ρίζα της αμαρτίας, δηλαδή η υπερηφάνεια.
Η υπερηφάνεια είναι το μεγαλύτερο εμπόδιο για τον φωτισμό του Αγίου Πνεύματος. Βάσις και θεμέλιο, κατά τους αγίους Πατέρας, της πνευματικής ζωής είναι η υπακοή, διότι αυτή χαρίζει την ταπεινοφροσύνη. Είναι αδύνατον χωρίς υπακοή η ψυχή να απαλλαγή από τα πάθη της οιήσεως, της κενοδοξίας και της υπερηφάνειας.
Η μετάνοια είναι ανεκτίμητο δώρο για τον άνθρωπο. Είναι το καλύτερο φάρμακο για την αποκατάσταση της ψυχικής υγείας του ανθρώπου.
Ο Γέρων Ιωσήφ είναι πρακτικότατος διδάσκαλος, βιαστής και απαράμιλλος συνεχιστής όλης αυτής της Νηπτικής παραδόσεως, της κρυπτής εργασίας που επιτελεί ο νους εγκλειόμενος  στην ψυχή. Να πως ερμηνεύει αυτή την κατάσταση της ψυχής και του νου. «Ο νους είναι ο οικονόμος της ψυχής, όπου κουβαλά τροφήν – ό,τι τον δώσης εσύ. Λοιπόν όταν έχη ειρήνην και τον δίδεις ό,τι καλόν θέλει, αυτός τα κατεβάζει εις την καρδίαν. Πρώτον καθαρίζει αυτός από όσας προλήψεις κατείχετο εις τον κόσμον. Ξεθολώνει από του βίου τες μέριμνες και λέγοντας την νοεράν προσευχήν τελείως παύει ο μετεωρισμός. Και τότε καταλαμβάνεις ότι εκαθαρίσθη. Διότι πλέον δεν κινείται εις τα ακάθαρτα και πονηρά, όπου είδεν ή ήκουσεν εις τον κόσμον.
Μετά αυτός διά της ευχής, εισερχόμενης και εξερχομένης στην καρδία, καθαρίζει δρόμο και εκβάλλει κάθε πικρία, αισχρότητα, ακαθαρσία από αυτήν. Στήνει πόλεμο ο νους προς τα πάθη και τους δαίμονες, που εγείρουν αυτά, που τόσα έτη φώλιαζαν  σε αυτή και κανείς δεν τους ήξερε ούτε  τους έβλεπε.
Τώρα όμως που ο νους έλαβε καθαρότητα την αρχαία στολή του- τους βλέπει και ως κύων γαυγίζει, υλακτεί, μάχεται μετ’ αυτών ως κύριος και φύλαξ όλου του διανοητικού μέρους».
Είναι μεγάλη αλήθεια αυτό το οποίο μας αποκαλύπτει ο Γέρων Ιωσήφ. Ο νους κύριος και φύλαξ όλου του διανοητικοί μέρους της ψυχής. Αυτή η προσοχή, η νηπτική ικανότητα του νου, χαρίζει σε αυτόν μεγάλη απλότητα και καθαρότητα. Ο νους γυμνός από κάθε νόημα. Αφού είναι ελεύθερος από κάθε λογισμό, τότε και η θεία χάρις επαναπαύεται, για να έλθει να σκηνώσει σε αυτόν, διότι τίποτε δεν υπάρχει ευάρεστο στο Θεό, όσον ο καθαρός λογισμός.
Ο Γέρων Ιωσήφ με πολλή σαφήνεια περιγράφει πως ο νους με την ευχή καθαρίζει τη ψυχή από τις συγκαταθέσεις των εμπαθών λογισμών: «Κρατών ως όπλον το όνομα Ιησούς μαστίζει τους πολεμίους, άχρις ότου τους βγάλη όλους απ’ έξω, τριγύρω στο περικάρδιον· και υλακτούσιν και αυτοί ως άγριοι κύνες. Ο δε νους αρχίζει να καθαρίζη την βρώμαν και όλην την ακαθαρσίαν, όπου είχον μολύνει οι δαίμονες με τας συγκαταθέσεις όπου είχομεν κάμει εις ό,τι κακόν και εφάμαρτον… Και όλο αγωνίζεται να ρίχνη έξω τες βρώμες, όπου αυτοί διαρκώς ρίχνουν μέσα. Έπειτα ως οικονόμος φέρει τροφάς αρμόζουσας προς φωτισμόν και υγείαν ψυχής».
Και συνεχίζει τη θαυμάσια διδασκαλία του: «Εις όλα αυτά συνεργεί η χάρις η καθαρτική. Σκεπάζεται ο αγωνιζόμενος ως υπό σκιάν υπό την σκέπην της υπακοής. Φρουρείται υπό την χάριν αυτού, όπου ανέλαβε την ψυχήν του ενώπιον του Θεού. Και ολίγον-ολίγον γίνεται αλλοίωσις του Υψίστου. Και αφού εν ολίγοις διωχθώσιν τελείως έξω οι δαίμονες, καθαρισθή δε έσωθεν η καρδία, παύει ο μολυσμός.
Ενθρονίζεται ο νους ως Βασιλεύς επί την καρδίαν και χαίρει ως νυμφίος επί νύμφη εν τω θαλάμω. Άγει χαράν αγίαν, ειρηνικήν, άμωμον. Λέγει την ευχήν χωρίς κόπον».
Κυριότερο έργο επομένως για την υγεία της ψυχής μας δεν είναι άλλο από την άσκηση της νοεράς προσευχής. Λέγοντας την ευχή, το: «Κύριε Ιησού Χριστέ, ελέησόν με», δημιουργούνται μέσα στη ψυχή μας άλλες καταστάσεις. Διότι, όταν παραμένει πολύ χρόνο μέσα στη ψυχή μας το ένδοξο Όνομα του Ιησού Χριστού, προκαλεί θερμότητα σε αυτή και ανέκφραστη χαρά και αγάπη. Και πώς να μη χαίρεται η ψυχή, αφού βρήκε το πολύτιμο μαργαριτάρι, το οποίο είναι το γλυκύτατο Όνομα του Κυρίου Ιησού Χρίστου!

(«Πνευματικαί εμπειρίαι Γέροντος Ιωσήφ του Ησυχαστού», Ι.Μ.Καρακάλλου, Άγ. Όρος – Αποσπάσματα)

Δεν τα υπομένεις όλα για τη ιδική μου αγάπη; (Γέροντος Ιωσήφ του Ησυχαστού)





Τίποτε άλλο δεν μπορεί τόσο να βοηθήσει και κατευνάσει το θυμό και όλα τα πάθη, όσο η αγάπη προς τον Θεό και κάθε συνάνθρωπο. Με την αγάπη εύκολα νικάς, παρά με τους άλλους αγώνες.
Αλλά και αγωνιζόμενος δεν αισθάνεσαι πόνο, οπόταν κυριεύει το νου η αγάπη. Γι’ αυτό η αγάπη δεν πίπτει, εφ’ όσον της ψυχής το πηδάλιο κατευθύνεις πάντοτε προς αυτήν. Και ό,τι συμβεί, φωνάζεις το σύνθημα· «Διά την αγάπην σου, Ιησού μου, γλυκεία αγάπη, βαστάζω τας ύβρεις, ονείδη, αδικίας, κόπους, και πάσας τας θλίψεις, ό,τι ήθελε μου συμβή.» Και αμέσως, αυτά σκεπτόμενος, το φορτίο του πόνου γίνεται ελαφρό και η πικρία του δαίμονος σταματά.
Μία φορά, ένεκα των αλλεπαλλήλων μου φρικτών πειρασμών, είχα κυριευθεί από λύπη και αθυμία και έλεγα στο Θεό ως αδικούμενος ότι με παραδί­δει σε τόσους πολλούς πειρασμούς χωρίς να τους αναχαιτίζει λίγο, να παίρνω έστω λίγη ανάσα. Και σ’ αυτή την πικρία άκουσα μία φωνή μέσα μου πολύ γλυκειά και πολύ καθαρή με πολλή μεγάλη συμπάθεια. «Δεν τα υπομένεις όλα για τη δική μου αγάπη;» Και με τη φωνή ξέσπασα σε δάκρυα τόσο πολλά, και μετανοούσα για την αθυμία που με είχε κυριεύσει. Δεν λησμονώ ποτέ μου αυτή τη φωνήν, την τόσο γλυκειά, που αμέσως εξαφανίσθηκε ο πειρασμός και όλη η αθυμία.
Γι’ αυτό μην αθυμείς μη στενοχωριέσαι στις θλί­ψεις και πειρασμούς, άλλα με την αγάπη του Ιησού μας να ελαφρύνεις τον θυμό και την αθυμία. Και δίδε θάρρος στον εαυτό σου λέγοντας: « Ψυχή μου, μη αθυμείς! Γιάτι μικρή θλίψη σε καθαρίζει από πολυχρόνια ασθένεια. Αλλά και σε λίγο θα φύγει».
Όσο λίγη είναι η υπομονή, τόσο μεγάλοι φαίνονται οι πειρασμοί. Και όσο συνηθίζει ο άνθρωπος να τους υπομένει, τόσο μικραίνουν και τους περνά χωρίς κόπο, και γίνεται στερεός σαν βράχος.
Λοιπόν υπομονή! Και αυτό που τώρα σου φαίνεται δύσκολο να το κατορθώσεις, αφού περάσουν χρόνια πολλά θα έλθει στο χέρι σου να το κατέχεις σαν δικό σου, χωρίς να καταλάβεις πως έγινε.
Γι’ αυτό εργάσου τώρα στην νεότητα χωρίς να λες το «γιατί» και να αθυμείς. Και όταν γεράσεις θα θερίσεις τους καρπούς της απάθειας και θα απορείς από πού γενήθηκαν τέτοιοι ωραίοι καρποί, αφού εσύ δεν καλλιέργησες τίποτε, και έγινες πλούσιος αν και δεν  άξιζες τίποτα, και όλοι οι γογγυσμοί, αι παρακοές και αθυμίες σου, βλάστησαν τέτοιους καρπούς και άνθη ευώδιαστά!
Γι’ αυτό να εξασκείς βία. Και αν μυριάκις πέσει ο δίκαιος, δεν χάνει την παρρησία του, αλλά πάλι σηκὠνεται και μαζεύει δυνάμεις και του επιγράφει νίκες ο Κύριος. Και τις μεν νίκες δεν του τις δείχνει, για να μην υπερηφανεύεται· τα δε πεσίματα τα φέρνει μπροστά του , να τα βλέπει, να πάσχει, να ταπεινώνεται.
Αφού δε ξεπεράσει τις ενέδρες  των εχθρών και κερδίσει νίκες παντού αφανείς, τότε αρχίζει να του δείχνει λίγο-λίγο ότι νικά, ότι βραβεύεται· ότι έχει στα  χέρια  του κάτι που προηγουμένως ζητούσε και δεν του δινόταν. Και έτσι γυμνάζεται, δοκιμάζεται, γίνεται τέλειος, όσο χωράει  η φύση, ο νους, η διάνοια, και το σκεύος της ψυχής μας.
Γι’ αυτό  «ανδρίζου και ίσχυε εν Κυρίω» και μην ελαττώσεις  την προθυμία σου. Αλλά να ζητάς, να φωνάζεις διαρκώς, είτε λαμβάνεις είτε όχι.

(Γέροντος Ιωσήφ, «Έκφρασις Μοναχικής εμπειρίας», εκδ, Ι.Μ.Φιλοθέου, Άγ. Όρος, σ. 71-74. -σε νεοελληνική απόδοση.)

Η Διάκριση στην ζωή και στην επιστολογραφία του Γέροντος Ιωσήφ του Ησυχαστή.(πρωτοπρεσβυτέρου Βασιλείου Καλλιακμάνη)



019
025
026A
020
021
ΠΗΓΗ.ΠΕΡΙΟΔΙΚΟ ΑΓΙΟΣ ΝΙΚΗΤΑΣ

«Θεόν εσθίομεν εν μυστηρίω». Η αίσθηση του ασκητικού κάλλους κατά τον Γέροντα Ιωσήφ τον Ησυχαστή.(Χρυσοστόμου Σταμούλη-καθηγητή Α.Π.Θ)



ngp-christopsaro-copy
Συχνά πυκνά, στα όρια της σύγχρονης Ορθοδοξίας, κυριαρχεί η αίσθηση και η εικόνα ενός αυξανόμενου ψυχολογικού πεσιμισμού, που ανακαλύπτει παντού και πάντα ασχήμιες, εχθρούς της πίστεως, έλλειψη θαυματουργίας, απουσία αισθητικής, απουσία ειλικρινούς ευσέβειας, απουσία πραγματικής χριστιανικής ζωής[1]. Έτσι, αναπτύσσονται απόψεις και στάσεις άκρως αναχωρητικές, που θεωρούν ότι η εδώ  ζωή δεν μπορεί παρά να είναι μία παραίσθηση, μία αναπόφευκτη και συνεπώς αναγκαία συνθήκη για να περάσει κανείς απέναντι, στη ζωή μετά το θάνατο. Κατά συνέπεια, λοιπόν, η αγωνία όλων εκείνων που αντιμετωπίζουν έτσι τα πρόσωπα και τα πράγματα προσδιορίζεται στο στένεμα και από το στένεμα της εδώ ζωής και στην αναζήτηση, τη μανιώδη έως και αγχωτική αναζήτηση, απάντησης στο ερώτημα εάν υπάρχει ζωή μετά το θάνατο.  Άμεσος στόχος τους, σκοπός βιαστικός άσκοπος, όπως λέγει ο ποιητής, η απόδραση τους από την εδώ πραγματικότητα και η κίνησή τους προς το άλλο, το μετά, το ειδωλοποιημένο επέκεινα που γεννά η απουσία του εδώ, η αδυναμία να ανακαλύπτει και να αναγνωρίζει το δημιούργημα τον Δημιουργό παντού και πάντα, είτε στον κεραυνό είτε στη φωτιά είτε στην αύρα τη λεπτή[2].
          Περπατώντας τις τελευταίες ημέρες στους δρόμους της Μητέρας Θεσσαλονίκης σταμάτησα μπροστά σε τοίχο κατεδαφιστέου κτηρίου, όπου με τεράστια γράμματα αναγράφονταν το εξής σύνθημα: «Υπάρχει ζωή πριν το θάνατο;». Δεν ξέρω ποιος το έγραψε, μπορώ όμως να φανταστώ αυτά τα παιδιά με την αγωνία ζωγραφισμένη στα μάτια, τα παιδιά του λεγόμενου περιθωρίου. Αυτούς τους νέους που νιώθουν να περνά καθημερινά από τα χέρια τους ολάκερη η θάλασσα χωρίς αυτοί να μπορούν να κρατήσουν μια στάλα της. Τα παιδιά που καλούνται να πετάξουν σ’ έναν κόσμο χωρίς ουρανό. Ένιωσα τότε ότι εδώ υπάρχει, πρέπει οπωσδήποτε να υπάρχει, μια βαθιά συγγένεια αυτών των παιδιών με τα άλλα παιδιά, αυτά για τα οποία μας μιλάει ο δωροδότης Χριστός και προς την παιδικότητα των οποίων μας καλεί. Φωτίσθηκε, λοιπόν, τότε και με άλλον τρόπο, η αίσθηση που ήδη υπήρχε μέσα μου, ότι η παιδικότητα, ως αθωότητα και παρθενία υπάρξεως, είναι η προϋπόθεση, η μόνη προϋπόθεση για να εισέλθει κάποιος στη βασιλεία των ουρανών. «Και είπεν», σημειώνει ο ευαγγελιστής Ματθαίος, μεταφέροντας τα λόγια του Ιησού, «αμήν λέγω υμίν, εάν μη στραφήτε και γένησθε ως τα παιδία, ου μη εισέλθητε εις την βασιλείαν των ουρανών. Όστις ουν ταπεινώσει εαυτόν ως το παιδίον τούτο, ούτος εστιν ο μείζων εν τη βασιλεία των ουρανών. Και ος εάν δέξηται εν παιδίον τοιούτο επί τω ονόματί μου, εμέ δέχεται· ος δ΄αν σκανδαλίση ένα των μικρών τούτων πιστευόντων εις εμέ, συμφέρει αυτώ ίνα κρεμασθή μύλος ονικός περί τον τράχηλον αυτού και καταποντισθή εν τω πελάγει της θαλάσσης»[3].
Δεν χωρά αμφιβολία ότι η αλήθεια ενός τέτοιου  κειμένου συγκλονίζει την ύπαρξη και στέλνει μηνύματα για πολλούς αποδέκτες. Τα παιδιά της βιβλικής διηγήσεως και συνεπώς όλα τα μικρά και μεγάλα παιδιά του κόσμου νιώθουν πολλές φορές να βρίσκονται ανάμεσα Σκύλα και Χάρυβδη. Ανάμεσα ενός συνεχώς αυξανόμενου αντικοσμικού, αντιανθρωπιστικού και συνεπώς αντίθεου «εκκλησιαστικού» αναχωρητισμού και ενός άκρως ειδωλοποιημένου υλισμού, που επιτρέπει τη λατρεία του τέρατος του αυτοερωτισμού και της εξαχρείωσης[4]. Λείπει, δίχως άλλο, η όραση του αοράτου, η προφητική ματιά, η αναφορικότητα που ανοίγει την ύπαρξη εδώ και τώρα στο θαύμα. Απουσιάζει η παιδική απλότητα που φανερώνει την ύπαρξη ως ύπαρξη που αναπνέει και συνεπώς κοινωνεί  διά του μυστηρίου της εκπλήξεως τον συνεχώς εκπλήσσοντα Θεό.
Ως συνεπή κατάληξη όλων των παραπάνω θα θεωρούσε ο βιαστικός ακροατής, ο μένων στην επιφάνεια των φαινομένων, την εκ μέρους μου απόρριψη του ασκητικού αναχωρητισμού. Ουδέν αναληθέστερον.  Και τούτο το γνωρίζει εκείνος που γονατίζει ενώπιον αυτών των παιδιών, το γνωρίζουν εκείνοι που ποιούν καθημερινώς         παιδικότητα, εκείνοι που η ψυχή τους γίνεται συνεχώς παιχνίδι του ανέμου προκειμένου να δουν τη δόξα του πραγματικού. Εκείνοι που εγκατέλειψαν διαμιάς τη βεβαιότητα και την ασφάλεια της σύμβασης, ως άλλοι «βεβαιόπιστοι», προκειμένου να κινδυνέψουν  στο «πέλαγος της αυταπαρνήσεως» για χάρη της έσχατης κοινωνίας με τον προσωπικό Θεό της Βίβλου και των Πατέρων της Εκκλησίας, για χάρη της αγάπης[5]. Μια κοινωνία που προϋποθέτει και συνάμα ενισχύει την παιδικότητα και όσα από αυτή απορρέουν.
Και για να γίνω περισσότερο σαφής οφείλω να σημειώσω ότι ο αναχωρητισμός τούτος, ο ασκητικός αναχωρητισμός και εξάπαντος όχι ο αναχωρητισμός των «καθαρών»[6], που προκύπτει από κάθε είδους ψυχολογισμούς και ηθικισμούς, που γεννούν αισιοδοξίες ή απαισιοδοξίες, αναφέρεται σε όλους όσοι μέσα από το μυστήριο της ελπίδας αναζητούν το κάλλος εντός ενός κόσμου που ταλανίζεται από τις αλλοτριώσεις, τις παραμορφώσεις που γεννά το μεσοβέζικο και οι ασχήμιες του κακοτέχνη[7]. Πρόκειται δηλαδή για τροπικό και όχι κατανάγκην τοπικό αναχωρητισμό· αναχωρητισμό από τα είδωλα που γεννά η απώλεια της αναφοράς, η απώλεια της σχέσης, η απώλεια της ανθρωπινότητας. Εάν ο Θεός χάνεται, χάνεται γιατί χάνεται από τα μάτια των ανθρώπων ο άνθρωπος και η κτίση. «Χωρίς εμάς τι θάταν τάχα η γη,/ Ανώνυμη, ανυπόστατη, ερημωμένη», αναφωνεί ο ποιητής Γιώργος Θέμελης και συνεχίζει, «Χωρίς εμάς τι θάταν τάχα ο ουρανός./Σχήματα χωρίς φως και δίχως μια φωνή/Να τα ονομάσει, δίχως αιωνιότητα./Και ο Θεός τι πράγμα τάχα θάταν,/Πράγμα χωρίς όνομα και δίχως λάμψη./Τι σάρκα θάπαιρνε για να φανεί/Χωρίς σάρκα πάνω στη γη, τι πρόσωπο/Χωρίς το ανθρώπινο πρόσωπο,/Χωρίς το ανθρώπινο ένδυμα και σχήμα./Τι ράπισμα κ’ αίμα, ποιο μαρτύριο/Χωρίς το ανθρώπινο μαρτύριο:‘Ίδε ο άνθρωπος, ίδε ο Θεός’./Χωρίς τον ανθρώπινο θάνατο, χωρίς/Ταφή και θρήνο-δίχως ανάσταση./Χωρίς εμάς τι θάταν τάχα ο θάνατος».[8]
Βαθιά εκκλησιαστική η αναφορά του Θέμελη συμποσώνει την αλήθεια της βιβλικοπατερικής παράδοσης και προοδοποιεί μια σύγχρονη και συνάμα τόσο παλιά ολιστική θεώρηση που διά της φιλανθρωπίας οδηγεί στη φιλοθεΐα. Μιας τέτοιας φιλανθρωπίας και φιλοθεϊας εκφραστής υπήρξε δίχως άλλο ο μέγας ασκητής, ο μακαριστός γέρων Ιωσήφ ο ησυχαστής, η χάρις του οποίου μας συνάζει αυτές τις ημέρες επί το αυτό.
Πρόκειται ουσιαστικά για πρόσωπο που φανερώνει εξαιρέτως ότι το κάλλος το ασκητικό, που εξάπαντος δεν περιορίζεται στους ασκητές και σε αυτό το σημείο ο γέρων είναι ξεκάθαρος[9], δεν βρίσκεται στον αντίποδα του ασκητισμού, αλλά τουναντίον αποτελεί την καλλίστη έκφρασή του ίδιου του τρόπου του.
Συνεπής συνεχιστής μιας ζώσας παράδοσης ο αγιορείτης πατέρας, ως άλλος Διονύσιος Αρεοπαγίτης, αναγνωρίζει σε κάθε βήμα του ότι ο αγαθός Θεός είναι αγάπη και αγαπητόν, είναι φως και ζωή, είναι κάλλος και ωραιότης, είναι τέλος έρως, που αιχμαλωτίζει την ύπαρξη και την οδηγεί σε μια ζωή συνεχούς θαυμασμού[10]. Έτσι κάθε καλλοποιός ενέργεια του ανθρώπου εντός του διασπασμένου κόσμου δεν αποτελεί παρά ανταύγεια του όντως καλού, της αληθινής ωραιότητας, του προστάτη Θεού.
Εκπληκτική φανέρωση μιας τέτοιας αλήθειας, που καινοποιείται όμως μέσα από τη σύνδεσή της με την τριαδική παιδικότητα, αποτελεί η εκ μέρους του  γέροντα περιγραφή της εμπειρίας συνάντησής του με τον Τριαδικό Θεό σε ώρα προσευχής, στο καλύβι του στα Κατουνάκια. Έλεγε σχετικά: «Βρισκόμουν βυθισμένος στον εαυτό μου…και πρόσεχα την γλυκύτητα της ευχής. Ξαφνικά γέμισα από φως που σιγά σιγά αυξήθηκε, ώστε όλος ο τόπος έγινε φως. Αυτό βέβαια δεν ήταν όπως το φως της ημέρας που βλέπουμε. Τότε παρουσιάστηκαν τρία παιδάκια ηλικίας έξι ως οκτώ ετών, όμοια κατά πάντα στη μορφή και τα χαρακτηριστικά τους. Ήταν τόσο χαριτωμένα και τόσο ωραία, που η θέα τους αιχμαλώτιζε όλες τις αισθήσεις μου. Δεν ένοιωθα τίποτα άλλο. Μόνο θαύμαζα. Ήταν σε μικρή απόσταση από μένα, μερικά μέτρα, και βάδιζαν προς το μέρος μου με τον ίδιο ρυθμό, με το ίδιο βήμα, με την ίδια κίνηση. Οι κινήσεις και τα χαρακτηριστικά τους ήταν σαν να ήταν ένα, αλλά ήταν τρία. Έψαλλαν μελωδικώτατα το <όσοι εις Χριστόν εβαπτίσθητε, Χριστόν ενεδύσασθε, αλληλούϊα>. Όταν με πλησίασαν, νόμιζα ότι αν άπλωνα τα χέρια μου θα τα έφτανα. Πήγαν πάλι ρυθμικά προς τα πίσω, χωρίς να γυρίζουν την πλάτη και συνέχισαν με τον ίδιο ύμνο. Στο <αλληλούϊα> με ευλογούσαν με τα χεράκια τους, καθώς κάνει ο ιερέας[11]…Εγώ δε έλεγον διαλογιζόμενος· πού έμαθαν τόσον μικρά να ψάλλουν τόσον ωραία και να ευλογούν; Χωρίς να έλθη στον νουν μου ότι εις το Άγιον Όρος δεν υπάρχουν τόσον μικρά και τόσον ωραία παιδάκια. Και ούτως πάλιν, ως ήλθον, έφυγαν να υπάγουν να ευλογήσουν και άλλους. Και εγώ έκθαμβος, ημέρες παρήρχοντο να διαλυθή η χαρά, να εξαλειφθούν από την μνήμην μου. Αλλά μήτε εξαλείφονται ποτέ τα τοιαύτα»[12].
Δίχως δυσκολία αναγνωρίζει κάποιος, από ένα τόσο ευαίσθητο κείμενο, ότι η περί κάλλους διδασκαλία του ησυχαστή έχει ρίζες τριαδοκεντρικές και ως εκ τούτου χριστοκεντρικές. Πρόκειται δηλαδή για μια αισθητική με αναφορά, μια φιλόκαλη αισθητική, όπως αυτή συναντάται σε όλες τις φάσεις της Εκκλησίας του Χριστού, που ξεκινά από τη  δημιουργία και πορεύεται δοξολογικά και συνάμα ασκητικά στα έσχατα. Η ωραιότητα του τριαδικού Θεού, στην περίπτωσή μας των τριών μικρών παιδιών, σε συνδυασμό με την ωραιότητα του δοξολογούμενου σαρκωμένου Λόγου του Θεού Πατέρα, του Χριστού, αποτελούν τη βάση για να ντύσει κανείς τη γύμνια του, να ντυθεί δηλαδή τον ίδιο τον Χριστό και μέσα από μια τέτοια σχέση να παραδοθεί «αυτεξουσίως», δηλαδή διά της λειτουργίας του μυστηρίου της «γνωμικής εκχωρήσεως», σύμφωνα με τον άγιο Μάξιμο τον Ομολογητή[13], στην αιχμαλωσία της θεωρίας, σε μια συνεχή έκπληξη, σε έναν ακραίο ερωτικό θαυμασμό που «καταλάμπεται από τη θεία Χάρη»[14].
Σημαντικό στην προκειμένη περίπτωση είναι να τονισθεί ότι ο γέροντας δεν κάνει λόγο για κατάργηση των αισθήσεων, αλλά για «καθαγνισμό»[15], αιχμαλωτισμό τους από το ωραίο[16]. Έτσι μέσα από μια τέτοια ερμηνεία καταλαβαίνει κάποιος πόσο αφελής είναι η άποψη που πολλές φορές παρουσιάζεται με κύρος και βεβαιότητα, και η οποία αβασάνιστα ταυτίζει την «κατάπαυση» των αισθήσεων με τον μηδενισμό τους. Καταλαβαίνει ακόμη πόσο δίκαιο είχε ο μακαριστός π. Ιουστίνος Πόποβιτς, ο πατριάρχης της σερβικής Ορθόδοξης θεολογίας, όταν στο κλασικό έργο του Άνθρωπος και Θεάνθρωπος, σημείωνε τα εξής αποκαλυπτικά και προφητικά για το θέμα μας: «Η αίσθηση…Ποιός μπορεί να μου εξηγήσει αυτό το μυστήριο που υπάρχει εντός μου, την αίσθηση; Μέσα σ’ αυτό που ονομάζουμε αίσθηση, ποιός ξέρει ποια αινίγματα και ποια μυστήρια έχει ενώσει και έχει συγχωνεύσει ο Θεός!…Αίσθηση! Θαυμαστό και φοβερό δώρο. Δι αυτής ο παράδεισος αποδεικνύεται παράδεισος, και η κόλαση κόλαση, δι αυτής ο πόνος φανερώνεται ως πόνος, και η μακαριότητα ως μακαριότητα, η λύπη βιώνεται ως λύπη, και η χαρά ως χαρά, η απόγνωση ως απόγνωση, και η έξαρση ως έξαρση. Διότι, τι είναι κόλαση; Αίσθηση άνευ του Θεού Λόγου, αίσθηση εκ της οποίας εξεδιώχθη ο Θεός. Και τι είναι παράδεισος; Αίσθηση του Θεού, αίσθηση ανακραθείσα μετά του Θεού και πληρωθείσα υπό του Θεού Λόγου. Πράγματι κόλαση είναι η ά-θεος (α-θεωμένη), η «καθαρά αίσθηση», ενώ παράδεισος είναι η λογοποιημένη, η χριστοποιημένη, η θεανθρωποποιημένη αίσθηση»[17].
Στην ίδια γραμμή στοιχώντας και ο γέροντας φανερώνει εδώ, όπως και παντού,  μια θεολογία που στηρίζεται στο «άπλωμα», στο «πλάτεμα» και εξάπαντος όχι στο στένεμα της ύπαρξης[18]. Έτσι, ο άνθρωπος του Θεού, ο φίλος Θεού βάζει «αρχή αισθήσεως εν Θεώ»[19], καθίσταται, ως άλλη Θεοτόκος, χωρίον και χώρα του αχωρήτου και φανερώνει την ύπαρξή του ως τόπο λειτουργίας του παράδοξου και της αμφισημίας, που διώχνει μετά μανίας την τακτοποίηση και το βόλεμα σε σχήματα ιδανικά, αλλά οπωσδήποτε γυμνά από αλήθεια, φως, ομορφιά και έρωτα. Δεν πρέπει να λησμονούμε ότι η μεταμόρφωση και ο μετασχηματισμός δεν μπορούν να λειτουργήσουν χωρίς την ελευθερία και η ελευθερία χρειάζεται ολάκερο τον άνθρωπο, τον άνθρωπο που φανέρωσε ο Χριστός με τη σάρκωσή του. Τον άνθρωπο που ανέδειξε ο Χριστός με την ανάστασή του[20]. Εκείνο που «τιμάται και βραβεύεται», παρατηρεί ο γέροντας και αποτινάζει με μιας από πάνω του κάθε τυπολατρία και κάθε νομικισμό, δεν είναι «η τήρηση των εντολών, αλλά η πίστη στον Θεό, για χάρη του οποίου αποφάσισε κάποιος και ενήργησε»[21]. Σε κάθε άλλη περίπτωση εκείνο που θα κυριαρχεί θα είναι ο μερισμός και η διαίρεση, η έκπτωση και η ηθικιστική θρησκειοποίηση της Εκκλησίας έτσι όπως τη φανέρωσαν παλιοί ηθικιστές, όπως ο Νεστόριος, ο Απολινάριος και  άλλοι. Άνθρωποι οι οποίοι ποτέ δεν κατάλαβαν ότι η Εκκλησία δεν είναι χώρος αφαίρεσης μήτε χώρος διόρθωσης, αλλά χώρος πρόσληψης, χώρος μεταμόρφωσης, χώρος ένωσης του κτιστού με το άκτιστο, χώρος αίσθησης του Θεού, χώρα του αχωρήτου. «Οπόταν λοιπόν η χάρις πληθυνθή εις τον άνθρωπον», σημειώνει ο γέροντας, «και γνωρίζη όλα τα γεγραμμένα, ως είπομεν, έρχεται εις μεγάλην απλότητα· ο νους του απλώνει έχων Μεγάλην Χωρητικότητα»[22], «πλατύνεται και  περισσεύει», όλα γίνονται φως και ο προσευχόμενος καταξιώνεται την όραση του αοράτου.[23] Και αλλού παρατηρεί: «Αυτό το φως τον μεταμορφώνει (εν. τον προσευχόμενο) και τον μετασχηματίζει στην δική του υπερφυσική λεπτότητα, οπότε δεν αισθάνεται ούτε βάρος, ούτε πάχος, ούτε κανένα αδιάβλητο πάθος· έπειτα αρπάζει τον νου του όπου η θεία Χάρις θελήσει, ενώ δεν λειτουργούν ούτε οι αισθήσεις ούτε ο νους που ακολουθεί την πορεία του αγίου φωτός. Θαυμάζει, εκπλήσσεται…Η αγάπη του Θεού κατακλύζει την αίσθησή του, νοιώθει τον Θεό παρόντα, αναπνέει την αίσθησή Του και ψηλαφεί και κρατεί τον ακράτητο…Αυτό το φως είναι υπέρλογο, υπερούσιο, ασύλληπτο, και τόσο μόνο μπορεί να χωρέσει στον ανθρώπινο νου, όσο αυτό το ίδιο τον πλαταίνει…μετέχει ολοκληρωτικά σε μια απέραντη πανευτυχία»[24].
Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι μια τέτοια «μυστηριακή» θεώρηση του άκτιστου κάλλους, ως έκφραση έρωτος μανικού[25], σχετικοποιεί, αλλά αλίμονο δεν υποβαθμίζει, πολύ περισσότερο μάλιστα δεν μηδενίζει, δεν αφανίζει τη σχέση του γέροντος με το κτιστό καλό[26]. Όπου βρεθεί και όπου σταθεί ο ησυχαστής πατέρας τονίζει ότι ο κόσμος ολάκερος είναι ο κόσμος του Θεού, τον οποίο ο Δημιουργός δημιούργησε «λίαν καλόν»[27]. Εάν η σχέση του Θεού με το δημιούργημά του, λογικό και άλογο είναι σχέση «συγκαταβάσεως» και «συμπαθείας», πώς θα μπορούσε να είναι διαφορετική η σχέση του γέροντος με αυτό[28];
Με άλλα και απλούστερα λόγια, οφείλει κανείς να ομολογήσει ότι η θεοκεντρική, τριαδοκεντρική και ταυτόχρονα χριστοκεντρική κατανόηση του κάλλους από τον γέροντα του επιτρέπει να ανακαλύπτει μέσω των γεγυμνασμένων του αισθητηρίων το κάλλος και το καλό στις πολύμορφες εκφάνσεις του[29]. Να ανακαλύπτει δηλαδή και να αποκαλύπτει το κάλλος της Παναγίας Μητέρας του Θεού, το κάλλος των Αγίων, το κάλλος των αγγέλων, το κάλλος της ευχής, το κάλλος του Παραδείσου, αλλά και το κάλλος του ανθρώπου, το κάλλος των ζώων και των πουλιών, των φυτών, των δέντρων, το κάλλος [30] της κτίσης ολάκερης. Η σχέση του με τον κόσμο, όπως και η σχέση του με τον Θεό, είναι σχέση φιλίας και έρωτος, σχέση ειρήνευσης[31]. Και η καρδιά του μια καρδιά αγαπώσα, μια καρδιά που ξεχειλίζει από αγάπη. «Ήθελα να αγκαλιάσω και να ασπαστώ όλους τους ανθρώπους και όλη την κτίση και συγχρόνως σκεφτόμουν τόσο ταπεινά, που ένοιωθα πως είμαι κάτω από όλα τα κτίσματα. Το πλήρωμα όμως και η φλόγα της αγάπης μου ήταν προς τον Χριστό μας»[32]. Δεν χωρά αμφιβολία ότι αυτή η σχέση, αυτός ο θείος έρωτας  δεν επιτρέπει στον άρχοντα του αιώνος τούτου να στρέψει, όπως άλλωστε συνηθίζει, τα πράγματα του κόσμου εναντίον του ανθρώπου, μειώνοντας την πίστη του προς τον Θεό, ανατρέποντας τις πεποιθήσεις του και διαψεύδοντας τις ελπίδες του[33]. Ο Γέροντας μένει «επ’ ελπίδι»[34], «βλέπει τα πράγματα εις την φύσιν τους…Το κάθε πράγμα στέκει φυσικώς στην πραγματικήν του αλήθειαν»[35] και τούτο το φανερώνει με κάθε τρόπο. Γράφει σχετικά και αποκαλύπτει το πρόσωπο τούτης της ελπίδας του: «Αφού είναι διαρκώς παρών ο Θεός, διατί ανησυχείς; Εν αυτώ ζώμεν, κινούμεθα. Εις την αγκάλην του βασταζόμεθα. Θεόν αναπνέομεν· Θεόν περιβαλλόμεθα· Θεόν ψηλαφώμεν· Θεόν εσθίομεν εν Μυστηρίω. Όπου στρέψης, όπου ιδής, παντού Θεός· εν ουρανοίς, επί γης, εις τας αβύσσους, εις τα ξύλα, μέσα στις πέτρες, εις τον νουν σου, εις την καρδίαν σου»[36].
Και αλλού, απαντώντας σε γράμμα που του έστειλε κάποιο πνευματικό του τέκνο, κάποιος ιερέας, ο ησυχαστής πατέρας σημειώνει επιπρόσθετα τα εξής αποκαλυπτικά και συνάμα άκρως ευαίσθητα για το θέμα μας: «Δεύρο λοιπόν, ο αγαπητός μου υιός και πεφιλημένος. Ελθέ το νυν έστω και μίαν ημέραν. Να θεολαλήσωμεν και θεολογήσωμεν, να απολαύσης όπερ νοσταλγείς. Να ακούσης τα άγρια βράχια, τους μυστικούς θεολόγους να σου αναπτύσσουν βαθέα νοήματα και να οδηγούν καρδίαν και νουν προς τον Κτίστην. Μετά την άνοιξιν είναι ωραία εδώ· από το Άγιον Πάσχα έως της Παναγίας τον Αύγουστον. Θεολογούσιν οι άφωνοι θεολόγοι, τα ωραία βραχάκια και όλη η φύσις. Το καθένα με την φωνήν ή την αφωνίαν του. Εάν εγγίσης το χέρι εις ένα μικρόν χορταράκι ευθύς φωνάζει πολύ δυνατά με την φυσικήν του ευωδίαν· ωχ! δεν με βλέπεις, αλλά με εκτύπησες! Και καθεξής τα πάντα έχουν την φωνήν τους, όπου με το φύσημα του αέρος κινούμενα γίνεται εναρμόνιος μουσική δοξολογία προς τον Θεόν. Τι δε είπομεν πλέον διά τα ερπετά και πετεινά πτερωτά; Αφού εκείνος ο Άγιος έστειλε τον μαθητήν του να ειπή τους βατράχους να σιωπήσουν διά να διαβάσουν το Μεσονυκτικόν και τον απάντησαν: Κάνετε υπομονή να τελειώσωμεν τον όρθρον!»[37].
Βρισκόμαστε λίγο πριν το τέλος. Ελπίζω να προσεγγίσαμε στο μέτρο του δυνατού, στα πλαίσια μιας μικρής εισήγησης την φιλόκαλη αισθητική του γέροντος. Αισθητική με αναφορά, αισθητική ολιστική, αισθητική ευχαριστιακής εξομολόγησης[38], που στοχεύει τη μεταμόρφωση της αδοξίας σε δόξα, του ακαλλούς σε κάλλος, της φθοράς σε ζωή, της διαίρεσης σε κοινωνία έρωτος, σε κοινωνία φωτός. Ο γέροντας σε αυτή του την πορεία δεν υπήρξε μόνος. Φίλος του ο Θεός, φίλοι του οι συγγραφείς της Βίβλου, φίλοι του οι Πατέρες της Εκκλησίας, όλοι αυτοί που φανερώνουν με τον τρόπο τους ότι η Εκκλησία του Χριστού είναι Εκκλησία μεταμόρφωσης και δοξασμού[39].
«Ένιωσα το χέρι του Θεού πάνω μου», σημειώνει ο προφήτης Ιεζεκιήλ και συμποσώνει τα πράγματα, «κι ήταν το πνεύμα του που με έβγαλε έξω και με οδήγησε σε μια πεδιάδα, γεμάτη με οστά ανθρώπινα· και με γύρισε πάνω από αυτά. Κι ήταν πάμπολλα, αποξηραμμένα πέρα για πέρα, απλωμένα στην πεδιάδα. Μου είπε, λοιπόν, ο Κύριος· υιέ ανθρώπου, μπορούν τούτα τα οστά να ζωντανέψουν; Κι εγώ απάντησα· αυτό το ξέρεις εσύ, Κύριε. Τότε μου είπε· προφήτεψε γι’ αυτά τα οστά, και πες σ’ αυτά· ακούστε το λόγο του Κυρίου, οστά αποξηραμμένα· σας λέει τα εξής· θα σας δώσω πνοή ζωής και θα σας προικίσω με νεύρα και θα σας ντύσω με δέρμα και θα χαρίσω την πνοή μου σε σας, και έτσι θα ζωντανέψετε· και θα δείτε ότι εγώ είμαι ο Κύριος. Προφήτεψα, λοιπόν, καθώς με πρόσταξε. Κι ενώ προφήτευα, έγινε σεισμός, κι ο Κύριος μάζευε τα οστά και έβαζε το καθένα στην οικεία θέση του αρμονικά. Και να, βλέπω να φυτρώνουν νεύρα και σάρκες, και δέρμα απλωνόταν πάνω τους, αλλά πνεύμα δεν υπήρχε ακόμη. Και τότε μου είπε· προφήτεψε για το πνεύμα, και πες σ’ αυτό· ο Κύριος μου λέγει τα εξής· από τις τέσσερις γωνιές των ανέμων έλα και φύσηξε πνοή σ’ αυτούς τους νεκρούς, έτσι ώστε να αναστηθούν. Προφήτεψα αμέσως, καταπώς με πρόσταξε· κι ήλθε σ’ αυτούς το πνεύμα κι αναστήθηκαν και στάθηκαν στα πόδια τους, μία σύναξη απέραντη»[40].


[1] Μία τέτοια στάση αποτελεί για τον γέροντα Ιωσήφ απόδειξη απουσίας αληθινής πνευματικότητας, απόδειξη συστολής της χάριτος . Αντίθετα, όπως σημειώνει, ο προσευχόμενος άνθρωπος: «Τα πρώτα όπου αισθάνεται είναι χάρις Θεού, η οποία, όταν έρχεται, γίνεται ο άνθρωπος πνευματικός. Και όλα του φαίνονται καλά και ωραία. Τότε όλους αγαπά, έχει κατάνυξιν, δάκρυα, θέρμην ψυχής», Γέροντος Ιωσήφ, Έκφρασις μοναχικής εμπειρίας, έκδ. Ι.Μ. Φιλοθέου, Άγιον Όρος  2003, σ. 52 και σ. 56: «Διότι τότε η χάρις συστέλλεται προς δοκιμασίαν. Και η λαμπάδα σβέννυται. Και τα νυν ωραία φαινόμενα –όπου πράγματι είναι ωραία- τότε φαίνονται άσχημα, μαύρα και σκοτεινά».
[2] Βασιλ. Γ΄ 19, 10-12: «Και είπεν Ηλιού· ζηλών εζήλωκα τω Κυρίω παντοκράτορι, ότι εγκατέλιπόν σε οι υιοί Ισραήλ· τα θυσιαστήριά σου κατέσκαψαν και τους προφήτας σου απέκτειναν εν ρομφαία, και υπολέλειμμαι εγώ μονώτατος, και ζητούσι την ψυχήν μου λαβείν αυτήν. Και είπεν εξελεύση αύριον και στήση ενώπιον Κυρίου εν τω όρει· ιδού παρελεύσεται Κύριος, και πνεύμα μέγα κραταιόν διαλύον όρη και συντρίβον πέτρας ενώπιον Κυρίου, ουκ εν τω πνεύματι Κύριος· και μετά το πνεύμα συσσεισμός, ουκ εν τω συσσεισμώ Κύριος· και μετά τον συσσεισμόν πυρ, ουκ εν τω πυρί Κύριος· και μετά το πυρ φωνή αύρας λεπτής, κακεί Κύριος». Πρβλ. Ν. Α. Ματσούκα, Παλαιάς και Καινής  Διαθήκης. Σημεία νοήματα αποτυπώματα, εκδ. Π. Πουρναράς, Θεσσαλονίκη 2002, σ. 90εξ.· Γέροντος Ιωσήφ, Έκφρασις μοναχικής εμπειρίας, σ. 168: «Εύχομαι, τεκνία μου, και δέομαι εκ βαθέων η θεία μυρίπνοος χάρις ως αύρα λεπτή, ως μυροβόλος θεία πνοή να πνέη διηνεκώς ανάμεσον υμών ευωδιάζουσα, οσίας ψυχάς, αγιάζουσα ασκητικά σώματα», και σ. 209.
[3] Ματ. 18, 3-6.
[4] Θαυμάσιες παρατηρήσεις για το θέμα βλ. στο Α. Σμέμαν, Έσχατος εχθρός καταργείται ο θάνατος, εκδ. Εν πλω, μτφρ.-επιμ. Έκδοσης Β. Αργυριάδης, Αθήνα 2004, σ. 24εξ.
[5] Γέροντος Ιωσήφ Βατοπαιδινού, Ο Γέροντας Ιωσήφ ο Ησυχαστής. Βίος – Διδασκαλία – Η «Δεκάφωνος Σάλπιγξ», εκδ. Ι.Μ. Βατοπαιδίου, Άγιον Όρος  2001, σ. 95
[6] Αναφερόμενος σε σχετικά θέματα επιζήμιας, κατά τον άγιο Κύριλλο Αλεξανδρείας (βλ. Ερμηνεία ή υπόμνημα εις το κατά Ιωάννην ευαγγέλιον 4, PG73, 584D-585A), ευλάβειας, ο βιογράφος του ησυχαστή πατέρα γέρων Ιωσήφ ο Βατοπαιδινός σημειώνει τα εξής αποκαλυπτικά: «Βασικά χαρακτηριστικά της πραγματικότητος αυτής είναι ότι η αδιαφορία και η νοθεία των υγιών διαστάσεων του μυστηρίου της εν Χριστώ τελειότητος εξαπλώνονται επικίνδυνα, ενώ συγχρόνως παραμελείται και η ίδια η ιερωτάτη Αθωνική παράδοση. Από εδώ προέκυψε ως καθήκον η υπόμνηση ακριβεστέρων βιωμάτων από ευλαβείς και αγωνιστές Γέροντες για την δικαίωση αυτών που εξακολουθούν να ζουν με το πνεύμα τους στα αγαπητά σκηνώματα του ιερού αυτού τόπου», Γέροντος Ιωσήφ Βατοπαιδινού, Ο Γέροντας Ιωσήφ ο Ησυχαστής, σ. 236-237. Πρβλ. Χ. Α. Σταμούλη, Κάλλος το Άγιον. Προλεγόμενα στη φιλόκαλη αισθητική της Ορθοδοξίας, εκδ. Ακρίτας, Αθήνα 2004, σ. 200-201.
[7] Για την ταύτιση του διαβόλου με τον κακοτέχνη και της ενέργειάς του με την κακοτεχνία, βλ. Γέροντος Ιωσήφ, Ποιήματα. Ανέκδοτα, σ. 80. Πρβλ. Χ. Α. Σταμούλη, Η τέχνη της θεολογίας και η θεολογία της τέχνης, Φύση και αγάπη και άλλα μελετήματα, εκδ. «Το Παλίμψηστον», Θεσσαλονίκη 1999, σ.129-130.
[8] Γ. Θέμελης, De rerum naturaΠοιήματα Ι, σ. 118.
[9] Πέρα από τις ρητές αναφορές σε τούτη την πραγματικότητα, την αλήθεια του πράγματος αποδεικνύει η συχνή αλληλογραφία του γέροντος με λαϊκούς και η εκ μέρους του προτροπή τους σε μια τέτοια προσπάθεια.
[10] Βλ. Διονυσίου Αρεοπαγίτου, Περί θείων ονομάτων 4, PG 3, 701C-713A. Για μια πρώτη προσέγγιση της διδασκαλίας του αγίου Διονυσίου του Αρεοπαγίτη για το κάλλος βλ. Χ. Α. Σταμούλη, Κάλλος το Άγιον, σ. 135-159.
[11] Γέροντος Ιωσήφ Βατοπαιδινού, Ο Γέροντας Ιωσήφ ο Ησυχαστής, σ. 53-55.
[12] Γέροντος Ιωσήφ, Έκφρασις μοναχικής εμπειρίας, σ. 228.
[13] «Ζω γαρ ουκέτι εγώ× ζη γαρ εν εμοί Χριστός. Μη ταραττέτω δε υμάς το λεγόμενον. Ου γαρ αναίρεσιν του αυτεξουσίου γίνεσθαί φημι, αλλά θέσιν μάλλον την κατά φύσιν παγίαν τε και αμετάθετον, ήγουν εκχώρησιν γνωμικήν, ιν’ όθεν ημίν υπάρχει το είναι και το κινείσθαι λαβείν ποθήσωμεν, ως της εικόνος ανελθούσης προς το αρχέτυπον, και σφραγίδος δίκην εκτυπώματι καλώς ηρμοσμένης τω αρχετύπω, και άλλοθι φέρεσθαι μητ’ εχούσης λοιπόν μήτε δυναμένης, ή σαφέστερον ειπείν και αληθέστερον, μήτε βούλεσθαι δυναμένης, ως της θείας επειλημμένης ενεργείας, μάλλον δε Θεός τη θεώσει γεγενημένης, και πλέον ηδομένης τη εκστάσει των φυσικώς επ’ αυτής και όντων και νοουμένων, δια την εκνικήσασαν αυτή χάριν του Πνεύματος, και μόνον έχουσα ενεργούντα τον Θεόν δείξασα, ώστε μίαν και μόνην δια πάντων ενέργειαν, του Θεού και των αξίων Θεού, μάλλον δε μόνου Θεού, ως όλον όλοις τοις αξίοις αγαθοπρεπώς περιχωρήσαντος», Μαξίμου Ομολογητού, Περί διαφόρων αποριώνPG 91, 1076BC. Πρβλ. Γέροντος Ιωσήφ, Έκφρασις μοναχικής εμπειρίας, σ. 209.
[14] Γέροντος Ιωσήφ Βατοπαιδινού, Ο Γέροντας Ιωσήφ ο Ησυχαστής, σ. 55.
[15] Γέροντος Ιωσήφ, Έκφρασις μοναχικής εμπειρίας, σ. 279: «Και όταν εν υπακοή και τη ησυχία καθαγνίση τας αισθήσεις και γαληνιάση ο νους και καθαρισθή η καρδία του, τότε λαμβάνει χάριν και γνώσεως φωτισμόν. Γίνεται όλος φως, όλος νους, όλος διαύγεια». Αλλού ο καθαγνισμός ονομάζεται «καθαρότητα», βλ. Γέροντος Ιωσήφ, Έκφρασις μοναχικής εμπειρίας, σ. 280, αλλού «αλλοίωση», βλ. Γέροντος Ιωσήφ Βατοπαιδινού, Ο Γέροντας Ιωσήφ ο Ησυχαστής, σ. 109 και αλλού «ευταξία», βλ. Γέροντος Ιωσήφ Βατοπαιδινού, Ο Γέροντας Ιωσήφ ο Ησυχαστής, σ. 140.
[16] Γέροντος Ιωσήφ, Έκφρασις μοναχικής εμπειρίας, σ. 154: «Οπότε μη δυνάμενος ο καταλήπτης να κρατήση το πυρ της αγάπης, καταπαύουσιν οι αισθήσεις και αρπάζεται εις την θεωρίαν. Μέχρις εδώ είναι αι κινήσεις της ιδίας του ανθρώπου θελήσεως. Πέραν τούτου δεν εξουσιάζει πλέον αυτός μήτε γνωρίζει τον εαυτόν του. Διότι ηνώθη πλέον αυτός με το πυρ, όλος μετουσιώθη, θεός κατά χάριν».
[17] Αρχιμ. Ιουστίνου Πόποβιτς, Άνθρωπος και Θεάνθρωπος, εκδ. «Αστήρ», Αθήνα 1981, σ. 32-34. Πρβλ. Γέροντος Ιωσήφ Βατοπαιδινού, Ο Γέροντας Ιωσήφ ο Ησυχαστής, σ. 234: «Η αγάπη του Θεού κατακλύζει την αίσθησή του, αναπνέει την αίσθησή Του και ψηλαφεί και κρατεί τον ακράτητο».
[18] Στις περισσότερες περιπτώσεις όταν ο γέροντας στρέφεται εναντίον του σώματος ή της ύλης, χρησιμοποιώντας ακόμη και ακραίες ασκητικές μεθόδους,  στρέφεται εναντίον των παθών, τα οποία ονομάζει «ύλη σκληρά», βλ. Γέροντος Ιωσήφ, Έκφρασις μοναχικής εμπειρίας, σ. 205. Έτσι κατά βάση η προτροπή του για το πέρασμα από την ύλη στην αϋλία  είναι προτροπή για  πέρασμα από τα πάθη στην εν Θεώ απάθεια, βλ. Γέροντος Ιωσήφ, Έκφρασις μοναχικής εμπειρίας, σ. 208. Εντούτοις, στοιχώντας με ακρίβεια στην πατερική παράδοση, δεν θεωρεί τη μέθοδό του ως τη μόνη, την αποκλειστική μέθοδο που οδηγεί στην κοινωνία με τον Θεό. Γνωρίζει και αποκαλύπτει, όπως ακριβώς και ο γέρων Σωφρόνιος του Έσσεξ, ότι η πνευματική ζωή δεν επαναλαμβάνεται. Άλλο μίμηση και άλλο επανάληψη. Στ’ αλήθεια ο γέροντας ομιλεί για «δημιουργική ανισότητα», που ταυτίζεται με τον «ποικιλότροπο» και εξάπαντος όχι μονότροπο «στολισμό» του ανθρώπου από τον Θεό. Γράφει σχετικά: «Και τούτο είναι αληθώς το υστέρημα όπου πάσχομεν ημείς οι άνθρωποι του ογδόου αιώνος· όπου δεν αναγνωρίζομεν ο εις του ετέρου το χάρισμα. Ο ένας υστερείται πολλά, μα οι πολλοί τα έχουσιν όλα. Αυτό όπου έχει ο ένας δεν το έχει ο άλλος. Και, αν αναγνωρίσουμε τούτο, πολλή ταπείνωσις γίνεται. Καθότι τιμάται και δοξάζεται ο Θεός, όστις ποικιλοτρόπως εστόλισε τους ανθρώπους και υπέδειξεν ανισότητα εις όλα του τα δημιουργήματα. Όχι καθώς πασχίζουν οι ασεβείς να φέρουν ισότητα ανατρέποντες την θείαν Δημιουργίαν. Ο Θεός τα πάντα εν σοφία εποίησεν», Γέροντος Ιωσήφ, Έκφρασις μοναχικής εμπειρίας, σ. 47-48. Παράλληλα  ο βιογράφος του σημειώνει: «Με την ευρύτητα της ελευθερίας που τον διέκρινε, δεν δογμάτιζε ποτέ για έναν τρόπο ζωής, παρά την αυστηρότητα της προσωπικής του εμμονής. Απέδιδε ίση σπουδαιότητα σε όλα τα μοναστικά συστήματα του Άθωνα, αρκεί ο φόβος του Θεού να διέπει τον κάθε σκοπό, που πολύ συχνά συνιστούσε σε όσους τον επισκέπτονταν για συμβουλή», Γέροντος Ιωσήφ Βατοπαιδινού, Ο Γέροντας Ιωσήφ ο Ησυχαστής, σ. 241. Πρβλ. Αρχιμ. Σωφρονίου (Σαχάρωφ), Περί Πνεύματος και Ζωής, εκδ. Ι.Μ. Τιμίου Προδρόμου, Έσσεξ Αγγλίας 1995, σ. 37-38: «Δεν πρέπει να ισχυριζόμαστε ότι επαναλαμβάνουμε την εμπειρία των Αγίων Σιλουανού, Ισαάκ του Σύρου, Συμεών του Νέου Θεολόγου, Γρηγορίου του Παλαμά ή Σεραφείμ του Σαρώφ. Στην πνευματική ζωή δεν υπάρχει επανάληψη ακριβής, ταυτόσημη, αλλ’ απλώς αναλογία στο πνεύμα, στην ένταση που προϋποθέτει ο λόγος ‘κράτει τον νουν σου εις τον άδην, και μη απελπίζου’».
[19] Γέροντος Ιωσήφ Βατοπαιδινού, Ο Γέροντας Ιωσήφ ο Ησυχαστής, σ. 372.
[20] Βλ. Γέροντος Ιωσήφ, Ποιήματα. Ανέκδοτα, σ. 77: «…και επιστρέψας έλαβε σώμα από τον τάφον,/ ωραίον, αδιάφθορον, ως θησαυρό μεγάλο·/  ολόκαλον, ολόλαμπρον, όλως ηλλοιωμένον, θεόφωτον, θεόσοφον, όλον τεθεωμένον…».
[21] Γέροντος Ιωσήφ Βατοπαιδινού, Ο Γέροντας Ιωσήφ ο Ησυχαστής, σ. 98.
[22] Γέροντος Ιωσήφ, Έκφρασις μοναχικής εμπειρίας, σ. 208-209.
[23] Γέροντος Ιωσήφ Βατοπαιδινού, Ο Γέροντας Ιωσήφ ο Ησυχαστής, σ. 138.
[24] Γέροντος Ιωσήφ Βατοπαιδινού, Ο Γέροντας Ιωσήφ ο Ησυχαστής, σ. 233-235.
[25] Βλ. Γέροντος Ιωσήφ, Ποιήματα. Ανέκδοτα, σ. 79: «…ο Ιησούς τους καθαρούς, όταν τους μακαρίζει/ και ανάβει ο έρως ο γλυκύς προς τον Θεόν και Πατέρα,…». Άκρως ερωτική ορολογία για τη σχέση του με τον Ιησού χρησιμοποιεί ο γέροντας στο ποίημά του Ερωτικά προς τον Ιησούν, βλ. σχετικά Γέροντος Ιωσήφ, Ποιήματα. Ανέκδοτα, σ. 85-86. Πρβλ. Γέροντος Ιωσήφ,Έκφρασις μοναχικής εμπειρίας, σ. 386.
[26] Βλ. Γέροντος Ιωσήφ Βατοπαιδινού, Ο Γέροντας Ιωσήφ ο Ησυχαστής, σ. 39: «…αυτά που είδα και άκουσα χαράχθηκαν τόσο πολύ μέσα μου, ώστε δεν μπορούσα να κάνω ‘η να σκεφτώ τίποτα άλλο. Σταμάτησα τις εργασίες μου και έμενα σκεφτικός…Δεν με απασχολούσε τίποτε από όσα βρίσκονται πάνω στην γη…». Πρβλ. Γέροντος Ιωσήφ Βατοπαιδινού, Ο Γέροντας Ιωσήφ ο Ησυχαστής, σ. 235: «Η πραγματική θεωρία προκαλεί τέλεια λησμοσύνη του κτιστού και προσωρινού κόσμου».
[27] Γέροντος Ιωσήφ, Έκφρασις μοναχικής εμπειρίας, σ. 178: «Και αφού πρώτα γνωρίσωμεν τον Θεόν ως δημιουργόν παντός αγαθού, Πατέρα, προνοητήν και κηδεμόνα ημών, πρέπει να πιστέψωμεν εις Αυτόν εξ όλης ψυχής και καρδίας». Πρβλ. Γέροντος Ιωσήφ, Έκφρασις μοναχικής εμπειρίας, σ. 330-331: «Ο Θεός παιδί μου έπλασεν τον άνθρωπον από χώμα. Αφού δηλαδή δημιούργησεν όλα τα κτίσματα ωσάν ένα περιβόλι, έκαμε τους φωστήρας, και εστόλισε το στερέωμα. Την σελήνην να άρχη όλων των αστέρων της νυκτός, ωσάν ένας πολυέλεος με φώτα πολλά, μικρά και μεγάλα, στολίζων και ωραίζων  τον ουρανόν. Την δε γην με πλήθη δενδρύλια μικρά και μεγάλα. Τα θηρία και ερπετά. Τα πουλάκια παντός μεγέθους, πετώντα υποκάτω του ουρανού. Τα οικιακά ζώα και πτηνά διά την χρήσιν του ανθρώπου. Την θάλασσαν με όλα των ιχθύων τα γένη. Όλα διά να εσθίη και να θαυμάζη ο άνθρωπος. Και επάνω εις όλα αυτά έκαμε τον μέγα φωστήρα· να άρχεται της ημέρας, να θερμαίνη και να περιθάλπη τα πάντα με την θερμότητα όπου έχει· και με το φως του να ωραίζη, και καλλωπίζη τα πάντα. Ο δε άνθρωπος επί τέλους επλάσθη ως βασιλεύς επί πάσιν, ως θεατής κληθείς εν θεάτρω. Ω μεγαλείον! Ω τιμή εις τον άνθρωπον! Όλα τα πάντα υμνολογούν τον Θεόν έμψυχα και άψυχα. Άλλα με την φωνήν τους, άλλα με την κίνησιν των φύλλων τους· το καθένα έχει και ιδίαν φωνήν· και ένα μικρόν χορταράκι, εάν το θλίψης, φωνάζει· η μυρωδιά όπου βγάζει είναι η εδική του φωνή. Όλα αυτά λοιπόν που αναφέρει η Αγία Γραφή, όλα έγιναν διά τον άνθρωπον. Δι’ αυτό και έσχατον πάντων τον άνθρωπον έπλασε, διά να τα ιδή όλα λίαν καλά και να τέρπεται αγαλλόμενος εις την θεωρίαν τους».
[28] Βλ. Γέροντος Ιωσήφ, Ποιήματα. Ανέκδοτα, σ. 76. Πρβλ. Γέροντος Ιωσήφ Βατοπαιδινού, Ο Γέροντας Ιωσήφ ο Ησυχαστής, σ. 136-137: «Η συμπάθεια, ως πρώτος καρπός μιας ψυχής που αγαπά τον Θεό, και η πίστη, ως απόρθητο οχυρό, ήταν οι αιτίες που δεν άφηνε τίποτα στα ταπεινά μας καλύβια…Εκεί όμως που ολοκλήρωνε την ευγνωμοσύνη και την συμπάθειά του ήταν στην προσευχή».
[29] Βλ. Γέροντος Ιωσήφ Βατοπαιδινού, Ο Γέροντας Ιωσήφ ο Ησυχαστής, σ. 375.
[30] Βλ. σχετικά Γέροντος Ιωσήφ, Έκφρασις μοναχικής εμπειρίας, σ. 226-230.
[31] Γέροντος Ιωσήφ, Έκφρασις μοναχικής εμπειρίας, σ. 144: «Ησυχάζουν τα πάθη και ειρηνεύεις με τον εαυτόν σου, με τον Θεόν και με όλην την κτίσιν».
[32] Γέροντος Ιωσήφ Βατοπαιδινού, Ο Γέροντας Ιωσήφ ο Ησυχαστής, σ. 123.
[33] Βλ. Γέροντος Ιωσήφ Βατοπαιδινού, Ο Γέροντας Ιωσήφ ο Ησυχαστής, σ. 58.
[34] Πράξ. 26,6.
[35] Γέροντος Ιωσήφ, Έκφρασις μοναχικής εμπειρίας, σ. 207.
[36] Γέροντος Ιωσήφ, Έκφρασις μοναχικής εμπειρίας, σ. 181.
[37] Γέροντος Ιωσήφ, Έκφρασις μοναχικής εμπειρίας, σ. 315. Πρβλ. Ψαλμ. 18, 1-6.
[38] Βλ. Γέροντος Ιωσήφ Βατοπαιδινού, Ο Γέροντας Ιωσήφ ο Ησυχαστής, σ. 358.
[39] Για τη σχέση του γέροντα με την πατερική παράδοση, βλ. Γέροντος Ιωσήφ,Ο Γέρων Ιωσήφ ο Ησυχαστής και η πατερική παράδοσις, εκδ. Ι.Μ. Βατοπαιδίου, Άγιον  Όρος 1997.
[40] Ιεζεκ. 37,1-10. Η μετάφραση είναι του Νίκου Ματσούκα, βλ. Ν. Α. Ματσούκα, Παλαιάς και Καινής  Διαθήκης. Σημεία νοήματα αποτυπώματα, σ. 386-387.
(στον τόμο, Γέροντας Ιωσήφ ο Ησυχαστής. Άγιον Όρος-Φιλοκαλική Εμπειρία. Πρακτικά Διορθόδοξου Επιστημονικού Συνεδρίου, εποπτεία Γεωργίου Ι. Μαντζαρίδη, εκδ. Ι.Μ. Μονή Βατοπαιδίου, Άγιον Όρος 2008, σ. 339-353).