Σάββατο 11 Ιανουαρίου 2020

Κανένας δε γεννήθηκε στον κόσμο αυτόν για να ζήσει αιώνια.





Οι πλούσιοι πεθαίνουν όπως κι οι φτωχοί. Κανένας δε γεννήθηκε στον κόσμο αυτόν για να ζήσει αιώνια. Ο κόσμος αυτός είναι φθαρτός και περιμένει το τέλος του. Οι πλούσιοι πεθαίνουν αφήνοντας έναν αναστεναγμό γι’ αυτόν τον κόσμο. Οι φτωχοί αφήνουν έναν αναστεναγμό για το μέλλοντα κόσμο. Αφήνοντας τον κόσμο αυτόν ο πλούσιος εγκατέλειψε τη λαμπρότητα, την πολυτέλεια και τις ηδονές του. Ο Λάζαρος άφησε τον κόσμο αυτό και μαζί του άφησε την πείνα, τις πληγές και τα σκυλιά.
Ας δούμε τώρα το θερισμό του Θεού. Όταν πέθανε ο Λάζαρος, άγγελοι παρέλαβαν την ψυχή του και την οδήγησαν στον παράδεισο. Όταν πέθανε ο πλούσιος, οι άγγελοι έφυγαν με άδεια χέρια από το νεκροκράβατό του. Από μια φανερά σάπια ρίζα, οι άγγελοι βρήκαν και έδρεψαν ένα υπέροχο και ώριμο φρούτο. Από το άλλο δέντρο, που ήταν καταπράσινο και ευσκιόφυλλο, δε βρήκαν κανένα καρπό. «Παν ουν δένδρον μη ποιούν καρπόν καλόν εκκόπτεται και εις πυρ βάλλεται» (Λουκ. θ’ 9).
Τα προφητικά αυτά λόγια εκπληρώθηκαν απόλυτα στον άσπλαχνο πλούσιο. Ξεριζώθηκε τόσο σωματικά όσο και ψυχικά. Το σώμα του το έρριξαν στον τάφο, για να λιώσει εκεί. Η ψυχή του πήγε στην κόλαση, για να καίγεται εκεί. Οι άγγελοι δε μαζεύτηκαν γύρω από το νεκρικό του κρεβάτι, αφού ήξεραν πως εκεί δεν περίμεναν τίποτα. Τη θέση των αγγέλων πήραν οι δαίμονες κι οι άνθρωποι, για να τον θάψουν. Οι δαίμονες έθαψαν την ψυχή του στην κόλαση κι οι άνθρωποι το σώμα του στη γη.
Οι άνθρωποι, όπως ήταν φυσικό, αντέδρασαν διαφορετικά στο θάνατο του πλούσιου απ’ ό,τι σ’ εκείνον του φτωχού Λάζαρου, όπως γινόταν κι όταν ζούσαν. Ο θάνατος του πλούσιου έγινε αμέσως γνωστός παντού κι όλη η πόλη μαζεύτηκε στην κηδεία του. Το παγωμένο σώμα του το ξαναέντυσαν με πορφυρά και πολυτελή λινά ρούχα, το τοποθέτησαν σε φέρετρο φτιαγμένο από σπάνια ξύλα και μέταλλα και το περιέφεραν στην πόλη σε χρυσή άμαξα που έσυραν άλογα με μαύρες σέλες. Κατά κάποιο τρόπο απαιτούσαν έτσι την έκφραση λύπης για κάποιον που, με τη ζωή του, σκόρπισε τον οίκτο του ουρανού. Πίσω από τη νεκροφόρα ακολουθούσε το πλήθος των φίλων του, των συγγενών και των δούλων του, που όλοι τους ήταν ντυμένοι με πένθιμα μαύρα ρούχα. Ακολουθούσαν ποιόν; Έναν άνθρωπο που δεν έδινε ούτε τα περισσεύματα από το τραπέζι του σ’ έναν πεινασμένο ζητιάνο. Η πόλη ολόκληρη βγήκε για την κηδεία του, να εκφράσει το σεβασμό του σ’ αυτόν τον έξοχο συμπολίτη και ν’ ακούσει τις ομιλίες που εκθείαζαν τις αρετές του κι όλα όσα είχε κάνει για την πόλη, το έθνος και για την ανθρωπότητα γενικότερα. Άκουσαν όλοι λόγια όμορφα σαν τα πορφυρά ρούχα, απαλά σαν το εξαιρετικό λινό που φορούσε το νεκρό σώμα, που τώρα δεν είχε ανάγκη ούτε ένα ψίχουλο από το τραπέζι αυτού του κόσμου. Λόγια που ήταν τόσο ψεύτικα, όσο κι η ζωή του ανθρώπου αυτού. Λόγια τόσο κενά όσο η ψυχή του, που ήταν άμοιρη καλών έργων.
Τελικά έχωσαν στη γη το σώμα που ήταν ντυμένο στα πορφυρά και στα πολυτελή λινά. Κι εκεί δεν το έλειχαν τα σκυλιά, αλλά το καταβρόχθιζαν τα σκουλήκια. Πάνω στον τάφο, στον τάφο εκείνου που είχε χάσει το στεφάνι της αιώνιας δόξας, τοποθετήθηκαν στεφάνια με λουλούδια. Πάνω στον τάφο έβαλαν και μια ακριβή πέτρινη στήλη, όπου ήταν χαραγμένο το όνομα του ανθρώπου που δεν ήταν γραμμένο στο βιβλίο της ζωής. Κανένας από τις χιλιάδες ανθρώπους που έλαβαν μέρος στην τελετή αυτή όμως, δεν ήξερε ότι η ψυχή του ανθρώπου αυτού βρισκόταν ήδη στην κόλαση.
Από την άλλη πλευρά τώρα, τι είδους κηδεία να είχε ο φτωχός Λάζαρος; Θα έμοιαζε μάλλον με τον ενταφιασμό κάποιου σκύλου που βρέθηκε νεκρός στο δρόμο. Θα πρέπει να υπήρχε κάποια κρατική εξουσία για ν’ αναλάβει τους νεκρούς ζητιάνους που πέθαιναν στο δρόμο και να τους θάψει. Κι αυτό για διάφορους λόγους, αλλά κυρίως για τους εξής δύο: πρώτα για τον κίνδυνο να ξεσχίσουν τα σκυλιά το σώμα του και να το σκορπίσουν στην αγορά και δεύτερο, από το φόβο μη μυρίσει και μολύνει έτσι την πόλη. Όπως και νά ‘χαν τα πράγματα, το σώμα έπρεπε να μεταφερθεί το συντομότερο έξω από την πόλη και να ενταφιαστεί, γιατί το πτώμα αυτό, που ήταν γεμάτο πληγές και ντυμένο με ράκη, ενοχλούσε την όραση των περαστικών. Το μόνο που φρόντιζαν όλοι, ήταν η καλοπέραση των κατοίκων της πόλης. Η παρουσία του φτωχού ανθρώπου τους ενοχλούσε όλους, τόσο όσο ζούσε όσο κι όταν πέθανε. Οι αρχές δεν έχωναν τη μύτη τους σε τέτοια δυσάρεστα πράγματα, γι’ αυτό και δεν προσπαθούσαν να βρουν και να πληρώσουν ανθρώπους για να εκτελέσουν το δυσάρεστο αυτό καθήκον. Αυτό που περνούσε από στόμα σε στόμα, ήταν: Κάποιος ζητιάνος πέθανε· ποιος θα τον θάψει; Ποιος θα πληρώσει γι’ αυτό; Ποιος ήταν αυτός; Και μια ανόητη ερώτηση: Ποιος θα ήξερε και θα θυμόταν το όνομα του ζητιάνου;
Πόσο μεγάλη ήταν η διαφορά ανάμεσα στους δυο αυτούς ανθρώπους, από την αξία που είχαν στα μάτια των άλλων; Ο ουρανός όμως δε νοιάζεται πολύ για την κρίση των ανθρώπων. Δε νοιάζεται αν οι άνθρωποι επαινούν ή περιφρονούν, αν ανταμείβουν με μετάλλια ή αν καταδικάζουν. Η εκτίμηση των ανθρώπων φτάνει μόνο ως τον τάφο εκείνων που πέθαναν. Μετά την ψυχή την αναλαμβάνει ο ουρανός και κάνει τη δική του εκτίμηση. Γι’ αυτό κι ο πλούσιος άνθρωπος που ντυνόταν με πανάκριβα ρούχα πήγε κατευθείαν στην κόλαση, ενώ ο Λάζαρος με τα έλκη ανέβηκε στον παράδεισο.
Άγιος Νικόλαος Βελιμίροβιτς

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου