Τρίτη 9 Δεκεμβρίου 2014

ΑΓΙΟΣ ΑΜΒΡΟΣΙΟΣ ΕΠΙΣΚΟΠΟΣ ΜΕΔΙΟΛΑΝΩΝ, Ο ΒΙΟΣ ΚΑΙ ΤΟ ΕΡΓΟ ΤΟΥ

 



Ὁ  ἅγιος Ἀμβρόσιος, ἐπίσκοπος Μεδιολάνων 
Ὁ   Βίος καὶ τὸ ἔργον του.
 Χρῖστος Βασιλειάδης
Θεολόγος- Φιλόλογος
                      
   Σὰν πηγὲς βιογραφικὲς γιὰ τὸν ἅγιον Ἀμβρόσιον, διαθέτομεν πρῶτον τὰ δικά του συγγράμματα, ἰδιαίτερα τὶς σωζόμενες ἐπιστολές του. Δεύτερον ἕνα Βίον τοῦ ἁγίου Ἀμβροσίου (Vita sancti Ambrosii) γραφέντα εἴκοσιν πέντε περίπου ἔτη μετὰ τὸ θάνατόν του ἀπὸ τὸν παλαιόθεν διάκονόν του, τὸν Παυλῖνον. Τρίτον ἀπὸ  ἀναφορὲς ἢ νύξεις ποὺ κάνουν γι' αὐτὸν οἱ σύγχρονοί του συγγραφεῖς ἀλλὰ καὶ οἱ ἱστορικοὶ τοῦ πέμπτου αἰῶνος.
  Ὁ Ἀμβρόσιος, λοιπόν, γεννήθηκεν τὸ 340 μ.Χ. ἀπὸ μία διάσημην ὅσον καὶ χριστιανικὴν οἰκογένειαν, πιθανῶς στὰ Τρέβηρα τῆς Γαλατίας, ὅπου ὁ πατήρ του ἦταν ἔπαρχος.
   Ἦταν τὸ τρίτον παιδὶ τῆς οἰκογένειας μετὰ τὴν ἀδελφὴν του Μαρκελλῖναν καὶ τὸν ἀδελφόν του Σάτυρο. Μετὰ τὸν πρόωρο θάνατον τοῦ πατέρα του ὡδηγήθηκεν ἀπὸ τὴ μητέρα του στὴ Ῥώμην, ὅπου ἔλαβε μίαν ἐπιμελημένη φιλολογικὴν καὶ νομικὴν παιδείαν. Νωρὶς προσκολλήθηκεν στὸν Sextus Petronius  Probus, ἔπαρχον τῆς Ἰταλίας, ὁ ὁποῖος περὶ τὸ 370 τὸν ἔστειλε μὲ τὸν τίτλον καὶ τὶς ἐξουσίες τοῦ ὑπάτου τῆς ἐπαρχίας Λιγουρίας-Αἰμιλίας τῆς Βορείου Ἰταλίας στὸ Μιλᾶνον (Μεδιόλανα), πρωτεύουσαν τῆς ἐπαρχίας.
  Ἦταν ἡ ἐποχὴ ποὺ ὁ νόμιμος ἐπίσκοπος Μιλάνου, ἅγιος Διονύσιος, μόλις εἶχε πεθάνει στὴν ἐξορίαν ἀλλὰ καὶ ὁ παρείσακτος ἀρειανὸς ἐπίσκοπος Αὐξέντιος, ποὺ ἐπὶ εἴκοσιν περίπου ἔτη κατεπίεζεν τοὺς ὀρθοδόξους, κι' αὐτὸς μόλις εἶχεν πεθάνει.
  Ὁ Ἀμβρόσιος ὁ ὁποῖος σημειωτέο δὲν εἶχεν ἀκόμη λάβει τὸ βάπτισμα, ἀλλ' ἦταν μόνον κατηχούμενος, ὑπὸ τὴν ἀνωτέρω πολιτικὴν ἰδιότητά του ἐκλήθη νὰ διατηρήσῃ τὴν τάξιν σὲ μία θορυβώδη καὶ ὁπωσδήποτε δύσκολην ἐκλογὴ  διαδόχου ἐπισκόπου. Ἀπευθύνθηκεν, λοιπόν,  στὸ πλῆθος τῶν συναγμένων χριστιανῶν καὶ τοὺς ὡμίλησεν περὶ τῆς ἀπαιτουμένης διὰ τὴν περίστασιν εἰρήνης μὲ τὸση δὲ εὐγλωττίαν ὥστε στὴν ἀρχὴν μὲν ἀκούστηκε μιὰ φωνὴ  κατόπιν ὅμως ὅλος ὁ λαὸς μαζὶ μὲ τοὺς ἐπισκόπους ἐξέλεξαν διὰ βοῆς ὡς ἐπίσκοπόν τους τὸν Ἀμβρόσιον, ὁ ὁποῖος εἰς μάτην προσπάθησε νὰ ἀποφύγῃ ἕνα τόσο βαρὺ ὅσον καὶ ἀπροσδόκητον ἀξίωμα, βαπτισθεὶς δὲ στὴν συνέχειαν, ἐχειροτονήθη ὀλίγες μέρες μετὰ (7 Δεκεμβρίου 374) ἐπίσκοπος. Καὶ ἐπειδὴ δὲν εἶχε θεολογικὴ μόρφωσιν μέχρι τότε, ἀμέσως ἔπεσεν σὲ μίαν ἀδιάκοπον καὶ βαθειὰ μελέτη γιὰ νὰ μυηθῇ στὴ χριστιανικὴ διδασκαλίαν ποὺ θὰ δίδασκεν στὸ ποίμνιόν του. Ῥούφηξε ὑπὸ τὴν καθοδήγησιν τοῦ σοφοῦ χριστιανοῦ ἱερέως Σιμπλικιανοῦ μὲ ἀπληστίαν τοὺς χριστιανοὺς συγγραφεῖς, ἰδιαίτερα τοὺς ἕλληνας, τόσον τοὺς παλαιότερους ὅσον καὶ τοὺς σύγχρονούς του.
  Μὲ τὴν ἄνοδόν του ὡστόσον στὸν ἐπισκοπικὸ θρόνον ἐπέβαλεν τάξιν καὶ εἰρήνην στὴν ἐπισκοπήν του, ποὺ ἐπὶ χρόνια ἐταράσσετο ἀπὸ τὶς ἀρειανικὲς ἔριδες. Ἐκήρυττεν ἐπίσης καὶ συνέγραφεν κυρίως ἠθικοῦ περιεχομένου συγγράμματα, ἀλλὰ καὶ δογματικοῦ.
  Ἡ δὲ εὐγλωττία του ἠχμαλώτιζεν τὰ πλήθη, προσήλκυσε μάλιστα καὶ τὸ νεαρὸν τότε Αὐγουστῖνον, μετέπειτα ἐπίσκοπον Ἱππῶνος, τοῦ ἔλυσεν τὶς ἀπορίες καὶ τὸ μετέστρεψεν στὸ Χριστιανισμόν.  Ἡ ἐπισκοπικὴ δραστηριότητα τοῦ Ἀμβροσίου ἐπεξετείνετο καὶ πέραν τῆς πόλεως τῆς ἐπισκοπῆς του. Ἀπὸ ζῆλον εἰσήγαγεν τὴ χρῆσιν τῶν ὕμνων ὅπως αὐτοὶ ἐψάλλοντο στὴν Ἀνατολὴν καὶ ἀναζωπύρωσεν τὴν πίστιν τοῦ ποιμνίου του ἀναβιώνοντας τὴν τιμὴν πρὸς τοὺς ἀρχαίους μάρτυρας Ναζάριον, Κέλσο, Γερβάσιον κλπ. Παρουσιάζομεν ἀμέσως τοὺς βασικοὺς σταθμοὺς τῆς ἀρχιερατείας του ἐν συντομίᾳ.
  Ὑπέρμαχος τῆς ὀρθόδοξης διδασκαλίας στὴ Δύσιν ὁ Ἀμβρόσιος παρέστη στὴν σύνοδον τῆς Ἀκυληίας (381). Προεδρεύει τὸ 381 ἢ 382 σὲ σύνοδον τοῦ βικαριάτου τῆς Ἰταλίας, ἡ ὁποία σύνοδος κατεδίκασεν τὸν ἀπολλιναρισμόν. Συναντιέται μὲ τὸν ἅγιον Ἐπιφάνιον ἐπίσκοπον Σαλαμῖνος τῆς Κύπρου καὶ μὲ τὸν Παυλῖνον Ἀντιοχείας στὴ ῥωμαϊκὴν σύνοδον τοῦ 382, στὰ πρακτικὰ τῆς ὁποίας ἀναφέρεται ὡς πρῶτος μετὰ τὸν πάπα Δάμασον.  Τὸ 390 ὁ Ἀμβρόσιος συγκαλεῖ στὸ Μιλᾶνον σύνοδον κατὰ τοῦ αἱρετικοῦ Ἰοβινιανοῦ.
   Σ' αὐτὴν ἐπικυρώθηκεν ἡ ἀπόφασις τοῦ 389 τῶν ἐπισκόπων τῶν Γαλατιῶν κατὰ τῶν Ἰθακιανῶν. Οἱ Ἰθακιανοὶ αὐτοὶ πῆραν τὸ ὄνομά τους ἀπὸ τὸν Ἱσπανὸν ἐπίσκοπον Ἰθάκιον, τοῦ ὁποίου ἦσαν ὀπαδοὶ σχηματίζοντας ἐν τῇ Ἐκκλησίᾳ κόμμα καὶ σχίσμα. Ἡ ἰδιορρυθμία τους ἦταν ὅτι ἤθελαν νὰ καταδιώκωσιν τοὺς αἱρετικοὺς πρισκιλλιανοὺς ἐφαρμόζοντας βίαν.
  Ὁ Ἀμβρόσιος, ἐξ ἄλλου, εἰσηκούετο ἀπὸ τὸ Βαλεντινιανὸν Α', πρὸ παντὸς ὅμως ἀπὸ τὸ Γρατιανὸν ἀλλὰ καὶ ἀπὸ τὸ Βαλεντινιανὸν Β'. Ἀντιστάθηκεν ὡστόσον σθεναρὰ στὶς ἀξιώσεις τῆς ἀρειανῆς βασιλομήτορος Ἰουστίνης τῆς ὁποίας ἀνέτρεψεν τὰ σχέδια γιὰ ἀναστήλωσιν τοῦ ἀρειανισμοῦ. Ἀντετέθη στὸ νόμον, ποὺ ἔδινεν ἐλευθερίαν στοὺς ἀρειανοὺς ὀπαδοὺς τῆς συνόδου τοῦ Ῥίμινι καὶ ποὺ ἀπηγόρευεν στοὺς ὀρθοδόξους, ἐπὶ ποινῇ θανάτου κάθε ἀντίστασιν. Ἀψήφησεν ἀκόμη τὶς ἀπειλὲς γιὰ ἐξορίαν καὶ ζήτησεν τὴν ἐξαίρεσιν τῶν δικαστῶν του. Ὑφίσταται ἐπὶ πλέον ἐπανειλημμένες ἀπόπειρες δολοφονίας. Μεταβαίνει ἔπειτα στὰ Τρέβηρα πρὸς τὸ Μάξιμον, σφετεριστὴν τοῦ θρόνου, γιὰ νὰ ὑπερασπισθῇ τὰ νόμιμα αὐτοκρατορικὰ δικαιώματα τοῦ νεαροῦ ἀκόμη Βαλεντινιανοῦ Β'. Μετὰ τὸ θάνατον τῆς ἀρειανῆς μητρός του ὁ Βαλεντινιανὸς Β' κερδήθηκεν ὁριστικὰ στὴν ὑπόθεσιν τῆς Ὀρθοδοξίας ὑπὸ τὴν καθοδήγησιν τοῦ Ἀμβροσίου, συγκεκριμένα μὲ τὸ νὰ ἀντιταχθῇ στὴν ἐπανατοποθέτησιν τοῦ ἀγάλματος τῆς θεᾶς Νίκης στὴν ἐπίσημην αἴθουσαν τῶν συνεδριάσεων τῆς Συγκλήτου.
  Στὴν ἀνατολὴν τότε συναυτοκράτωρ ἦταν ὁ Θεοδόσιος, μὲ τὸν ὁποῖον ὁ Ἀμβρόσιος εἶχε φιλίαν, ἡ ὁποία ὅμως δὲν τὸν ἔκανε νὰ κλείσῃ τὸ στόμα του, δὲν τὸν ἐφίμωσεν, δὲν τὸν ἐμπόδισε νὰ ἐλέγξῃ τὸ βυζαντινὸ βασιλέα.
  Τὸ 388 ὁ ἴδιος πέτυχεν ἀπὸ τὸν αὐτοκράτορα Θεοδόσιον, τὴν ἀνάκλησιν καὶ ἀπόσυρσιν ἑνὸς διατάγματος, ποὺ ὑποχρέωνεν τοὺς χριστιανοὺς τῆς πόλεως Καλλινίκης στὴ Μεσοποταμίαν νὰ ξανακτίσωσι μίαν ἑβραϊκὴν συναγωγήν, ποὺ οἱ ἴδιοι εἶχαν γκρεμίσει.
  Τέλος, μετὰ τὴν ὁμαδικὴν σφαγὴν κατοίκων τῆς Θεσσαλονίκης, ποὺ διέταξεν ὠργισμένος ὁ Θεοδόσιος γιὰ νὰ ἐκδικηθῇ τὴν προηγηθεῖσαν θανάτωσιν ἀπὸ Θεσσαλονικεῖς κάποιων ἀξιωματούχων του, ἐπενέβη ὁ ἅγιος Ἀμβρόσιος καὶ ἐμπόδισεν ὁ ἴδιος τὴν εἴσοδον τοῦ Θεοδοσίου στὴν Ἐκκλησίαν καὶ τοῦ ἐπέβαλε δημόσια μετάνοιαν.
  Ὁ ἅγιος Ἀμβρόσιος ἀπέθανεν στὶς 4 Ἀπριλίου τοῦ 397. Ἡ δυτικὴ Ἐκκλησία τὸν κατέταξε μεταξὺ τῶν ἁγίων καὶ τὸν τιμᾶ ὡς τὸν τέταρτο μεγάλο διδάσκαλόν της μαζὶ μὲ τὸν ἅγιον Αὐγουστῖνον, τὸν ἅγιον Ἱερώνυμον καὶ τὸν ἅγιον Γρηγόριον. Τελεῖ δὲ τὴ μνήμην του στὶς 7 Δεκεμβρίου, ὅπως καὶ ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία.
Χαρακτηρισμὸς τοῦ προσώπου, τῆς δράσεως καὶ τῶν ἔργων
τοῦ ἁγίου Ἀμβροσίου
  Ὁ τρόπος σκέψεως τοῦ ἁγίου Ἀμβροσίου εἶναι ῥωμαϊκὸς, ἐκτὸς τοῦ χριστιανικοῦ. Εἴπαμεν ἤδη ὅτι ἠσχολήθη κυρίως μὲ ἠθικὰ καὶ πρακτικὰ θέματα, ἐνίοτε καὶ μὲ δογματικά, χωρὶς ὅμως τὶς ὑψηλὲς φιλοσοφικὲς καὶ θεωρητικὲς ἐξάρσεις καὶ πτήσεις π.χ. ἑνὸς Αὐγουστίνου, περιοριζόμενος στὰ ἁγιογραφικὰ καὶ τὰ ἐκ τῆς παραδόσεως στοιχεῖα καὶ ἐπιχειρήματα. Ἀπὸ τοὺς προγενέστερους ἢ σύγχρονούς του Πατέρες  καὶ ἐκκλησιαστικοὺς συγγραφεῖς γνώριζεν καλὰ κυρίως τὰ συγγράμματα τοῦ Κλήμεντος τοῦ Ἀλεξανδρέως, τοῦ Ὠριγένους, τοῦ Διδύμου Ἀλεξανδρείας καὶ τοῦ Μεγάλου Βασιλείου. Δὲν θὰ πρέπει δὲ νὰ λησμονῶμεν ὅτι ἡ ἰδιαίτερη συμβολὴ τοῦ ἁγίου Ἀμβροσίου ἦταν ὅτι ἐπειδὴ ὑπῆρξεν ἄριστος γνώστης τῆς ἑλληνικῆς γλώσσας, ἔκανε γνωστὲς στὴ Δύσιν τὶς διδασκαλίες καὶ τὰ συγγράμματα τῶν ἑλλήνων Πατέρων σὲ μίαν ἐποχήν, ποὺ λίγοι λατῖνοι στοχαστὲς μποροῦσαν νὰ μελετήσουν τὰ συγγράμματα αὐτὰ στὸ πρωτότυπόν τους κείμενον.  Ὁ Ἀμβρόσιος πάντως ἦταν κυρίως ποιμὴν ψυχῶν καὶ πρὸ παντὸς χριστιανὸς ἐπίσκοπος. Αὐτὸ μερικὲς φορὲς παραγνωρίζεται γιὰ τὸν ἑξῆς λόγον: Ὁ ἅγιος ὤφειλεν, κυρίως ἀφ' ὅτου τὸ Μιλᾶνον ἔγινεν ἡ πόλις διαμονῆς τοῦ αὐτοκράτορος καὶ ἡ ἕδρα τῆς δημόσιας διοικήσεως, νὰ σχεδιάζη καὶ νὰ ὀργανώνῃ τὶς σχέσεις Ἐκκλησίας καὶ Κράτους. Ὁ πολιτικὸς λοιπὸν ῥόλος, ποὺ αὐτὸς ἦταν ὑποχρεωμένος νὰ παίξῃ, ὁδηγεῖ συχνὰ τοὺς ἱστορικοὺς νὰ ἀφήσουν στὴν σκιὰν τὸ θρησκευτικόν του ῥόλον. Ὁ ἴδιος ὅμως σὲ κάθε περίπτωσιν συμπεριεφέρθη ὡς ἐπίσκοπος καὶ σὰν μοναδικόν του στόχον εἶχεν τὴ δόξαν τοῦ Θεοῦ.
   Πάντως τὴν εὐγλωττίαν καὶ τὸ ῥητορικὸν ὕφος τοῦ ἁγίου ἐξετίμησαν καὶ ἐτόνισαν μεγάλοι ῥήτορες καὶ σοβαροὶ συγγραφεῖς: ὁ πολὺς Fénelon γράφει γι' αὐτόν. "Ὁ ἅγιος Ἀμβρόσιος μερικὲς φορὲς ἀφίνεται νὰ ἀκολουθῇ τὸν συρμὸν τῆς ἐποχῆς. Δίνει δηλαδὴ στὶς ὁμιλίες του ἐκεῖνα τὰ στολίδια ποὺ τότε ὅλοι ἐκτιμοῦσαν. Ἀλλὰ, στὸ κάτω-κάτω, δὲ βλέπομεν τὸν ἅγιον Ἀμβρόσιον, παρὰ τὰ ὅποια παιχνιδίσματά του μὲ τὶς λέξεις, νὰ γράφῃ στὸ Θεοδόσιο μὲ ἀμίμητη δύναμιν λόγου καὶ πειθώ; Ἀλλὰ καὶ τὶ τρυφερότητα δὲν ἀποπνέει, ὅταν ἐκφράζηται γιὰ τὸν ἀδελφόν του Σάτυρον;" (Fénelon, Troisième dialogue sur l’  éloquence.)
  Ὁ δὲ Villemain παρατηρεῖ: "Ὅποιος ἀσχοληθῇ περισσότερο μὲ τὴ γλῶσσαν καὶ μὲ τὸ ὕφος τοῦ Ἀμβροσίου νιώθει σ' αὐτὸν τὴν εὐχάριστην ὀσμὴν τῆς παραδόσεως τῆς ἀρχαιότητος. Οἱ δύο συγγραφεῖς ποὺ μιμεῖται περισσότερον αἰσθητὰ καὶ χτυπητὰ ὁ Ἀμβρόσιος, εἶναι ὁ Τίτος-Λίβιος καὶ ὁ Βιργίλιος. Πολὺ εὐχαρίστως θὰ προσέθετα σ' αὐτοὺς καὶ τὸν Κικέρωνα μὲ τὸν Σενέκα. Χωρὶς ἀμφιβολίαν οἱ ἀναμνήσεις ἐκ τῆς γλώσσας τους εἶναι παράξενα ἀναμεμιγμένες στὰ ἔργα τοῦ Ἀμβροσίου. Δὲν ὑπάρχουν λιγότερες ἀνταύγειες τῆς ἀρχαιότητος στὸ ἀνομοιόμορφον ὕφος τοῦ χριστιανοῦ μαθητῆ τους, καὶ ὅ,τι (τοῦ λείπει) εἰς μορφὴν, καλύπτεται ἀπὸ τὸ ἐξαίσιον τοῦ βάθους (του)" (Villemain, Saint Ambroise ἐν τῇ Biographie universelle de F. Didot, Paris, 1855).
Εἰσαγωγικῶς, περαιτέρω, περιοριζόμεθα νὰ εἴπωμεν διὰ βραχέων περὶ τῶν πηγῶν, ἀπὸ ὅπου ἀρύσθηκεν τὴ διδασκαλίαν του ὁ Ἅγιος, περὶ τῶν συγγραφέων, οἱ ὁποῖοι ἐπηρέασαν τὴν σκέψιν καὶ τὴ μέθοδόν του, καθὼς καὶ ὀλίγα περὶ μιᾶς ἀφανοῦς προσωπικότητος, τοῦ Σιμπλικιανοῦ, ὑπὸ τὴ χριστιανικὴν κηδεμονίαν τοῦ ὁποίου ἠνδρώθη χριστιανικῶς ὁ Ἀμβρόσιος καὶ τέλος νὰ δώσωμε μίαν στοιχειώδη ἀμβροσιανὴ βιβλιογραφίαν.
  Πρῶτον, λοιπόν, παρατηρητέον ὅτι ὁ τέταρτος αἰῶνας, εἰς τὸν ὁποῖον ἔζησεν, ἔγραψεν καὶ ἔδρασεν ὁ ἅγιός μας, ἔχει νὰ ἐπιδείξῃ τόσον στὴν Ἀνατολὴν ὅσον καὶ στὴ Δύσιν χριστιανοὺς συγγραφεῖς μὲ μίαν ἰδιοτύπως ὥριμην αὐτοσυνειδησίαν ἔναντι τοῦ Ἐθνισμοῦ, γιὰ τοὺς ὁποίους θὰ μπορούσαμεν ἴσως νὰ εἴπωμεν, ὅτι ἐπεδίωκαν ὄχι μόνον τὴν ζωὴν τῆς ἀναστάσεως, ἀλλὰ καὶ ἐκεῖνον τὸ εἶδος τῆς ἀθανασίας ποὺ συνίσταται στὴ φιλολογικὴν κληροδοσίαν πρὸς τὶς μεταγενέστερες γενεές1. Τέτοια, ἀνάμεσα σὲ πολλοὺς ἄλλους ἐκκλησιαστικοὺς συγγραφεῖς, εἶναι καὶ ἡ περίπτωσις τοῦ ἁγίου Ἀμβροσίου, ὁ ὁποῖος ὡς γνωστὸν συνέγραψε μεταξὺ ἄλλων καὶ τὸ ἔργον του De Officiis «Περί Καθηκόντων» ,ὅπως δηλαδὴ τὸ ὁμώνυμον ἔργον τοῦ Κικέρωνος.
    Ἐξ ἄλλου, ὁ ἅγιος Ἀμβρόσιος ἐγνώριζε λίαν καλῶς τὴν ἑλληνική, μίαν δὲ τῶν πηγῶν  τῆς διδασκαλίας του, τὴν ἁγίαν Γραφὴν τὴν ἐχρησιμοποίει ἐκ τῆς εἰς τὴν ἑλληνικὴν ἐκ τῆς ἑβραϊκῆς ὑπὸ τῶν ἑβδομήκοντα δύο ἑρμηνευτῶν μεταφράσεώς της . Εἶχεν ὅμως πρὸ ὀφθαλμῶν καὶ τὶς μεταφράσεις τοῦ Συμμάχου καὶ Ἀκίλα.
  Ἐπίσης, ὁ ἅγιος Ἀμβρόσιος ἐκ μὲν τῶν ἑλλήνων πατέρων καὶ ἐκκλησιαστικῶν συγγραφέων ἦταν ἀφ' ἑνὸς γνώστης τοῦ Ὠριγένους -σημειωτέον ἐχρησιμοποίει τὴν ἀλεξανδρινὴν ἑρμηνευτικὴ μέθοδον- ὑπῆρξεν δὲ ἀφ' ἑτέρου βαθὺς μελετητὴς καὶ τῶν καππαδοκῶν λεγομένων Πατέρων: Γρηγορίου τοῦ Ναζιανζηνοῦ, Γρηγορίου τοῦ Νύσσης, καί τοῦ μεγάλου Βασιλείου- ὁ Ἀμβρόσιος μάλιστα ἔγραψεν ἔργον ὑπὸ τὸν τίτλον Exameron, ὅπως ὁ μέγας Βασίλειος εἶχεν συγγράψει τὴν Ἑξαήμερόν του.
  Ἐκ δὲ τῶν προγενεστέρων του λατίνων ὁ Ἀμβρόσιος εἶχεν μεγάλην οἰκειότητα ὡς ἦτο φυσικό, μὲ τὰ συγγράμματα τοῦ Τερτυλλιανοῦ καὶ Κυπριανοῦ2 .
  Τέλος ἐκ τῶν ἔργων τῶν ἑλληνιζόντων καὶ ἑλλήνων φιλοσόφων ἐνεβάθυνεν σ' αὐτὰ τοῦ Φίλωνος καὶ Πλωτίνου3, ἀπ' τοὺς ὁποίους σημειωτέον δανείζεται ἐδάφια ὁλόκληρα καὶ μάλιστα κατὰ λέξιν, ὅπως ἀπέδειξεν ὁ Pierre Courcelle καὶ ἄλλοι4.
  Ἐξ ἄλλου, ὁ μέντωρ τοῦ ἁγίου Ἀμβροσίου, Σιμπλικιανός, τὸν ὁποῖον ἀνωτέρω ἀναφέραμεν, κατήγετο ἴσως ἐκ Μιλάνου, ἦτο δὲ χριστιανὸς ἱερεύς ἐκεῖ καὶ μάλιστα ἀπὸ τὸ 397 διεδέχθη τὸν ἅγιον Ἀμβρόσιον εἰς τὸν ἐπισκοπικὸ θρόνον τοῦ Μιλάνου5. Καλλιεργημένος θεολόγος ὁ Σιμπλικιανὸς καὶ γνώστης τῆς νεοπλατωνικῆς φιλοσοφίας ὁ ἴδιος, ἔπαιξεν σημαντικὸ ῥόλον στὴ μεταστροφὴν στὸ Χριστιανισμόν, πλὴν τοῦ Ἀμβροσίου καὶ δύο ἀκόμη προσωπικοτήτων: τοῦ Μάριου Βικτωρίνου καὶ τοῦ Αὐγουστίνου. Ἦταν δηλαδὴ κηδεμονικῶς κοντὰ στὸν Ἀμβρόσιον κατὰ τὸν πνευματικόν  καταρτισμὸν του ὅπως μᾶς πληροφορεῖ ὁ ἅγιος Αὐγουστῖνος εἰς τὸ Η' κεφάλαιον τῶν Ἐξομολογήσεών του (Confess. VIII, 2, 3). Ὁ δὲ Ἀμβρόσιος τοῦ ἀπηύθυνεν ἐπιστολὲς ἀπ' τὶς ὁποῖες σῴζονται τέσσαρες (37,38,65,67 = Maur.). Ἀντιστρόφως ὅμως, οἱ ἐπιστολὲς τοῦ Σιμπλικιανοῦ πρὸς τὸν Ἀμβρόσιον καθὼς καὶ ἐκεῖνες τοῦ ἰδίου πρὸς τὸν Αὐγουστῖνον δυστυχῶς ἀπωλέσθησαν. Ὁ τελευταῖος μάλιστα τοῦ ἀφιέρωσεν τὸ "Περὶ διαφόρων ζητημάτων πρὸς Σιμπλικιανὸν" (De diversis quaestionibus ad Simplicianum) καὶ τοῦ ἀπηύθυνεν ἐπίσης τὴν Ἐπιστολήν 37. Ὁ Σιμπλικιανὸς ἀπέθανε μεταξὺ τῶν ἐτῶν 400-4016.
 Εἰς ὅ,τι δὲ ἀφορᾷ, τέλος, τὸ βιβλιογραφικὸν μέρος, βασικὸν διὰ τὴν παλαιοτέραν πως ἀμβροσιανὴ βιβλιογραφίαν εἶναι τὸ τετρασέλιδον ἄρθρον τῶν G. Sanders καὶ M. Van Uytfanghe, Cento anni di bibliografia ambrosiana (1874-1974), Μιλᾶνο, 1981 (=ἐν Stud. Patr. Mediolan., XI, σελ. 4-7).
   Εἰδικότερον τώρα καὶ σχετικὰ μὲ τοὺς χειρόγραφους κώδικες, εἰς τοὺς ὁποίους καὶ σῴζονται τὰ ἔργα τοῦ ἁγίου μας, μᾶς πληροφορεῖ μὲν ὁ O. Faller, ἐν Corpus Scriptorum Ecclesiasticorum Latinorum lxxiii, 1955, σελ. VI-XVIII ἀλλὰ καὶ οἱ G. Billanovich καὶ M. Ferrari, ἐν Αmbrosius Episcopus (Stud. Patr. Mediolan. VI.), Μιλᾶνο 1976, I, σελ. 5-102.

Συγγράμματα:
Οἱ τίτλοι τῶν γνήσιων ἔργων τοῦ ἁγίου Ἀμβροσίου ἔχουν ὡς ἑξῆς:
Α' ἔργα  Ἐξηγητικὰ.
 1) Ἑξαήμερος (Exameron) Migne, P.L., XIV, 123 (133).  ’Eγράφη μεταξὺ 386 καὶ 389. Σ' αὐτὸ μιμεῖται τὸ ὁμώνυμον ἔργον τοῦ Μ. Βασιλείου
 2) Περὶ τοῦ Παραδείσου (De Paradiso), Migne, P.L., XIV, 275 (291). Ἐγράφη περὶ τὸ 380. Ἀναιρεῖ σ' αὐτὸ τὸν Μανιχαϊσμόν.
  3) Περὶ τοῦ Κάϊν καὶ Ἄβελ (De Cain et Abel), Migne, P.L. XIV 315 (333). Ἐγράφη περὶ τὸ 380.
  4) Περὶ τοῦ Νῶε [καὶ τῆς κιβωτοῦ] (De Noe [et arca]), Migne, P.L. XIV 361 (381).  Κατὰ τὸν Kellner ἐγράφη τέλος τοῦ 386.
  5) Περὶ τοῦ Ἀβραὰμ (De Abraam), Migne, P.L. XIV, 419 (441). Τὸ ἔγραψεν κατὰ τὴ διάρκειαν τῶν ἐτῶν 388 καὶ 390.
  6) Περὶ τοῦ Ἰσαὰκ εἴτε περὶ ψυχῆς (De Isaac vel anima), Migne, P.L. XIV, 501 (527).
  7) Περὶ τοῦ ἀγαθοῦ τοῦ θανάτου (De bono mortis), Migne, P.L. XIV, 539 (567).
  8) Περὶ τοῦ Ἰακὼβ καὶ τῆς μακαρίας ζωῆς (De Jacob et vita beata), Migne, P.L. XIV, 597 (627).
  9) Περὶ Ἰωσὴφ [τοῦ πατριάρχη] De Joseph [patriarcha], Migne, P.L. XIV, 641 (673).
  10) Περὶ τὼν πατριαρχῶν (De Patriarchis), Migne, P.L., XIV, 673 (707).
  11) Περὶ φυγῆς ἐκ τοῦ αἰῶνος (De fuga saeculi), Migne, P.L., XIV, 569 (597)
 12) Περὶ ἐπερωτήσεως στὸν Ἰὼβ καὶ  Δαβὶδ (De interpellatione Job et David), Migne,  P.L. XIV, 797 (835). Κατὰ τοὺς βενεδικτίνους ἐγράφη περὶ τὸ 383.
 13) Περὶ ἀπολογίας τοῦ προφήτη Δαβὶδ (De apologia prophetae David), Migne, P.L. XIV, 851 (891).      
 14) Ἑτέρα ἀπολογία τοῦ Δαβὶδ (Apologia David altera), Migne, XIV, 887 (930).
 15) Περὶ τοῦ Ἡλία καὶ περὶ νηστείας (De Helia et jejunio), Migne, XIV, 697 (731).
 16) Περὶ τοῦ Ναβουθαὶ (De Nabuthae), Migne, XIV, 731 (765)
 17) Περὶ τοῦ Τωβία (De Tobia), Migne, P.L. XIV, 759 (797).
 18) Ἐξήγησις εἰς δώδεκα ψαλμοὺς (Explanatio super psalmos XII), Migne, P.L., 921 (963).  Ἐγράφη εἰς διάφορες ἐποχὲς τῆς ζωῆς τοῦ ἁγίου.
 19) Ἔκθεσις περὶ τοῦ ψαλμοῦ ριη' (Expositio de psalmo CXVIII), Migne, XV, 1197 (1216).  Ἐγράφη μεταξὺ 386-388.
 20) Ἔκθεσις Ἡσαΐου προφήτη (ἀποσπάσματα παρὰ τῷ Αὐγουστίνῳ) (Expositio Esaiae prophetae), Migne, P.L. XLIV, 384, 410, 436, 632 καὶ 688.
 21) Ἔκθεσις τοῦ κατὰ Λουκᾶν Εὐαγγελίου (Expositio evangelii secundum Lucam), Migne, P.L., XV, 1527 (1697). Εἶναι τῶν ἐτῶν 385-387.

Β' Ἠθικὰ καὶ ἀσκητικὰ ἔργα:
    1) Περὶ τῶν καθηκόντων τῶν λειτουργῶν (De officiis ministrorum), Migne, P.L., XVΙ, 23 (25). Περίφημη πραγματεία τῶν ἐτῶν μετὰ τὸ 386.
  2) Περὶ τῶν παρθένων (De virginibus), Migne, P.L., XVΙ, 187 (197). Τὸ ἀπηύθυνεν ὅπως καὶ τὰ ὑπόλοιπα περὶ παρθενίας στὴν ἀδελφήν του μοναχὴν Μαρκελλῖναν στὴν ἀρχὴν τῆς ἀρχιερατείας του, τὸ 377.
   3) Περὶ τῶν χηρῶν (De viduis), Migne, P.L., XVΙ, 233 (247). Ἐγράφη τὸ 377 ἢ 378.
   4) Περὶ τῆς παρθενίας (De virginitate), Migne, P.L. XVΙ, 265 (279) . Καὶ αὐτὸ μᾶλλον ἐγράφη τὸ 378.
   5) Περὶ τοῦ θεσμοῦ τῆς παρθένου (De institutione virginis), Migne, P.L. XVΙ, 305 (319). Ἐγράφη τὸ 391 ἢ 392.
   6) Παρότρυνση γιὰ τὴν παρθενίαν (Exhortatio virginitatis), Migne, P.L. XVI, 335 (351). Ἐγράφη τὸ 394 ἢ 395.
 
Γ ' Δογματικὰ ἔργα:
       1) Περὶ πίστεως (De fide), Migne, P.L., XVI, 527 (549).
       2) Περὶ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος (De Spiritu Sancto), Migne, P.L. XVI, 703 (731)
   3) Περὶ τοῦ μυστηρίου τῆς ἐνσαρκώσεως τοῦ Κυρίου (De incarnationis dominicae Sacramento), Migne, P.L., XVI, 817 (853).
    4) Ἐξήγησις τοῦ συμβόλου (Explanatio symboli). Migne, P.L., XVII, 1155 (1193)
       5) Περὶ τῶν μυστηρίων (De sacramentis), Migne, P.L., XVI, 417 (435).
       6) Περὶ  μυστηρίων (De mysteriis), Migne, P.L., XVI, 389 (405).
       7) Περὶ τῆς μετανοίας (De paenitentia), Migne, P.L., XVI, 465 (485).
 
Δ ' Λόγοι καὶ ἐπιστολές:
       1)  Περὶ τῆς ἐξόδου τοῦ ἀδελφοῦ [Σατύρου βιβλ. 2] Migne, P.L., XVI, 1289 (1345). Ἐξεφωνήθη τὸ 379.
       2)  Περὶ τοῦ θανάτου τοῦ Βαλεντινιανοῦ (De obitu Valentiniani), Migne, P.L., XVI, 1357, (1417). Ἐξεφωνήθη τὸν Αὔγουστον τοῦ 392.
       3)  Περὶ τοῦ θανάτου τοῦ Θεοδοσίου (De  obitu Theodosii), Migne, P.L. XVI, 1385 (1447). Ἐξεφωνήθη στὶς 26 Φεβρουαρίου τοῦ 393.
        4)  Ἐπιστολὲς (Epistulae), Migne, P.L., XVI, 876 (913)
 
Ε ' Ποικίλα ἔργα:
  1) Περὶ τοῦ μυστηρίου τῆς ἀναγεννήσεως εἴτε περὶ φιλοσοφίας (De sacramento regenerationis sive de philosophia), ἀπόσπασμα παρὰ τῷ Αὐγουστίνῳ ἐν Corp. Script.Eccl. Latin. XI, σελ. 131)
    2) Πασχαλινὸν κήρυγμα "Ἀγαλλιάσθω" (Praeconium paschale “ Exultet” , Migne, P.L.LXXII, 364).
       3) Ὕμνοι (Hymni) , Migne, P.L. XVI, 1409 (1473).
       4)  Ἐπιγράμματα (Epigrammata), Migne, P.L. XIII, 414 : P.L.S.  ι' 586
       5)  Τίτλοι κα' (Tituli XXI), P.L. S. , I’ , 587.
 

  1. Frances, Young, “Classical genres and Christian genres”, ἐν The Cambridge history of early Christian literature. σελ. 253.
  2. Y. M. Duval, L’  influence des écrivains africains.
  3. L. Taormina, Sant’  Ambrogio e Plotino, ἐν Misc. di studi di letter. Crist. Ant.,1954, σελ. 41-85.
  4. P. Courcelle, Recherches sur les Confessions du Saint Augustin 93-138 καὶ 311-382. H. Savon, Saint Ambroise devant l’  exégèse de Philon, le juif. G. Madec, Saint Ambroise et la philosophie.
  5. F. Saulo, Gli antichi vescovi dell’ Italia dalle  origine al 1300 descritti per regioni. La Lombardia, Firenze, 1973, σελ. 145-150.
  6. S. Zincone, Simplicianus de Milan, ἐν Diction. Encycl. Du Christian. Ancien. τόμος 2 στήλες 2297-2298. Enciclopedia Cattolica, Città del Vaticano 1949-1954, τόμ. 11, σελ. 648. 

 
Χρίστος Βασιλειάδης
Γεννήθηκε στὴν Ἀθήνα τὸν Σεπτέμβριο τοῦ 1940. Ἔκανε τὴν πρωτοβάθμια καὶ δευτεροβάθμια ἐκπαίδευση τὸ 1958-59 στὴν Νέα Ἰωνία Ἀττικῆς. Εἰσῆλθε σὲ δύο Πανεπιστημιακὲς Σχολὲς (Θεολογία & Φιλολογία) μὲ κρατικὴ ὑποτροφία κὰθ΄ὅλην τὴν φοίτησή του. Πτυχιοῦχος τῆς Θεολογικῆς τὸ 1963. Ὑπηρέτησε στὸν Ἑλληνικὸ Στρατὸ μὲ διαγωγὴ ἄριστη. Μετέβην στὴν Γερμανία γιὰ μετεκπαίδευση (Φιλοσοφία) καὶ στὴ Γαλλία (Ἱστορία τοῦ Πολιτισμοῦ). Στὴ Γαλλία ἐργάστηκε ὡς δημοσιογράφος ἐπὶ 7ετία στὴν Κρατικὴ Γαλλικὴ Τηλεόραση & Ραδιοφωνία. Ἐπέστρεψε στὴν Ἑλλάδα τὸ 1974 καὶ δούλεψε ὡς κλητήρας σὲ Ἀσφαλιστικὴ ἐταιρία. Διορίστηκε στὸ Δημόσιο σὲ ἡλικία 39 ἐτῶν ἀπ’ ὅπου καὶ συνταξιοδοτήθηκε παρατηθεῖς τὸ 2005 λόγω τῆς ἐπαράτου ἀσθενείας του καὶ ὡς ἐκ τούτου λαβῶν μειωμένη σύνταξη.
   Αντιαιρετικόν Εγκόλπιον    www.egolpion.com
4   ΙΑΝΟΥΑΡΙΟΥ  2012 


Read more: http://www.egolpion.com/agios_amvrosios_mediolanwn.el.aspx#ixzz3LNXlfcr1

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου