Δευτέρα 28 Μαΐου 2018

Μονή Βατοπεδίου


Το Βατοπέδι, μεγάλο επίσης μοναστήρι, όπως το προηγούμενο της Λαύρας, είναι κτισμένο σ' έναν ορμίσκο της βορειοανατολικής πλευράς της χερσονήσου, πάνω σε μια κατάφυτη πλαγιά και αφιερωμένο στον Ευαγγελισμό της Θεοτόκου (25 Μαρτίου). στο χώρο αυτό ίσως υπήρχε άλλοτε η αρχαία πολίχνη Δίον . Ο χρόνος της ιδρύσεως του μοναστηριού και η προέλευση της ονομασίας του απασχολούν ακόμη τους ερευνητές Σύμφωνα με την παράδοση ιδρύθηκε στο τέλος του 40υ αιώνα από τον αυτοκράτορα Θεοδόσιο Α ' από ευγνωμοσύνη προς τη Θεοτόκο που έσωσε τον γιο του ο οποίος, ταξιδεύοντας στο πέλαγος, παιδί ακόμη, ναυάγησε κοντά στις ακτές του 'Ορους και μεταφέρθηκε θαυματουργικά στη στεριά κοντά σε μια βάτο. έτσι ονομάστηκε και το μοναστήρι Βατο-παίδιον. Η ονομασία του όμως Βατο-πέδιον, νομίζουμε ότι είναι προτιμότερη και εξηγείται από τις πολλές βάτους που υπάρχουν στο πεδινό μέρος που απλώνεται μπροστά από αυτό. Σε παλαιότερα έγγραφα το μοναστήρι ονομάζεται και «Λαύρα του Βατοπεδίου» ή «Μεγάλη μονή του Βατοπεδίου». Ιστορικά όμως η ίδρυση του μοναστηριού τοποθετείται στο β .μισό του 100υ αιώνα και με αυτή συνδέονται τα ονόματα τριών μοναχών από την Αδριανούπολη, Αθανασίου, Νικολάου και Αντωνίου, που ήρθαν στον ’θω την εποχή του οσίου Αθανασίου με σκοπό να μονάσουν κοντά σ' αυτόν Ο όσιος όμως μετά από λίγο τους έστειλε στην περιοχή της σημερινής μονής Βατοπεδίου, όπου φαίνεται ότι υπήρχαν ασκητές πολύ νωρίτερα, ίσως ακόμη και ένα ή περισσότερα κελλιά, που οι τρεις αυτοί ένωσαν και συνέστησαν το μοναστήρι.
Στο Α Τυπικό του Αγίου 'Ορους (972) δεν αναφέρεται καθόλου το Βατοπέδι, ενώ σε μια Πράξη του Πρώτου Θωμά του έτους 985 υπογράφει ο ηγούμενός του Νικόλαος. Επομένως μπορούμε να υποθέσουμε με κάποια βεβαιότητα ότι η ίδρυση του μοναστηριού στη σημερινή του μορφή θα πρέπει να τοποθετηθεί ανάμεσα στα χρόνια 972 και 985. Στη συνέχεια και σε διάστημα μικρότερο από ένα αιώνα, σύμφωνα με το Β'Τυπικό του 'Ορους (1046), ανεβαίνει ιεραρχικά στη δεύτερη θέση -που κατέχει και σήμερα -γίνεται πολυάνθρωπο και οικονομικά ανεξάρτητο μοναστήρι και, ανάμεσα σε άλλα, αποκτά και το δικαίωμα να στέλνει για ένα διάστημα τον ηγούμενό του στις Καρυές με τέσσερις συνοδούς. Οι Κομνηνοί αυτοκράτορες , κατόπιν , βοηθούν πολύ το Βατοπέδι, όπως φαίνεται και από ένα χρυσόβουλλο του Μανουήλ Α ' . Στα τέλη του 120υ αιώνα ήρθαν να μονάσουν εδώ οι Σέρβοι μοναχοί Συμεών και Σάββας, που μάλιστα συντέλεσαν και στην προσθήκη νέων οικοδομών. Στους δύο αυτούς το Βατοπέδι παραχώρησε το κελλί του Χελανδαρίου στην τοποθεσία Μηλέα,
που το μεγάλωσαν και το έκαμαν σύντομα ανεξάρτητο μοναστήρι Με τον τρόπο αυτό αναπτύχθηκε ένα είδος συγγένειας ανάμεσα στα δύο μοναστήρια, που συνεχίζεται μέχρι σήμερα με τη συνήθεια που έχουν να προεξάρχουν στις πανηγύρεις κάθε χρόνο, στο Βατοπέδι μονqχοί Χελανδαρηνοί, και, αντίθετα, στο Χελανδάρι Βατοπεδινοί μοναχοί. Το μοναστήρι, που άρχισε να παρακμάζει ύστερα από τις εναντίον του καταστροφικές επιδρομές των πειρατών , των ενωτικών και ιδίως των Καταλανών , το ενίσχυσαν πολύ οι Παλαιολόγοι αυτοκράτορες και ιδιαίτερα ο Α νδρόνικος Β ' , του οποίου σώζεται και χρυσόβουλλο ( 1292) , πολλοί Σέρβοι ηγεμόνες και ο δομέστικος Δημήτριος Παλαιολόγος. Τα καλά όμως χρόνια περνούσαν για το Βατοπέδι σιγά σιγά και έρχονταν πολύ δύσκολες μέρες. Ο ίδιος ο Μάξιμος ο Γραικός το χαρακτηρίζει λαύρα και μας αναφέρει ότι στον καιρό του ακολουθούσαν έναν ημικοινοβιακό τρόπο ζωής. 'Ετσι, άρχισε και εδώ, όπως και σε άλλα αθωνικά μοναστήρια, να εφαρμόζεται ο ιδιόρρυθμος βίος γύρω στο 1541. Τ ο 1575 όμως το μοναστήρι έγινε πάλι κοινόβιο, ύστερα μάλιστα από τις ενέργειες του πατριάρχη Αλεξανδρείας Σιλβέστρου, για να αλλάξει ξανά και να επιστρέψει στην ιδιορρυθμία, όπου παρέμεινε μέχρι το έτος 1989 οπότε έγινε εκ νέου κοινόβιο. Κατά τον 170 αιώνα, μετά από τις βαριές φορολογίες των τουρκικών αρχών , το Βατοπέδι αναγκάστηκε να πουλήσει πολλά κτήματα για να μπορέσει να αντιμετωπίσει τις διάφορες ανάγκες και ιδιαίτερα τη συντήρηση των μοναχών του, που ανέρχονταν τότε στους 300 περίπου. Στην αντιμετώπιση των δυσκολιών συνέβαλαν πολύ τόσο οι τσάροι της Ρωσίας όσο και οι ηγεμόνες των παραδουναβίων χωρών , το μοναστήρι όμως δεν μπόρεσε παρ' όλα αυτά να αναλάβει για αρκετό καιρό. Η ανόρθωσή του κατορθώθηκε μόλις τον επόμενο 180 αιώνα, πράγμα που φαίνεται, εκτός από άλλα, και από τη λειτουργία με έξοδα των Βατοπεδινών της Αθωνιάδος εκκλησιαστικής σχολής, που στεγαζόταν σε ανεξάρτητο κτίριο απέναντι από το μοναστήρι. Επίσης ανακαινίστηκε το ίδιο το μοναστήρι και μεγάλωσε σε έκταση με την προσθήκη νέων οικοδομών , χάρη στις δωρεές των πατριαρχών Κωνσταντινουπόλεως Κυπριανού και Αλεξανδρείας Γερασίμου, πολλών μοναχών, καθώς και άλλων, ανωνύμων πολλές φορές, ατόμων μέσα από το υπόδουλο Γένος. Οι σημερινές κτιριακές εγκαταστάσεις του μεγάλου μοναστηριού αρχίζουν από την ίδρυσή του και χρονολογούνται σε διαφορετικές εποχές. Αυτό οφείλεται στις πολλές ανακαινίσεις του, που έγιναν ή για νααποκατασταθούν οι ζημιές, μετά τις πειρατικές επιδρομές και τις καταστρεπτικές πυρκαγιές, ή για τη διεύρυνση του μοναστηριού μπροστά στις νέες ανάγκες και στον μεγάλο συνήθως αριθμό των Βατοπεδινών μοναχών .Οι οικοδομές του εμφανίζουν ένα πολυγωνικό σχήμα με καθαρά φρουριακό χαρακτήρα. Είναι τοποθετημένες γύρω από μια πελώρια πλακόστρωτη αυλή και η μια πλευρά, η βορεινή, που είναι παράλληλη προς τη θάλασσα, έχει μήκος 200 μέτρα περίπου. Τ ο καθολικό είναι κτίσμα του 1 Οου αιώνα, φυσικά με μερικές αλλαγές και προσθήκες, και τιμάται στο όνομα του Ευαγγελισμού της Θεοτόκου. Ακολουθεί ως προς το σχήμα το βυζαντινό αγιορειτικό τύπο, όπως τον είδαμε στο καθολικό της Λαύρας. Νεότερος είναι ο εξωνάρθηκας του ναού, που προστέθηκε ανοικτός και διώροφος το έτος 1426, και το κωδωνοστάσιο μετά από ένα χρόνο. Το σημερινό ξυλόγλυπτο τέμπλο κατασκευάστηκε το 1788, αλλά στο παρεκκλήσιο του Αγίου Νικολάου σώζεται ένα τμήμα από το παλαιό μαρμάρινο και χαμηλό τέμπλο, που προέρχεται από τη βυζαντινή εποχή. Η τοιχογράφηση του καθολικού, σύμφωνα με μια επιγραφή, έγινε στις αρχές του 140υ αιώνα και μάλιστα στα χρόνια του αυτοκράτορα Ανδρονίκου Β .και του ιερομονάχου Αρσενίου. Οι πρώτες όμως τοιχογραφίες δέχθηκαν δύο νεότερες επιζωγραφήσεις (1739 και 1819), που μείωσαν κάπως την αρχική τους αξία. Ωστόσο μπορεί κανείς να διακρίνει κάτω από τα άτονα χρώματα της επιζωγραφήσεως τα χαρακτηριστικά της λεγόμενης Μακεδονικής σχολής, ειδικά στις παραστάσεις του Μυστικού Δείπνου, της Προδοσίας, των Παθών του Χριστού κτλ. Οι νεόίερες τοιχογραφίες του εξωνάρθηκα εκτελέστηκαν μετά το κτίσιμό του και επιζωγραφήθηκαν και αυτές το 1819. Ο ναός διασώζει και ορισμένα αξιόλογα ψηφιδωτά από τη βυζαντινή εποχή, που είναι και τα μοναδικά στο είδος τους μέσα στο ’γιον 'Ορος. Είναι οι παραστάσεις του Ευαγγελισμού της Θεοτόκου, πάνω από τα κιονόκρανα των δύο ανατολικών κιόνων του κυρίως ναού, της Δεήσεως, στο τύμπανο της εισόδου της λιτής και πάλι του Ευαγγελισμού, κάτω απ' αυτή. επίσης του αγίου Νικολάου, νεότερη, στο υπέρθυρο του ομώνυμου παρεκκλησίου. Τέλος αξίζει να αναφέρουμε και το θαυμάσιο μαρμαροθέτημα στο δάπεδο του καθολικού. Εκτός όμως από τον κεντρικό αυτό ναό, το μοναστήρι διαθέτει ένα μεγάλο αριθμό από παρεκκλήσια, από τα οποία 5, του Αγίου Νικολάου και του Αγίου Δημητρίου, δεξιά και αριστερά της λιτής, της Παναγίας της Παραμυθίας, περίπου πάνω από το δεύτερο, και των Αρχαγγέλων και της Αγίας Τριάδος δεξιά και αριστερά στα κατηχούμενα, είναι ενσωματωμένα στο καθολικό, Από αυτά το τρίτο, όπου γίνονται και οι κουρές των νέων μοναχών , κτίστηκε και τοιχογραφήθηκε το έτος 1678 με έξοδα του Γ ρηγορίου επισκόπου Λαοδικείας και επιζωγραφήθηκε το 1846. 'Εξω από το ναό, στην αυλή του μοναστηριού, έχουμε δύο, της Αγίας Ζώνης, που ονομάζεται έτσι από την τίμια Ζώνη της Θεοτόκου που σήμερα φυλάσσεται στο Ιερό Βήμα του καθολικού, και των Αγίων Αναργύρων' όπως τα προηγούμενα έτσι και τα δύο αυτά είναι αγιογραφημένα. Ακόμη στις σειρές των κελλιών υπάρχουν άλλα 12 παρεκκλήσια, από τα 0ποία μόνο ένα, του Αγίου Ανδρέου, φέρει τοιχογραφίες. Τέλος, έξω από τον περίβολο του μοναστηριού βρίσκονται πολυάριθμα άλλα, όπως των Αγίων Αποστόλων στο κοιμητήρι (νεότερο, τοιχογραφημένο), των Αγίων Πάντων στο αμπέλι (ερείπια), του Αγίου Μοδέστου, του Αγίου Νικολάου και άλλα στα διάφορα εξαρτήματά του. 'Εξω από την κύρια είσοδο του καθολικού, στην πρόσοψή του, βρίσκεται η φιάλη του αγιασμού και απέναντι ακριβώς η τράπεζα του μοναστηριού, που κτίστηκε τον 120 αιώνα στα χρόνια του αυτοκράτορα Αλεξίου και τοιχογραφήθηκε πολύ μεταγενέστερα, το έτος 1786. Από άποψη κειμηλίων το Βατοπέδι εμφανίζεται πολύ πλούσιο, διαθέτοντας ένα από τα πιο ενδιαφέροντα σκευοφυλάκια του Αγίου 'Ορους. Εδώ φυλάσσονται πολλά και σπάνια κειμήλια, αξιόλογες φορητές εικόνες (όπως τη.ς Σταυρώσεως και της αγίας ’ννας, ψηφιδωτές, μια άλλη του αγίου Γεωργίου από αχάτη), χρυσοκέντητα ιερά άμφια, εκκλησιαστικά σκεύη, χειρόγραφα Ευαγγέλια και ένα πλήθος από άλλα σπάνια αντικείμενα.
Στο Ιερό Βήμα του καθολικού σώζονται τεμάχια από το Τίμιο Ξύλο και λείψανα διαφόρων αγίων , δυο εικονίδια, δηλαδή ένα δίπτυχο, του Χριστού και της Θεοτόκου, γνωστά ως «νινία της Θεοδώρας», μέρος από το καλάμι που προσέφεραν το σφουγγάρι με το ξύδι στον Χριστό κατά τη Σταύρωση κ.ά. Ακόμη στο ισόγειο του υψηλού πύργου βρίσκονται πολλά έργα τέχνης, ανάμεσα στα οποία και το πολύχρωμο κύπελλο, ο ίασπις, δώρο του Μανουήλ Παλαιολόγου, καθώς και το αρχειοφυλακείο της μονής, που περιλαμβάνει πολύτιμα χρυσόβουλλα, κηρόβουλλα και άλλα έγγραφα σχετικά με την ιστορία του μοναστηριού και που χρονολογούνται κυρίως από τον 140 αιώνα. μεγάλο μέρος από το παλαιό αρχείο ίσως καταστράφηκε από τους Καταλανούς πειρατές. Η Ζώνη της Θεοτόκου, που αναφέραμε παραπάνω, βρισκόταν πρώτα στη μονή των Βλαχερνών στην Κωνσταντινούπολη και μετά στην Αγία Σοφία. Από εκεί την πήρε ο ηγεμόνας της Σερβίας Λάζαρος Α .και στη συνέχεια τη δώρισε στο μοναστήρι του Βατοπεδίου. Τέλος, σε διάφορα σημεία του μοναστηριού, σώζονται πολλές φορητές εικόνες, από τις οποίες ξεχωρίζουν της Θεοτόκου με τις χαρακτηριστικές προσωνυμίες τους, όπως Παραμυθία, Αντιφωνήτρια, Εσφαγμένη, Ελαιοβρύτις, Κτητόρισσα ή Βηματάρισσα κ.ά. Η θιθλιοθήκη του Βατοπεδίου είναι εξίσου πλούσια τόσο σε χειρόγραφα όσο και σε έντυπα βιβλία. Τα πρώτα ξεπερνούν τις 2.000, από τα οποία τα 625 καθώς και 25 ειλητάρια στο αρχείο της μονής, είναι σε περγαμηνή. Από αυτά ξεχωρίζουν ορισμένα εικονογραφημένα χειρόγραφα (αριθ. 602, 609, 655, 1199 κτλ.), με πολύ αξιόλογες μικρογραφίες και άλλα κοσμήματα. 'Εντυπα περιέχει πάνω από 25.000 με πολλές παλαιές και πολύτιμες εκδόσεις ανάμεσά τους. Προσωρινά η βιβλιοθήκη στεγάζεται στον πύργο του μοναστηριού στη βορειοανατολική γωνία. Αλλά γι' αυτή, όπως και για το σκευοφυλάκιο, που στεγάζεται πλάι στην τράπεζα σε ανεξάρτητο κτίριο, έχουν ετοιμαστεί καινούργιοι χώροι, στην ανακαινισμένη τελευταία βορεινή πλευρά, όπου πολύ σύντομα θα μεταφερθούν και τα δύο αυτά τμήματα. Στο Βατοπέδι υπάγεται η ελληνική σκήτη του Αγίου Δημητρίου, που βρίσκεται μισή ώρα περίπου νοτιοδυτικά του προς το βουνό, στη θέση όπου πιθανόν βρισκόταν άλλοτε η παλαιά μονή του Χαλκέως. Είναι ιδιόρρυθμη με πολύ μικρό αριθμό μοναχών (3 ή 4) και περιλαμβάνει 21 καλύβες από τις 0ποίες οι πιο πολλές σήμερα μένουν κλειστές. Το κυριακό της τοιχογραφήθηκε το 1755 και ο εξωνάρθηκας, που ιδρύθηκε αργότερα (1796), το 1806. Ακόμη η σκήτη διαθέτει και βιβλιοθήκη με 73 χειρόγραφα -τελευταία μεταφέρθηκαν στη μονή και 200 περίπου έντυπα βιβλία. Στο ίδιο μοναστήρι ανήκει και η μεγάλη ρωσική σκήτη του Αγίου Ανδρέα, το Σεράϊ, κοντά στις Καρυές, όπου παλιότερα βρισκόταν η μονή Ξύστρου. 'Ηταν ακόμη κελλί, τιμώμενο στη μνήμη του αγίου Αντωνίου, όταν εγκαταστάθηκαν εκεί οι πατριάρχες Κωνσταντινουπόλεως Αθανάσιος Γ ' και Σεραφείμ Β'. Αυτοί, αφού το ανακαίνισαν (1763), του έδωσαν το σημερινό όνομα. Το 1842 παραχωρήθηκε από το Βατοπέδι στον Βησσαρίωνα και σε άλλους Ρώσους μοναχούς, πού, ύστερα από πολλές προσπάθειες, μετέτρεψαν το κελλί σε κοινόβια σκήτη. τη μετατροπή αυτή επικύρωσε με σιγίλλιό του ο πατριάρχης ’νθιμος Δ.το 1849. Αμέσως μετά αυξήθηκε η σκήτη με το κτίσιμο μεγάλων και επιβλητικών κτιρίων , που σχημάτιζαν ένα τετράπλευρο σχήμα (1857 -1900). Σήμερα η σκήτη είναι έρημη από μοναχούς και μόνο σε μια πτέρυγά της στεγάζεται η σημερινή σχολή της Αθωνιάδος. Το πλούσιο κυριακό της, που για να γίνει χρειάστηκαν είκοσι ολόκληρα χρόνια με διαλείμματα (1867-1900), σώζεται ανέπαφο και θεωρείται ο μεγαλύτερος ναός μέσα στο ’γιον 'Ορος και από τους πιο μεγαλοπρεπείς ανάμεσα σε όλους τους ναούς της Ανατολής. Εκτός όμως από το κυριακό υπάρχουν και άλλα παρεκκλήσια μέσα στη σκήτη, από τα οποία του Αγίου Αντωνίου, που παλαιότερα χρησίμευε επίσης για κυριακό, φέρει τοιχογραφίες του έτους 1766. Τέλος, το μοναστήρι διαθέτει 27 κελλιά, 22 στον οικισμό Κολιτσού και στη γύρω περιοχή -δεν κατοικούνται όλα -καθώς και δυτικά της μονής, και 5 στις Καρυές, από τα οποία το ένα, της ΑναλήΨεως, χρησιμεύει για αντιπροσωπείο της. Επίσης 10 καλύβες, όλες ερειπωμένες, στο Καλαμίτσι, και μερικά μετόχια έξω από το ’γιον 'Ορος, στο Πόρτο-Λάγο, στη Σάμο κτλ. Το Βατοπέδι τη στιγμή αυτή αριθμεί συνολικά 70 περίπου μοναχούς, που ζουν σ' αυτό και στα διάφορα εξαρτήματά του.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου