Ο νους αποκτά τη χάρη με τα άγια μυστήρια και τις άγιες αρετές. Έτσι η προσευχή με την αγία της δύναμη χαριτώνει το νου και ο νους που έλαβε την ποιότητα της προσευχής γεννά και κατευθύνει κάθε λογισμό του στους θείους δρόμους, για να μη συντριβεί ποτέ σε ζοφερά αδιέξοδα. Το ίδιο και η αγάπη με την αγία της δύναμη χαριτώνει το νου και ο άνθρωπος ευαγγελίζεται και πραγματώνει τη χριστοειδή αγάπη σ’ όλους τους ανθρώπους και όλα τα πλάσματα και όλη την κτίση. Έτσι και η ταπείνωση, και η πραΰτητα, και η νηστεία και όλες οι άλλες ευαγγελικές αρετές, κάθε μια με την αγία της ενέργεια χαριτώνει το νου, και μ’ αυτό τον τρόπο τον μεταμορφώνει, τον αγιάζει, τον χριστοποιεί, τον θεώνει, τον θεανθρωποποιεί, τον αθανατοποιεί, τον αιωνιοποιεί και έτσι ζει με χαρά και αγαλλίαση για το αιώνιο μέσα στο χρόνο, για το θείο μέσα στο ανθρώπινο, για το θεανθρώπινο ανάμεσα στους ανθρώπους· ζει για τον Κύριο Ιησού Χριστό και μέσα στο χρόνο και στην αιωνιότητα και με όλη την ύπαρξή του δέχεται την αιώνια θεία Σοφία που μας έχει δοθεί με τη Θεία Αποκάλυψη.
Πράγματι, ποιός νους ανθρώπινος και ποιά ανθρώπινη διάνοια ή ποιά γνώση μπορεί να γνωρίσει και να εισδύσει στο πανάγιο μυστήριο της σώζουσας Εκκλησίας, που δεν είναι τίποτε άλλο παρά ολόκληρος ο Θεάνθρωπος Χριστός με όλες Του τις θείες και θεανθρώπινες τελειότητες και πραγματικότητες; Διάνοια ανθρώπινη και νους ανθρώπινος με οποιοδήποτε ανθρώπινο μέσο δεν μπορούν να συλλάβουν και πολύ περισσότερο να περιλάβουν την άπειρη πραγματικότητα της θεανθρώπινης οικονομίας της σωτηρίας, που βρίσκεται όλη στο Θεανθρώπινο σώμα της Εκκλησίας του Χριστού. Εδώ όλα είναι μυστήρια μυστηρίων και κάθε ένα από αυτά υπερβαίνει άμετρα και ανέκφραστα κάθε νου και διάνοια ανθρώπινη. Αυτά τα άγια και θεία μυστήρια της θεανθρώπινης οικονομίας της σωτηρίας και του Θεανθρώπινου σώματος της Εκκλησίας είναι όλα ενωμένα και συναρμοσμένα με τη θεία αγάπη του Χριστού, που υπάρχει άπειρα και απεριόριστα σε κάθε μόριο της υπάρξεως της Εκκλησίας. Σ’ αυτή την «υπέρ λόγον και έννοιαν» αγάπη η ανθρώπινη ύπαρξη λιώνει από άφατη κατάνυξη και «εκχέεται» ενώπιον του Θεού σε άπειρα «Ωσαννά». Η αγάπη αυτή είναι συγχρόνως και «ζέουσα», γνήσια θεϊκή, θεανθρώπινη γνώση και επίγνωση. Από αυτό έχουμε και την ασύγκριτη και μοναδική αρχή της καινοδιαθηκικής γνωσιολογίας: «πας ο αγαπών, γινώσκει τον Θεόν» (Α’ Ιω. 4, 7-8), γνωρίζει τον Θεό με την «υπέρ νουν», υπέρλογη επίγνωση, επίγνωση στην οποία συμμετέχει όλος ο εσωτερικός, θεοειδής και θεονοσταλγικός άνθρωπος. Την αγάπη όμως αυτή την έχει μέσα του σε ανυπολόγιστες διαστάσεις, μόνο εάν ζει στην Εκκλησία «συν πάσι τοις αγίοις» με τα άγια μυστήρια και τις άγιες αρετές. Γιατί μ’ αυτή την εν χάριτι θεανθρώπινη ζωή θεραπεύεται από τη φιλαμαρτησία και τα πάθη η ψυχή του και ο νους και η καρδιά, και καθίστανται θεϊκώς υγιή διά του Χριστού και έτσι γίνονται άξια και ικανά για την αληθινή θεογνωσία και την αληθινή γνώση των υπέρ νουν και υπέρ φύσιν.
Ο ανθρώπινος νους, αποξενωμένος από το Θεό, είναι η έρημος και το κενό όπου ο άνθρωπος τρέφεται με σκιές και ονειροπολήματα. Αντί για το είναι ο ανθρώπινος νους αγάπησε το μη-είναι, αντί για τη ζωή αγάπησε το θάνατο και πάνω σ’ αυτόν στήριξε τον εαυτό του και κάθε ενέργειά του. Σ’ αυτό έγκειται και η βασική πλάνη του ανθρώπινου νου και η ματαιότητά του. Δύο ζωές: η εκτός Θεού, «εν ματαιότητι του νοός» του ανθρώπινου· και η χριστιανική — μέσα στο πλήρωμα της θεότητας, εν τω Θεανθρώπω, στον Οποίο κατοικεί «το πλήρωμα της Θεότητος σωματικώς» (Κολ. 2, 9· 1, 19). Ζώντας με το Χριστό και εν τω Χριστώ ζούμε με το νου του Θεού, με το Λόγο του Θεού και δίκαια διακηρύσσουμε «ημείς νουν Χριστού έχομεν» (Α’ Κορ. 2, 16).
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου