Δευτέρα 28 Μαΐου 2018

Μονή Διονυσίου


Το μοναστήρι αυτό είναι κτισμένο σε ένα στενό και απόκρημνο βράχο, 80 μέτρα πάνω από τη θάλασσα, στη νοτιοδυτική πλευρά της χερσονήσου μεταξύ των μονών Γρηγορίου και Αγίου Παύλου. Σε παλαιά έγγραφα αναφέρεται και με άλλα ονόματα, όπως «Νέα Πέτρα», «Μονή του Μεγάλου Κομνηνού», «του κυρ Διονυσίου», και τιμάται στο Γενέσιο του Τιμίου Προδρόμου (24 Ιουνίου). Η ίδρυση του μοναστηριού, που χρονολογείται στο β , μισό του 140υ αιώνα (1370-1374), οφείλεται στον όσιο Διονύσιο, που καταγόταν από την Κορυσό της Καστοριάς και ξεκίνησε το μεγάλο έργο με τα δικά του πενιχρά μέσα έχοντας στην αρχή τη συμπαράσταση μόνο των μαθητών του. Για την αποπεράτωσή του όμως βοήθησε ουσιαστικά ο Τραπεζούντιος αυτοκράτορας Αλέξιος Γ ' Κομνηνός, προσφέροντας στον Διονύσιο, που τον επισκέφτηκε στην Τ ραπεζούντα, ως πρώτη δόση ένα μεγάλο χρηματικό ποσό και κατόπιν εγκρίνοντας μια ετήσια χορηγία για να μη σταματήσουν οι εργασίες της ανεγέρσεως. Στον αυτοκράτορα, εξάλλου, μεσολάβησε για τον ίδιο σκοπό και ο μητροπολίτης Τραπεζούντας Θεοδόσιος, που ήταν αδελφός του παραπάνω οσίου και άλλοτε ηγούμενος της αγιορειτικής μονής του Φιλοθέου, Ο Αλέξιος, έπειτα από το ξεχωριστό αυτό ενδιαφέρον που έδειξε για το νεοσύστατο μοναστήρι, δικαιολογημένα ζήτησε να ονομαστεί «Μονή του Μεγάλου Κομνηνού». Τη βασιλική χορηγία του Αλεξίου επανέλαβαν κατόπιν και οι άλλοι βυζαντινοί αυτοκράτορες, οι Παλαιολόγοι, ενώ μετά την άλωση της Κωνσταντινουπόλεως (1453) ευεργέτησαν το μοναστήρι πολλοί ηγεμονες της Μολδοβλαχίας. Στους τελευταίους αυτούς οφείλεται η διεύρυνση και γενικά η σημερινή μορφή της μονής Διονυσίου, γι' αυτό και τοποθετούνται ανάμεσα στους κτίτορές της. Από όλους ξεχωρίζουν κυρίως ο Ράδουλος και ο διάδοχός του Νεάγκος Βασσαράβας που, εκτός από άλλα, έκτισε το 1520 τον πύργο και το υδραγωγείο του μοναστηριού. ο πύργος έχει ύψος 25 μέτρα και στον τελευταίο όροφό του υπάρχει ένα κεραμοπλαστικό μονόγραμμα του Προδρόμου. Το έτος 1535 το μοναστήρι κάηκε κατά το μεγαλύτερο μέρος του και σε λίγο ο ηγεμόνας της Μολδαβίας Ιωάννης Πέτρος ανοικοδόμησε με δικά του έξοδα την ανατολική πλευρά του από το μαγειρείο μέχρι την αποθήκη με τα κρασιά. Επίσης ο Αλέξανδρος μαζί με τησύζυγό του Ρωξάνδρα έκτισε από τα θεμέλιά της την εξαώροφη πτέρυγα που βλέπει προς τη θάλασσα με τους πολλούς εξώστες, και εξαγόρασε και απέδωσε στο μοναστήρι τα μετόχια του. Παράλληλα με τους παραπάνω ευεργέτες του μοναστηριού αναφέρονται και άλλοι, όπως τα αδέρφια Λάζαρος και Μπόιος από την Πιάβιτσα της Χαλκιδικής, που έκτισαν την προέκταση προς τον κήπο της επταώροφης πλευράς, τα αδέρφια Θωμάς και Μανουήλ από τις Σέρρες, που κατασκεύασαν τον αρσανά και το μετόχι του Ορφανού στο Παγγαίο της ανατολικής Μακεδονίας και τέλος, αργότερα, οι επίσκοποι Μακάριος Ηρακλείας και Ιερεμίας Βελιγραδίου (1797) και ο πρεσβευτής της Αυστρίας στην Κωνσταντινούπολη Ιωάννης Φραγκόπουλος (1800), που κοινοβίασαν εδώ προτού πεθάνουν και διέθεσαν γι' αυτό τις μεγάλες περιουσίες τους.

Το καθολικό του μοναστηριού υψώνεται στο μέσο περίπου της στενής αυλής. Αφιερωμένο στη μνήμη του Γενεσίου του Προδρόμου, ανοικοδομήθηκε και τοιχογραφήθηκε στα χρόνια 1537-1547 με έξοδα του βοεβόδα Πέτρου, όπως δηλώνει η σχετική επιγραφή πάνω από την είσοδο του κυρίως ναού. Πεντάτρουλλος και μολυβοσκέπαστος εξωτερικά ο ναός, εμφανίζεται στο εσωτερικό του πολύ σκοτεινός εξαιτίας των πολλών κτιρίων που τον περιβάλλουν .Αρχιτεκτονικά ακολουθεί τον τύπο των άλλων αθωνικών καθολικών με μια ιδιορρυθμία στην ανατολική του πλευρά, όπου σχηματίζονται τα «τυπικαριά», δηλαδή δύο χώροι εσωτερικά κυκλικοί και εξωτερικά οκταγωνικοί, που στεγάζονται με τρούλλους με υψηλό τύμπανο. στους χώρους αυτούς έχουν μεταφερθεί αντίστοιχα η πρόθεση και το διακονικό, που βρίσκονται, ως γνωστό, από τη μια και την άλλη μεριά της κεντρικής κόγχης του Ιερού Βήματος. Οι αξιόλογες τοιχογραφίες του καθολικού έγιναν στα 1546 από τον ζωγράφο Τζώρτζη, που θεωρείται ένας από τους κύριους εκπροσώπους της Κρητικής σχολής. Αυτός μιμείται τον Θεοφάνη, αλλά και διαφέρει κάπως στην απόδοση της πτυχολογίας των ενδυμάτων , καθώς και στη μεγαλύτερη σχηματικότητα και ασκητική αυστηρότητα που χαρακτηρίζουν τις μορφές του, ενώ, ως προς τη διάταξη των θεμάτων, ακολουθεί το εικονογραφικό πρόγραμμα που παρατηρείται και στους άλλους ναούς. στο δεξιό κλίτος σώζονται οι ολόσωμες παραστάσεις του κτίτορα Πέτρου και των παιδιών του μαζί με τη σχετι1<ή επιγραφή. Ο νάρθηκας, που ενσωματώνεται στη δυτική πλευρά του μοναστηριού, τοιχογραφήθηκε αργότερα από κάποιον Ρουμάνο ζωγράφο. Σπουδαίο είναι το ξυλόγλυπτο τέμπλο του ναού (180ς αι.) με εξαιρετικά πλούσιο διάκοσμο, επιχρυσωμένο ολόκληρο με καθαρό χρυσάφι. Σ' αυτό, εκτός από τις νεότερες εικόνες του (1805-1818), βρίσκονται και μερικές παλαιότερες και μάλιστα οι πέντε της Μεγάλης Δεήσεως, έργο του Κρητικού ζωγράφου Ευφρόσυνου (1542). Ακόμη σε άλλο σημείο του ναού σώζονται οι εικόνες του Χριστού και της Παναγίας, καθώς και ο μεγάλος σταυρός, που , προέρχονται από το παλαιό τέμπλο. Στο Ιερό Βήμα, στους χορούς και αλλού βρίσκει κανείς επίσης και άλλες εικόνες μεγάλης καλλιτεχνικής και ιστορικής αξίας, που χρονολογούνται από τον 140 αιώνα και εξής. Τέλος, αξίζει να σημειωθούν εδώ και μερικά γλυπτά έργα από ξύλο με φίλντισι, όπως είναι ο δεσποτικός θρόνος, το προσκυνητάρι, τα αναλόγια στους δύο χορούς των ψαλτών, καθώς και η Αγία Τράπεζα, που κατασκευάστηκε το 1685. Εκτός από τον κεντρικό ναό του το μοναστήρι αριθμεί και πολλά άλλα παρεκκλήσια μέσα στον περίβολο και έξω από αυτόν. Το σπουδαιότερο είναι της Παναγίας του Ακαθίστου, που βρίσκεται αριστερά της λιτής, μέσα στο καθολικό, με τοιχογραφίες του ζωγράφου Μακαρίου (1615) που, δυστυχώς, επιζωγραφήθηκαν το 1890 από τον Μιχαήλ Καισαρέα, όπως δείχνει επιγραφή στο υπέρθυρο.

Μέσα στο παρεκκλήσι αυτό σώζεται αρχαιότατη εικόνα της Παναγίας πάνω σε κηρομαστίχα, που είναι γνωστή ως εικόνα των Χαιρετισμών της Θεοτόκου και, σύμφωνα με την παράδοση, είναι εκείνη που κρατούσε στα χέρια του ο πατριάρχης Σέργιος ή κάποιος άλλος επίσκοπος, όταν περιερχόταν τα τείχη της Κωνσταντινουπόλεως ενθαρρύνοντας στρατό και λαό κατά την πολιορκία της από τους Αβάρους και Σλάβους (626). Τα υπόλοιπα παρεκκλήσια μέσα στο μοναστήρι είναι: του Αγίου Νήφωνα, του Αγίου Νικολάου, του Αγίου Γεωργίου (1609), των Αγίων Αναργύρων, των Αρχαγγέλων με τοιχογραφίες του τέλους του 160υ αιώνα από τους μοναχούς Δανιήλ και Μερκούριο, του Αγίου Ιωάννου του Θεολόγου (1608 και ο νάρθηκας 1615) και του Αγίου Ιωάννου του Χρυσοστόμου (1782). 'Εξω από το μοναστήρι, σε διάφορα καθίσματα και ησυχαστήρια βρίσκονται: του Αγίου Ονουφρίου, της Παναγίας, του Αγίου Ιακώβου του Αδελφοθέου, του Αγίου Δημητρίου, των Δώδεκα Αποστόλων και των αγίων Πάντων με τοιχογραφίες του 161 0 από τους παραπάνω αγιογράφους Δανιήλ και Μερκούριο. Στο ίδιο μοναστήρι υπάγονται ακόμη 7 κελλιά στις Καρυές, από τα οποία του αγίου Στεφάνου χρησιμεύει για αντιπροσωπείο. Νοτιοδυτικά του καθολικού βρίσκεται ενσωματωμένη στη μια πτέρυγα του μοναστηριού η κοινή τράπεζα, που αποδίδεται και αυτή στον βοεβόδα Πέτρο. Οι τοιχογραφίες της με έντονη την επίδραση της Κρητικής σχολής, ιδιαίτερα στις παραστάσεις της νότιας πλευράς, εκτελέστηκαν από τους ζωγράφους Δανιήλ και Μερκούριο (1603). Παριστάνονται ολόσωμοι άγιοι και μαρτύρια αγίων , η Πτώση του Εωσφόρου, η σύναξη των Ασωμάτων , η σκάλα που φτάνει μέχρι τον ουρανό (Ουρανοδρόμος κλίμαξ), σκηνές από τα θαύματα του Χριστού και τη ζωή του Προδρόμου, από τον παράδεισο κτλ. 'Εξω από την τράπεζα, στον πρόδομο, όπου σχηματίζεται μια κανονική στοά, υπάρχουν τοιχογραφίες σε καλή κατάσταση με πολύ εντυπωσιακές σκηνές από τον κύκλο της Αποκαλύψεως του Ιωάννου. Στην είσοδο τέλος της τράπεζας σώζεται παλαιά ξυλόγλυπτη πόρτα με παραστάσεις από διάφορα μυθικά ζώα. Κοντά στην τράπεζα υψώνεται και το τριώροφο κωδωνοστάσιο, πάνω στο οποίο βρίσκεται το παλαιό ρολόι του μοναστηριού. Η αυλή του μοναστηριού, σχεδόν ανύπαρκτη, περιορίζεται μόνο σε τρεις μικρούς διαδρόμους. Για το λόγο αυτό λείπει από εδώ η φιάλη του αγιασμού. Στο πλούσιο θολοσκέπαστο σκευοφυλάκιο φυλάσσονται πολλά και αξιόλογα κειμήλια που ανήκουν σε διάφορες εποχές. Τα κυριότερα είναι: μια πλάκα από ελεφαντοστό με ανάγλυφη παράσταση της Σταυρώσεως (100ς αι.), ο σταυρός της Ελένης Παλαιολογίνας, ένας επιτάφιος του 160υ αιώνα, χρυσοκέντητα ιερά άμφια και υφάσματα, πολλά εκκλησιαστικά σκεύη, εγκόλπια, σταυροί, αρτοφόρια, Ευαγγέλια με πολυτελή επένδυση, καθώς και πολλά παλαιά έγγραφα, όπως χρυσόβουλλα, σιγίλλια, προσηλωτικά γράμματα και ιεροσφράγιστα. Σε μια ιδιαίτερη κρύπτη στο Ιερό Βήμα του καθολικού σώζονται τα οστά του αγίου Νήφωνα, πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως, μέσα σε αργυρεπίχρυση ναόσχημη λειψανοθήκη, δώρο του βοεβόδα Νεάγκου (1515). Σ' ένα συρτάρι τέλος, στον ίδιο αυτό χώρο, είναι τοποθετημένες και άλλες λειψανοθήκες με 150 περίπου τεμάχια από άγιαλείψανα και Τίμιο Ξύλο. Πλουσιότατη και πολύ καλά οργανωμένη είναι και η 616λιοθήκη του μοναστηριού. Στεγάζεται μέσα σε ωραία και ασφαλή αίθουσα πάνω στη νέα πτέρυγα, που ανοικοδομήθηκε τελευταία, και περιέχει 1. 1 00 περίπου χειρόγραφα, περγαμηνά, βομβύκινα και χάρτινα και 27 περγαμηνά ειλητάρια. Τα περισσότερα από αυτά περιέχουν θεολογικά και εκκλησιαστικά ή λειτουργικά έργα, ενώ ένα μεγάλο ποσοστό τους είναι εικονογραφημένα με πολύ ενδιαφέρουσες μικρογραφίες και πλούσια επίτιτλα και αρχικά γράμματα. ξεχωρίζουν οι κώδ. 2, 13, 14, 61 , 65, 587 και 588. Κυρίως το χειρόγραφο 587, Ευαγγέλιο του 11 ου αιώνα, που θεωρείται από τα καλύτερα στο είδος του, κοσμείται με 80 περίπου μικρογραφίες που σώζονται όλες σε άριστη κατάσταση. Επίσης εικονογραφημένο είναι και το χειρόγραφο αριθ. 33, Τετραευάγγελο του 130υ αιώνα, που εκτός από τις μικρογραφίες του διατηρεί ένα σπάνιο ξυλόγλυπτο κάλυμμα στο α .εξώφυλλό του με πλήθος από παραστάσεις και πολύ λεπτή τέχνη. Εκτός από το τμήμα των χειρογράφων η βιβλιοθήκη διαθέτει και πολλά έντυπα βιβλία, πάνω από 15.000, ανάμεσα στα οποία περιλαμβάνονται πολύτιμα αρχέτυπα και παλαίτυπα, καθώς και σπάνιες εκδόσεις της Αγίας Γραφής, κλασικών και εκκλησιαστικών συγγραφέων και διάφορα λεξικά του 160υ αιώνα. Το «αγριωπό μοναστήρι» του Διονυσίου στο Γ'Τυπικό του Αγίου 'Ορους (1394) κατέχει τη δέκατη ένατη σειρά ανάμεσα στα 25 τότε μοναστήρια. Από το έτος όμως 1574 και μέχρι σήμερα ανέβηκε στην πέμπτη θέση και έτσι δικαιούται και αυτό την πρωτεπιστασία στην Ιερά Κοινότητα κάθε πέμπτο χρόνο. Τον 160 αιώνα οικονομικοί λόγοι το έκαμαν ιδιόρρυθμο μέχρι το 1616, καθώς και στα μέσα του 180υ αιώνα. Τελικά επικράτησε οριστικά πια από το 1805 το κοινοβιακό σύστημα ζωής, για το οποίο εκδόθηκε και σχετικό σιγίλλιο από τον πατριάρχη Καλλίνικο Ε ' .Τη στιγμή αυτή αριθμεί 60 περίπου συνολικά μοναχούς μέσα και έξω από το μοναστήρι.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου